Κυλινδρική συνήθως δοκός, από κορμό δέντρου, που εχρησιμοποιείτο για κατασκευή της στέγης στα παραδοσιακά κυπριακά σπίτια. Πληθ: Βολίτζ’ια, τα. Τοποθετούνταν με στερέωσή τους στις βολικότρυπες, στους δυο αντικρινούς τοίχους των δωματίων που έδιναν τη μικρότερη διάσταση. Αν το άνοιγμα μεταξύ των τοίχων ήταν πολύ μεγάλο, τότε χωριζόταν στα δυο είτε με καμάρα, είτε με πολύ μεγαλύτερη και ισχυρή δοκό (τη λεγόμενη vευκάν), που ετοποθετείτο στο κέντρο, οπότε το δωμάτιο λεγόταν δίχωρον.
Τα βολίτζ'ια τοποθετούνταν το ένα κοντά στο άλλο και παράλληλα μεταξύ τους, από τον ένα τοίχο μέχρι τον άλλο, ή από τους τοίχους μέχρι την κεντρική δοκό ή καμάρα. Συνήθως δεν καλύπτονταν στο κάτω μέρος με ταβάνι, γι’ αυτό και είναι ορατά στο εσωτερικό των σπιτιών. Εγκάρσια προς τα βολίτζ'ια και πάνω απ’ αυτά, τοποθετούνταν κλαδιά θάμνων και πιο πάνω σκλινίτζ'ια ή μαζιά για το κλείσιμο των κενών. Τέλος, απλωνόταν πάνω κι απ' αυτά πηλός σε δυο ή και τρία στρώματα. Η στέγη αυτή ονομάζεται δώμαν. Άλλοτε χρησιμοποιούνταν και κεραμίδια ή πλάκες, αφού τα ανοίγματα μεταξύ των βολιτζ'ιών κλείνονταν με σειρές από καλάμια ή με ψαθαρκές.
Τα καλύτερα βολίτζ'ια προέρχονταν από τον ευθύ κορμό λεύκας, κυπαρισσιού ή και πεύκου.
Η λ. βολίτζ’ιν προέρχεται μάλλον από την γαλλική volige (=πέταυρον, ξύλο έλατου).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια