Συνήθως η λέξη προσδιόριζε όλα εκείνα τα φυτά (κυρίως ποώδη) που είχαν ή υποτίθεται ότι είχαν θεραπευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνταν ως φαρμακευτικά. Κατά την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν σ' όλα τα μέρη του κόσμου και πολλοί λαοί (όπως οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Έλληνες) είχαν και ειδικά συγγράμματα για τις ιδιότητες και την χρήση των φαρμακευτικών φυτών, τα βοτανολόγια. Τα βότανα βρίσκονταν σε χρήση μέχρι και τα νεότερα χρόνια, εξακολουθούν δε να χρησιμοποιούνται και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις.
Στην Κύπρο οι φαρμακευτικές ιδιότητες διαφόρων τοπικών φυτών ήσαν γνωστές από την αρχαιότητα και χρησιμοποιούνταν πλατιά μέχρι και πρόσφατα. Στα χωριά και στις πόλεις υπήρχαν άνθρωποι που γνώριζαν τις φαρμακευτικές ιδιότητες των τοπικών φυτών και ασκούσαν το επάγγελμα του θεραπευτή. Συνήθως τα θεραπευτικά βοτάνια είτε τρώγονταν ωμά, είτε τοποθετούνταν τα φύλλα τους πάνω στο πάσχον μέρος του σώματος, είτε γίνονταν αφεψήματα και πίνονταν ως ροφήματα, είτε αναμειγνύονταν με άλλα υλικά (ξίδι, λάδι, λίπος κλπ.) και χρησιμοποιούνταν ως καταπλάσματα, είτε γίνονταν αλοιφές, είτε ξηραίνονταν και γίνονταν σκόνη.
Βλέπε λήμμα: Γιατροσόφια και Γητειά
Μια γνωστή συλλογή συνταγών με βάση φυτά της Κύπρου, που συντάχθηκε εκ πείρας, περικλείεται στο περίφημο Ιατροσοφικόν του σκευοφύλακα του μοναστηριού Μαχαιρά Μητροφάνους (1790 -1867), που το πρωτότυπο χειρόγραφό του φυλάγεται στο μοναστήρι και που εξεδόθη για πρώτη φορά στη Λευκωσία το 1924. Σύμφωνα προς τον Μητροφάνη, μεταξύ των φυτών της Κύπρου που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς είναι και τα ακόλουθα:
Μερσινόκοκκα, κυκλάμινα, κρεμμύδια, αρκόσσ΄ιλλοι (για τα μαλλιά της κεφαλής), κληματόφυλλα, ρίζες αρκόσσ'ιλλου, γένια του γέρου, δυόσμος, πικραμύγδαλα (για κεφαλόπονο), φύλλα λάχανου, κυπαρισσόμηλα, δάφνη, λασμαρί κ.ά. (παρασκευή αλοιφής για πληγές στην κεφαλή), μάραθος, βασιλιτζ'ιά, μαντζουράνα, κισσός, τριαντάφυλλα, δυόσμος, λουβάνα, πράσσα (για θεραπείες ασθενειών των ματιών), φύλλα ροδιού, πράσσα, δυόσμος, πήγανος, σύκα, φύλλα ελιάς (για πόνους των αυτιών), ρίζες καππαρκάς, φύλλα αγριοελιάς, ρίζες του βάτου, φύλλα μυρσίνης κ.ά. (για πόνους δοντιών) χαχομηλιά, δρακοντιά, κερασιά, αβρόσσ'ιλλα, μολόχες, αντρουκλιά κ.ά. (για τον βήχα), δάφνη, αγνιά, δυόσμος, χαχομηλιά, αρκοβασιλιτζ'ιά, θρουμπίν κ.ά. (για κρυολογήματα), και πολλά άλλα για διάφορες ασθένειες.
Ακόμη, γνωστά φυτά της κυπριακής χλωρίδας που χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα σε παλαιότερες εποχές σε βότανα, είναι μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
Αρκόσκορτος (αντισηπτικό, κατά της αρτηριοσκλήρωσης κ.ά.), αντρουκλιά (αφέψημα με τα φύλλα της, κατά αιμορραγιών, κατά της διάρροιας κ.ά.), χόρτον της κουφής (κατά της βρογχίτιδας και αιμορραγιών), καρακιόζης ή κίτρινη μαργαρίτα (κατά τραυμάτων και σπυριών), καππάρι (αντισηπτικά τα λουλούδια και οι ρίζες του, κατά κρυολογημάτων κ.ά.).
Άλλα γνωστά κυπριακά φυτά που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιήθηκαν ως βότανα, είναι:
Το παραχωστί, το σιμιλλούδι, η ξισταρκά, το περιπλοκάδι, ή μοσφυλιά, το κυκλάμινο, το κυπαρίσσι, ο ευκάλυπτος, ο ζαμπούκκος, η πετραγγουρκά, ο μάραθος, ο κόνιζος, ο αόρατος, η δάφνη, η μαντραγόρα, το χαμομήλι, η μαυρομμάτα, ο αρκοκαπνός, η ρίγανη, το μαζίν, η σπατζ'ιά, η λαψάνα, η αρκοπομηλορκά, το θρουμπί, η τσικνίθθα και πολλά άλλα.
Για τα βότανα της Κύπρου κάνουν λόγο και διάφοροι παλαιοί επισκέπτες της Κύπρου. Ο ευγενής Μάρτιν Φον Μπαουμγκάρτεν από το Τυρόλο, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1508, αναφέρει ότι στο νησί υπάρχουν μεταξύ πολλών άλλων και διάφορα «ωφέλημα βότανα» και σημειώνει επίσης ότι μεταξύ αυτών «αφθονούν το αμάρακον, το ύσσωπον και άλλα υγιεινά βότανα». (Το αμάρακον είναι η γνωστή στην Κύπρο μαντζουράνα, το δε ύσσωπον φέρει την ενδεικτική ονομασία «ύσσωπον το φαρμακευτικόν» και είναι πολύκλαδος ημίθαμνος).
Ο Εβραιοϊταλός Ελία ντε Πεσάρο, που πέρασε από την Κύπρο το 1563, γράφει ότι στο νησί «υπάρχουν χορταρικά όλων των ειδών» και αναφέρει μεταξύ άλλων το σπανάκι, τον δυόσμο, τη μαντζουράνα, τη ρίγανη, τον μαϊντανό, το πήγανον «καθώς και πολλά άλλα βότανα σε μεγάλες ποσότητες, που είναι φθηνά...» Η αναφορά του επισκέπτη αυτού ότι ήσαν φθηνά, υποδηλώνει ότι γινόταν εκτενές εμπόριο βοτάνων, αφού προφανώς ο επισκέπτης τα είδε στις αγορές και είχε ενδιαφερθεί και για τις τιμές.
Ο καθηγητής της Θεολογίας Τζιρόλαμο Νταντίνι, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1596-7, αναφέρει επίσης διάφορα βότανα, όπως το ριζάρι, το λάδανο, ένα βότανο «από του οποίου τη στάχτη φτιάχνουν σαπούνι», προσθέτει δε ότι στο νησί «υπάρχουν και άλλα φαρμακευτικά φυτά». Ο δε Ιωάννης Κοτόβικους, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, που επεσκέφθη την Κύπρο το 1598-9, γράφει ότι στην Κύπρο «παράγονται λάδανον, λιβάνι, στύραξ, μάννα, σκαμμωνία, μαστίχα, ρήον, θυμάρι, μαντζουράνα, ύσσωπος, μαζί με πολλά άλλα φυτά μοναδικής αποτελεσματικότητας στην ιατρική...» Αναφέρει ακόμη και «το βότανο σόδα, από του οποίου την τέφρα κατασκευάζεται σαπούνι», καθώς και μία πούδρα που ονομάζεται «κυπριακή», είναι «πολύ ευώδης» και «ιδιαιτέρως εκτιμάται στην Ιταλία», η οποία «παράγεται από βότανα με γλυκιά μυρωδιά». Δίνει επίσης την πληροφορία ότι τα αμπελοπούλια, σημαντικό εξαγωγικό είδος της Κύπρου τότε, εξάγονταν «σε δοχεία με ξίδι και αρωματικά βότανα».
Ο Γουίλλιαμ Λίθγκοου, που πέρασε από την Κύπρο το 1610/13, αναφέρεται σε βότανα που αφθονούσαν στο Τρόοδος, ενώ ο Αλεξάντερ Ντράμμοντ, που περιόδευσε την Κύπρο το 1745 και το 1750, σημειώνει ότι το νησί παρήγε, μεταξύ πολλών άλλων, και «μεγάλες ποσότητες φαρμακευτικών βοτάνων», πράγμα που υποδηλώνει και πάλι εμπορία τους. Ο δε αββάς Τζιοβάννι Μαρίτι, που έζησε στην Κύπρο το 1764 – 1767, στο λεπτομερές κείμενό του δίνει ένα πλήθος πληροφορίες για το νησί. Μεταξύ πολλών άλλων περιγράφει και την παρασκευή ενός αντίδοτου σε δάγκωμα δηλητηριώδους ερπετού, «από το βότανο που ονομάζεται γαλατζίδα». Τέλος, ο αρχιεπίσκοπος Σινά Κωνσταντίνος, που βρέθηκε στην Κύπρο το 1765/6, γράφει μεταξύ άλλων ότι στην οροσειρά του Τροόδους «ανευρίσκονται πολλά και διάφορα είδη βοτάνων της ιατρικής τέχνης χρήσιμα».
Βλέπε λήμμα: Ιατρική
Οι φαρμακευτικές και θεραπευτικές ιδιότητες πολλών φυτών (περιλαμβανομένων και δέντρων, αν και ο όρος «βότανον» υπονοεί βασικά τα χαμηλά είδη βλάστησης, αγριόχορτα και χαμηλούς θάμνους) είχαν ως γνώσεις αποκτηθεί από τους ανθρώπους από εμπειρίες σε εποχές κατά τις οποίες δεν υπήρχαν ή δεν βρίσκονταν φάρμακα και δεν υπήρχε καν η φαρμακευτική βιομηχανία. Στην Κύπρο, έως και τις αρχές του 20ου αιώνα για πολλούς των κατοίκων δεν υπήρχε ακόμη η δυνατότητα προσφυγής σε γιατρό ή θεραπευτήριο, ή ήταν προβληματική, ιδίως για τους κατοίκους μακρινών χωριών, σε εποχές που δεν υπήρχαν ούτε μέσα μεταφοράς παρά μόνο τα ζώα. Η καταφυγή, συνεπώς, σε εμπειρικούς θεραπευτές ήταν περισσότερο από ανάγκη. Η ανυπαρξία άλλων τρόπων και μέσων προς αντιμετώπιση των ασθενειών, επέβαλε ήδη από τα αρχαιότατα χρόνια την καταφυγή στη φύση και τη χρησιμοποίηση των όσων αυτή παρείχε. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνονταν διάφορα, όπως μεταλλεύματα και παράγωγα μεταλλευμάτων, νερό και λάσπη πηγών που προήρχοντο από εδάφη που περιείχαν συγκεκριμένα συστατικά, αλλά κυρίως τα άγρια φυτά. Τα φυτά βρίσκονταν παντού, ήταν προσιτά σε όλους και αποτελούσαν ευκολότερη συλλογή και χρήση.
Η Κύπρος, που σε παλαιότερες εποχές διέθετε πολύ περισσότερες εκτάσεις δασών και πολύ περισσότερες περιοχές άγριας βλάστησης, είχε σε «πρώτη ζήτηση» πολλά βότανα. Σήμερα έχουν καταγραφεί περισσότερα από 1.900 είδη και υποείδη φυτών στο νησί, εκ των οποίων μόνο τα 152 είναι επιγενή, δηλαδή εισαγμένα είδη. Μεταξύ όλων αυτών, πολλά είναι εκείνα που έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, λόγω των ουσιών που περιέχονται στους καρπούς, στα άνθη, στα φύλλα ή και στις ρίζες, και έχουν χρησιμοποιηθεί από τους ανθρώπους. Αρκετά από αυτά ήσαν καλά γνωστά ήδη από τα αρχαία χρόνια. Ο Αριστοτέλης, στα «Φυσικά» του, κάνει λόγο για πολλά βότανα που απαντώντο στην οροσειρά του Τροόδους:
«...Βρέθηκε ότι στο νησί της Κύπρου υπάρχει ένα μεγάλο και ψηλό βουνό, ψηλότερο από όλα τα άλλα, που ονομάζεται Τρόγοδος, και εκεί βρίσκονται πολλά και διάφορα είδη βοτάνων που είναι χρήσιμα στην τέχνη της ιατρικής, και εάν επιχειρήσω να αναφέρω κάτι για το καθένα χωριστά, δεν θα με αρκέσει ο χρόνος...»
Μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, ο Γαληνός αναφέρεται στις θρεπτικές ιδιότητες της καππαρκάς της Κύπρου και παραθέτει και τον τρόπο διατήρησής της. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ιδιότητες της τρεμιθιάς αλλά και την παραγωγή λάδανου από φυτά ξισταρκάς και ακόμη ιδιότητες των καρπών της κουρτουνιάς. Επίσης ο Διοσκουρίδης αναφέρει θεραπευτικές ιδιότητες των φύλλων του κυπριακού καλαμιού αλλά και της φλούδας του, ενώ μνημονεύει και την μαντζουράνα της Κύπρου και τη σαψισ’ιά. Ο Θεόφραστος αναφέρει θεραπευτικές ιδιότητες του κυπριακού σκόρδου. Ο Αθήναιος μνημονεύει μεταξύ των βοτάνων την κυπριακή λαψάνα. Για κυπριακά φυτά από τα οποία παράγονταν αρώματα κάνουν επίσης λόγο ο Αθήναιος, ο Θεόφραστος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς.
Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρονται και ιστορίες σχετικές με τα θεραπευτικά βότανα, κάποτε και κωμικές, όπως η σχετική με το φυτό καλάδρωπος ή και μηλοπιπονιά, τον μανδραγόρα των αρχαίων Ελλήνων. Το φυτό αυτό, ετήσιο, που απλώνεται στο έδαφος, χωρίς κορμό, έχει ρίζα σαν καρότο αλλά πολύ μεγαλύτερη σε μήκος, που βυθίζεται βαθιά στη γη. Στη ρίζα αυτή αποδίδονταν θεραπευτικές μεν ιδιότητες, αλλά υπήρχε και η δοξασία ότι θα πάθαινε μεγάλο κακό όποιος θα ξερίζωνε τέτοιο φυτό. Έτσι, όταν ήθελαν να πάρουν την θεραπευτική του ρίζα, έδεναν το φυτό στην ουρά ή στο σαμάρι ενός ζώου, που το ανάγκαζαν να το τραβήξει και να το ξεριζώσει – το ζώο, όχι ο άνθρωπος.
Βλέπε λήμμα: Καλάδρωπος
Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα διάφορα βότανα δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για ιατρικούς σκοπούς. Έγινε ήδη αναφορά σε φυτό από το οποίο παρασκευαζόταν σαπούνι. Άλλα ήταν είδη που είχαν αποτρεπτικές ιδιότητες, τοποθετούνταν σε ρούχα για αντιμετώπιση του σκώρου, σε φαγητά, ακόμη σκεπάζονταν τα ανοίγματα δοχείων νερού για να διώχνουν τα έντομα, κλπ. Επίσης, σημαντική χρήση είχε στην όλη τέχνη της βυρσοδεψίας το ρούδι ή ρούβι (σουμάκι), που ήταν μάλιστα και σημαντικό εξαγωγικό είδος της Κύπρου έως και πρόσφατα, οπότε το κράτος όριζε και την περίοδο συγκομιδής. Άλλα είδη είχαν άλλες ιδιότητες, όπως βαφικά, κλπ.
Βλέπε λήμμα: Βυρσοδεψία
Σήμερα μερικά κυπριακά βότανα εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση, ιδίως όμως ως ροφήματα αλλά και ως αρτύματα στη μαγειρική. Μερικά είδη καλλιεργούνται και προσφέρονται στην αγορά είτε ως φάρμακα είτε ως καλλυντικά. Μεταξύ εκείνων που καλλιεργούν σήμερα και παράγουν κυπριακά βότανα, ιδίως αρωματικά, είναι και το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Παράγει, μεταξύ άλλων, δυόσμο, λεβάντα, ζαμπούκο, μαντζουράνα, λασμαρί, βασιλικό, άνθη μοσφιλιάς, θυμάρι, πιφάνη, σπατζιά, χαμομήλι, ρίγανη κ.α. Όλα αυτά έχουν και φαρμακευτικές ιδιότητες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια