Κόμης της Τριπόλεως, γιος του Βοημούνδου Στ' ο οποίος ήταν εξάδελφος του Ούγου Γ' της Κύπρου (1267-1284). Ο Ούγος μετά τον θάνατο του Βοημούνδου Στ' (Μάρτιος 1275), διεκδίκησε λόγω συγγενείας την κηδεμονία του ανήλικου Βοημούνδου Ζ'. Επειδή όμως η Τρίπολη, η μόνη μαζί με την Λαοδίκεια αστική κτήση της κομητείας (τέως πριγκιπάτου Τριπόλεως - Αντιοχείας ως τον Μάιο του 1268) σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες, ο Ούγος μη μπορώντας να συμφιλιώσει τα κόμματα και τις φατρίες, εγκατέλειψε την διεκδίκηση της κηδεμονίας του Βοημούνδου Ζ' και μετέβη στην ’κρα. Ωστόσο από την ’κρα ενήργησε με μεγαλοψυχία υπέρ του ανεψιού του όταν ο σουλτάνος της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς απαιτούσε από αυτόν το ήμισυ της Λαοδικείας. Ύστερα από επέμβαση του Ούγου στον Μπαϊμπάρς, με τον οποίο ο πρώτος είχε συνάψει ανακωχή στις 21/22.4.1272, ο Μαμελούκος σουλτάνος στις 4.7.1275 εγκατέλειψε την απαίτησή του, με αντάλλαγμα 20.000 δηνάρια ετήσιο φόρο από μέρους του νεαρού κόμητος, και την επιστροφή 20 Μουσουλμάνων αιχμαλώτων.
Στην ’κρα ο Ούγος ήλθε σε οξεία αντιδικία με τον μεγάλο μάγιστρο των Ναϊτών Γουλιέλμο ντε Μπωζιέ, που επεδίωκε τη στέψη του Καρόλου του Ανδηγαυικού της Σικελίας ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ αντί του Ούγου, που έφυγε αηδιασμένος στην Κύπρο (1276).
Ο Κάρολος στα 1277 ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (πλην της Σικελίας) και όρισε βαΐλο του τον Ροζέ ντε Σανσεβερίνο, ενώ υπήρχε ήδη ο βαΐλος του Ούγου Γ', Βαλιάν Ιβελίνος του Αρσούρ. Οι λίζιοι φεουδάρχες του βασιλείου δίστασαν για αρκετό διάστημα αν έπρεπε τώρα να ορκισθούν νομιμοφροσύνη στον Κάρολο διά του Σανσεβερίνο, αλλά ύστερα από μάταιες προσπάθειές τους να λάβουν άδεια ή σαφή απάντηση από τον Ούγο Γ', τον κύριο και βασιλέα τους, για το τι να πράξουν, ορκίσθηκαν πίστη στον Κάρολο˙ ανάμεσά τους κι ο Βοημούνδος Ζ' με κάποια καθυστέρηση.
Ο Ούγος εκδικήθηκε τους Ναΐτες για την πράξη τους να τον στερήσουν τον θρόνο της Ιερουσαλήμ, με κατάσχεση των περιουσιών τους στην Κύπρο (1279-1282). Αλλά στο μεταξύ στη Συρία, με το θάνατο του Μπαϊμπάρς και την άνοδο στην εξουσία της Αιγύπτου του Καλαούν (27.11.1227) οδήγησε σε νέες εχθροπραξίες παρά τη συνθήκη της 21/22.2.1272. Οι Μογγόλοι επανέρχονται υπέρ των Φράγκων (1280), και ο Καλαούν φοβούμενος τον φοβερό αυτό εχθρό των Μαμελούκων, που η παρουσία του έδωσε την ευκαιρία στους Ιωαννίτες του Μαργκάτ για λεηλασίες (Οκτ. 1280) και στον εμίρη Σορκόκ της Δαμασκού να αυτοανακηρυχθεί σουλτάνος (Απρ. 1280), έκαμε συμφωνία με τον τελευταίο (Ιούν. 1281) και δεκάχρονη ανακωχή με τους Ναΐτες και τους Ιωαννίτες ιππότες, (13 Μαΐου1281), καθώς και με τον Βοημούνδο Ζ' (16 Ιουλίου 1281).
Ο Σανσεβερίνο διατήρησε έξοχες σχέσεις με τον Καλαούν για λογαριασμό του βασιλιά Καρόλου του Ανδηγαυικού, και όταν οι Μογγόλοι ξαναήρθαν τον Σεπτέμβριο 1281 στη Συρία, λίγοι Φράγκοι τους υπεστήριξαν, αλλά πολλοί Αρμένιοι υπό τον βασιλιά τους Λέοντα Γ'. Καθώς ο Καλαούν επέστρεφε στην Αίγυπτο μετά την πύρρειον νίκη του κατά των Φράγκων στην Χομς ( Εμεσα) στις 29/30.10.1281, δέχθηκε τα συγχαρητήρια του Σανσεβερίνο μέσα στη γενική σιγή αδυναμίας των άλλων Φράγκων ηγεμόνων, περιλαμβανομένου του Βοημούνδου Ζ'. Κατά το χρονικό του ’γγλου Σιάνζυ, Ιωαννίτη, στη μάχη της Χομς ο Ούγος Γ' της Κύπρου ανεμένετο να συμμετάσχει ˙ οι Μαμελούκοι απέκοψαν τις επικοινωνίες των Φράγκων με τους Μογγόλους, έτσι που κανείς από αυτούς και ειδικά ο Βοημούνδος Ζ' δεν μπορούσε να επέμβει και να πολεμήσει κατά του Καλαούν. Κατά μερικούς ερμηνευτές η αποχή του Βοημούνδου Ζ' και του Ούγου Γ' δυνατό να οφειλόταν στο ότι δυνάμει της πρόσφατης ανακωχής (του θέρους του 1281) δεν ήταν υποχρεωμένοι να πολεμήσουν κατά του Καλαούν, διότι δεσμεύονταν από αυτήν. Αλλ' αυτό αφορά μόνο τον Βοημούνδο και όχι τον Ούγο, ο οποίος μόνο από την ανακωχή του Απριλίου 1272 μπορούσε να δεσμεύεται, όχι από εκείνη του θέρους του 1281 στην οποία δεν μετείχε.