Πρίγκιπας Αντιοχείας Τριπόλεως. Αδελφός της βασίλισσας της Κύπρου Πλαιζάνς, που είχε μείνει χήρα στα 1253 με τον θάνατο του συζύγου της Ερρίκου Α' και αναλάβει την κηδεμονία του ανήλικου γιου τους Ούγου Β' και την αντιβασιλεία της Κύπρου προωθώντας τον γάμο της με τον Βαλιάν Ιβελίνο, μεγάλο γιο του Ιωάννη Ιβελίνου του Αρσούρ, βαΐλου και κοντοστάβλη της Ιερουσαλήμ. Κατά την 1η Φεβρουαρίου 1258 ο Βοημούνδος ΣΤ' έφθασε από την Τρίπολη στην Άκρα μαζί με την αδελφή του και το γιο της, με σκοπό να αποκαταστήσει την τάξη στην πόλη, όπου μαινόταν ο πόλεμος της Αγίας Σαμπά, που άρχισε με την έριδα Βενετών και Γενουατών για την κατοχή της ομώνυμης εκκλησίας στην Άκρα και διαίρεσε τον πληθυσμό της. Τεμπλάροι (Ναΐτες), Βενετοί και Πισάτες, κατά Ιωαννιτών, Γενουατών και Ισπανών. Σε γενική συνέλευση των ευγενών, των στρατιωτικών ταγμάτων, των κοινοτήτων και των αστών της Άκρας, ο Βοημούνδος παρουσίασε την απαίτηση του Ούγου στην κληρονομιά του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, και της Πλαιζάνς στη θέση του βαΐλου του βασιλείου. Οι δυο απαιτήσεις υποστηρίχθηκαν ένθερμα από τον Ιωάννη Ιβελίνο, κόμητα της Γιάφφας και τον μεγάλο μάγιστρο των Ναϊτών. Το πρώτο αίτημα έγινε δεκτό από μερικούς συνέδρους· έτσι ορκίστηκαν νομιμοφροσύνη στον νεαρό Ούγο οι μάγιστροι των Ναϊτών και του Τευτονικού τάγματος, οι κοινότητες των Βενετών και των Πισατών, και οι ιππότες του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, ως κληρονόμο και κύριο του βασιλείου. Αντίθεση στο αίτημα εξέφρασαν ο μεγάλος μάγιστρος των Ιωαννιτών και οι κοινότητες των Γενουατών και των Ισπανών, από έχθρα στο αντίθετο «κόμμα» της πόλης —που υπεστήριζε το πρώτο αίτημα. Πρόβαλε όμως ως πρόφαση το ότι ο θρόνος της Ιερουσαλήμ ανήκε στον Κουραδίνο, γιο του αυτοκράτορα Κουραδίνου Δ' που είχε πεθάνει στις 21 Μαϊου 1254 και τον διεκδικούσε από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' της Γερμανίας, που είχε επίσης πεθάνει στις 13 Δεκεμβρίου 1250. Η θέση του βαΐλου του βασιλείου δόθηκε ομόθυμα στην Πλαιζάνς, που διόρισε αντικαταστάτη της τον ως τότε βαΐλο, Κύριο του Αρσούρ, Ιωάννη Ιβελίνο. Οι δυο αποφάσεις της γενικής συνέλευσης στην Άκρα δεν μπόρεσαν να επιφέρουν ειρήνη ανάμεσα στις φατρίες στην πόλη, όπως ήλπιζε ο Βοημούνδος, που γι' αυτό ύστερα από αυτές πήρε την αδελφή του και τον γιο της Ούγο στην Τρίπολη, απ’ όπου οι δυο τελευταίοι επέστρεψαν στην Κύπρο. Αλλά ο Βοημούνδος προτού εγκαταλείψει την Άκρα έδωσε εντολές στον βαΐλο Ιωάννη Ιβελίνο του Αρσούρ να τηρήσει άκρως αυστηρή στάση έναντι των αντιφρονούντων (Ιωαννιτών, Γενουατών και Ισπανών) με την υποστήριξη σώματος 800 Γάλλων στρατιωτών που του άφησε γι' αυτό τον σκοπό. Η ενέργεια αυτή φαίνεται ότι συνέβαλε στη συμφιλίωση Βοημούνδου και Ιωάννη, που βρίσκονταν σε ρήξη από την εποχή του γάμου (ή αρραβώνα κατά μερικές ερμηνείες) της Πλαιζάνς με τον γιο του Ιωάννη, Βαλιάν, που ο πάπας δεν είχε εγκρίνει, και τώρα ακριβώς διαλύθηκε. Ο θάνατος του Ιβελίνου, που τον διαδέχθηκε ο Ζοφρουά ντε Σεργίν(1.5. 1254), και της ίδιας της Πλαιζάνς (Σεπτ. 1261) δημιούργησε νέα προβλήματα που απασχόλησαν αρκετά τον Βοημούνδο Στ', αλλά εφεξής το πιο μεγάλο του πρόβλημα ήταν η αντιμετώπιση των Αιγυπτίων Μαμελούκων. Όταν οι Γενουάτες εκδιώχθηκαν από την Άκρα στην Τύρο (1257 - 1258) με τη βοήθεια του στρατιωτικού σώματος του Βοημούνδου Στ', αντέδρασαν, αφενός βοηθώντας τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη (1261) καταλύοντας το φραγκικό κράτος που είχε προκύψει μετά την Δ' Σταυροφορία, και αφετέρου συμμαχώντας με τον σουλτάνο της Αιγύπτου Μπαϊμπάρς Μπουντουκνταρί, που είχε αναλάβει τον θρόνο σκοτώνοντας τον Κουτούζ. Στο χώρο της Εγγύς Ανατολής κύριο αντίπαλο είχαν τους αντιισλαμικούς και χριστιανόφιλους (ακόμη) Μογγόλους του Χουλαγκού. Ενώ ο Βοημούνδος Στ', ο πενθερός του βασιλιάς Χεϋτόν Α' της Κιλικιανής Αρμενίας και αργότερα ο Ούγος Γ' της Κύπρου βλέποντας ευρύτερα, όπως και ο Άγιος Λουδοβίκος της Γαλλίας, υποστήριζαν συμμαχία με τους Μογγόλους για αντιμετώπιση του Ισλάμ, οι Φράγκοι της Άκρας δεν εμπιστεύονταν τους Μογγόλους, ακόμη και μετά την συμμαχία των Γενουατών με τους Αιγυπτίους. Ενώ προ του θανάτου του Κουτούζ οι Ακρηνοί είχαν διαπραγματευθεί μαζί του αντιμογγολική συμμαχία, τώρα στον Μπαϊμπάρς υποσχέθηκαν ουδετερότητα και ελεύθερη διάβαση του στρατού του δια μέσου των εδαφών τους προς την Μικρά Ασία. Ο Μπαϊμπάρς βρισκόταν σε φιλική επικοινωνία με τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, που ήδη σχεδίαζε ανάκτηση της Κύπρου, και κατηγορούσε τους Κυπρίους Φράγκους ότι συνέλαβαν πλοία του που μετέφεραν απεσταλμένους του στην Κωνσταντινούπολη, απ' όπου περνούσε το τεράστιο δουλεμπόριο που ανεφοδίαζε τον στρατό της Αιγύπτου με «Μαμελούκους» στρατιώτες υψηλής ποιότητας από τη νότιο Ρωσία και τον Καύκασο. Επειδή ο Μπαϊμπάρς ελλείψει στόλου δεν μπορούσε να επιτεθεί κατά της Κύπρου, εστράφη κατά του Βοημούνδου Στ', θείου του βασιλιά Ούγου Β' της Κύπρου και επέδραμε κατά του λιμανιού της Σελευκείας, πολιόρκησε δε την Αντιόχεια για λίγο, ωσότου η προσέγγιση των Μογγόλων έτρεψε τον στρατό του σε φυγή (1262). Αλλά στα 1263 ο Μπαϊμπάρς επετέθη αιφνιδιαστικά κατά της Άκρας, πιθανώς σε συνεργασία με τους Γενουάτες και τον σύμμαχό τους Φίλιππο ντε Μονφόρ, άρχοντα της Τύρου, όπου είχαν καταφύγει από την Άκρα στα 1258, και συνέχισε τις επιθέσεις του και σ' άλλες φραγκικές πόλεις και φρούρια της Συρίας και Παλαιστίνης, καταλαμβάνοντας πολλά απ' αυτά διαδοχικά. Στις 28.3.1268 κατέλαβε την Γιάφφα και τον Απρίλιο το φρούριο των Ναϊτών Μπωφόρ στο νότιο Λίβανο. Κατά τον Μάιο του 1268 κατέλαβε την Αντιόχεια σφάζοντας και λεηλατώντας αμείλικτα, κι έτσι έθεσε τέρμα στο πριγκιπάτο της Αντιοχείας. Εφεξής ο Βοημούνδος Στ' έπαυσε να είναι πρίγκιπας της Αντιόχειας κι έμεινε μόνο κόμης της Τριπόλεως. Αυτό εξασθένισε πολύ τη θέση της Κύπρου και όταν ο Ούγος Γ' της Κύπρου ήλθε στην Άκρα μετά την πτώση της Γιάφφας, για να διεκδικήσει τον θρόνο της Ιερουσαλήμ, ασχολήθηκε με τη συμφιλίωση των φραγκικών φατριών της Άκρας, όπου πέτυχε την επάνοδο των Γενουατών. Ωστόσο όταν έπεσε η Αντιόχεια επεδίωξε ειρήνη με τον Μπαϊμπάρς και συνήψε ανακωχή μαζί του τον Ιούλιο του 1268, που διήρκεσε λίγο. Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν, και στις 8 Απριλίου 1271 το οχυρότατο φρούριο των Ιωαννιτών Krak des Chevaliers Kalat al -Hosn έπεσε στα χέρια του. Η άφιξη του πρίγκιπα Εδουάρδου της Αγγλίας στην Άκρα στις 9 Μαϊου 1271, με μόλις 1.000 άνδρες και μικρό στόλο που ανεφοδιάστηκε στην Κύπρο, έδωσε κυρίως ηθική ενίσχυση στους Φράγκους, και γι' αυτό τότε ο κόμης Βοημούνδος Στ' της Τριπόλεως δεν βρήκε άλλη διέξοδο από το να συνάψει ειρήνη με τον Μπαϊμπάρς, που παρ' όλα αυτά στις 12 Ιουνίου 1271 την παραβίασε καταλαμβάνοντας το φρούριο των Τευτόνων ιπποτών Μονφόρ, μετά πολιορκία μιας εβδομάδας. Ύστερα από αυτό ο Μπαϊμπάρς δοκίμασε να μεταφέρει τον πόλεμο στην ίδια την Κύπρο με μικρό στόλο 14 πλοίων βαμμένων μαύρων κατά το χριστιανικό έθος και με σημαίες σταυροφοριακές αναπεπταμένες, υπό τον ναύαρχο Ιμπν Χασούν. Ο στόλος έφθασε στη Λεμεσό όταν ο Ούγος απουσίαζε από το νησί για συνεννοήσεις με τον Εδουάρδο και τον Βοημούνδο Στ' για σχέδια συμμαχίας με τους Μογγόλους. Η επίθεση απέτυχε, ο στόλος ναυάγησε κοντά στη Λεμεσό και 1.800 από τα μέλη των πληρωμάτων αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Τύρο και κατόπιν στην Άκρα, απ' όπου πλείστοι έφυγαν δωροδοκώντας τους φρουρούς τους!
Η συμμαχία με τους Μογγόλους δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα διότι ο διάδοχος του Χουλαγκού, Αμπαγά, είχε πολλά προβλήματα εσωτερικά, που του επέτρεψαν μόνο μια αστραπιαία επιχείρηση με 10.000 ιππείς εναντίον των Μαμελούκων στην Συρία, χωρίς μόνιμα επιτεύγματα. Με τις πενιχρές τους δυνάμεις ο Ούγος και ο Εδουάρδος έκαμαν ακόμη πιο ασήμαντες επιχειρήσεις, ενώ του Βοημούνδου η συμμετοχή σ' αυτές δεν αναφέρεται. Ο Εδουάρδος στις 12 Ιουλίου 1271 επέδραμε στη Λύδδα, λεηλατώντας, αλλά οι δυνάμεις του απεσύρθησαν στην Άκρα λόγω υψηλής θερμοκρασίας και διάρροιας από τα πολλά φρούτα και το μέλι. Πιο πετυχημένη ήταν μια κοινή επιδρομή του Εδουάρδου και του Ούγου κατά της Κάκο, νοτιοανατολικά της Καισαρείας, όπου σκότωσαν πολλούς Τουρκομάνους στις 23 Νοεμβρίου 1271 και έπιασαν πολλά ζώα. Η απροθυμία των Κυπρίων ευγενών να συμμετάσχουν σε υπερπόντιες εκστρατείες του βασιλιά τους, προκαλούσε αδυναμίες στις στρατιωτικές του προσπάθειες. Ευτυχώς για τους Ούγο και Εδουάρδο, ο Μπαϊμπάρς φοβούμενος τους Μογγόλους συνήψε ανακωχή 10 ετών, 10 μηνών, 10 ημερών και 10 ωρών, στις 21/22 Απριλίου του 1272, αν και προσπάθησε να την παραβεί με απόπειρα κατά της ζωής του Εδουάρδου (1 Ιουνίου 1272). Ο Μπαϊμπάρς αρνήθηκε ότι οργάνωσε την απόπειρα. Η ανακωχή, αν και κάλυπτε μόνο την Άκρα και τον δρόμο προς τη Ναζαρέτ, οδήγησε στη λήξη της σταυροφορίας και τη διακοπή της συνεργασίας Εδουάρδου και Βοημούνδου. Ο Εδουάρδος αναχώρησε στις 2 Σεπτεμβρίου 1272 για την Αγγλία.
Ο Βοημούνδος πέθανε κατά τον Μάρτιο του 1275 χωρίς άλλες δραστηριότητες σχετικές προς την Κύπρο.