Η γραφική παραδοσιακή φιγούρα του Κυπρίου βοσκού, χαρακτηριστική της κυπριακής υπαίθρου σε παλαιότερες εποχές, τείνει να εξαφανιστεί. Στην εποχή μας συναντούμε όλο και πιο λίγους να εξασκούν το πανάρχαιο επάγγελμα του βοσκού, αφού σήμερα η κτηνοτροφία έχει αναπτυχθεί με βάση νέες σύγχρονες μεθόδους. Όμως ο βοσκός ήταν εκείνος που κυριάρχησε στους κάμπους της Κύπρου αλλά και στα ορεινά μέρη του νησιού για πολλούς αιώνες, αφού το επάγγελμά του άρχισε να το εξασκεί από την προϊστορική ακόμη εποχή, μόλις ο άνθρωπος εξημέρωσε τα ζώα και τα έθεσε στην υπηρεσία του αντί να τα κυνηγά.
Στην Κύπρο ο βοσκός έβοσκε συνήθως πρόβατα και γίδια και, σπανιότερα, βόδια. Η ζωή του ήταν σκληρή και μοναχική. Συνήθως τριγυρνούσε στην ύπαιθρο, μόνος με το κοπάδι και τον σκύλο του, και τα βράδια κοιμόταν μαζί με τα ζώα του στη μάντρα. Στα ορεινά μέρη ο βοσκός είχε μάντρα καλοκαιρινή και μάντρα χειμερινή σε χαμηλότερο υψόμετρο. Μόνος, ή με τη βοήθεια της γυναίκας του, περιποιόταν τα ζώα του, τα άρμεγε, τα ξεγεννούσε, τα περιέθαλπε, τα κούρευε. Συνήθως ο ίδιος έφτιαχνε και χαλλούμια, αναράδες και άλλα προϊόντα σχετικά. Κατέβαινε στο χωριό του μόνο όταν υπήρχε λόγος.
Σήμερα ο Κύπριος βοσκός δεν έχει τη γραφικότητα του προγόνου του που διατηρούσε την παραδοσιακή του εμφάνιση μέχρι και πριν από λίγα χρόνια. Ο παραδοσιακός βοσκός, συνήθως εντελώς αγράμματος, είχε αναπτύξει μια δική του φιλοσοφική θεώρηση της ζωής και του κόσμου, σε άμεση σχέση με την φύση και το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούσε. Γνώριζε άριστα τις καιρικές συνθήκες κι ήταν σε θέση να κάνει πολύ καλή πρόγνωση του καιρού. Γνώριζε τη γη, τα ερπετά, τα πουλιά, τις πηγές, τα μονοπάτια, τα φυτά. Συνήθως ήταν και καλός λαϊκός τραγουδιστής, εξαιτίας της μοναξιάς του, που την καταπολεμούσε με το τραγούδι, το πιδκιαύλιν του (που το κατασκεύαζε ο ίδιος) και τον αυτοσχεδιασμό. Ανέπτυσσε μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα του, που τα καταλάβαινε και τον καταλάβαιναν.
Όταν έβγαινε για βοσκή, είχε μαζί τα απαραίτητα εφόδιά του, που ήταν: Η βέρκα του, την οποία διάλεγε και διακοσμούσε, χρησιμότατη για ν' ακουμπά, να κατευθύνει τα ζώα και να χρησιμοποιεί ως όπλο, κυρίως κατά των ερπετών που συναντούσε. Η βούρκα του, την οποία έντυνε με προβιά προβάτου και διακοσμούσε με χάντρες. Σ' αυτήν είχε το φαγητό του και το βλασσ΄ίν με το νερό ή το κρασί του. Οι ψηλές ποδίνες του ήταν επίσης απαραίτητες, μια και βάδιζε σε ανώμαλο έδαφος, ανάμεσα σε αγκάθια και χόρτα. Μαζί του είχε πάντα το τσ΄ιακκίν του (μικρό μαχαίρι) και το πιδκιαύλιν που τον συντρόφευε. Βασικότατος βοηθός και σύντροφος του ήταν ο σκύλος του.
Ο νεαρός βοσκός λεγόταν βοσκαρέτιν. Ασυνήθιστη δεν ήταν και η γυναίκα που ασκούσε το ίδιο επάγγελμα και λεγόταν βόσσ΄αινα.
Τα εισοδήματά του ήταν τα γαλακτοκομικά προϊόντα από τα ζώα του, το κρέας τους και το μαλλί τους.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια