Το μηρυκαστικό αυτό ζώο απαντάται σε αρκετά είδη από τα οποία θεωρούνται κατοικίδια κυρίως δυο, της υποοικογένειας των Bovinae. Είναι: α) το είδος Bos taurus, ο κοινός βους της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας, και β) το είδος Bos indicus, γνωστό ως ζέμπου, με προέλευση τη Νοτιοανατολική Ασία.
Με την ονομασία βόδι, στην ευρύτερή της έννοια, υποδηλώνονται το αρσενικό (ταύρος), το θηλυκό (αγελάδα), το πολύ νεαρό (μοσχάρι) και το νεαρό ζώο (δαμάλι).
Στην Κύπρο, όπως αποδεικνύεται από αρχαιολογικά ευρήματα, το βόδι είχε εξημερωθεί κι είχε χρησιμοποιηθεί για γεωργικές εργασίες στην υπηρεσία του αγρότη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού και, τουλάχιστον, πριν από το 2000 π.Χ. Η περίφημη σκηνή αροτριάσεως με βόδια που βρέθηκε στους Βουνούς είναι ένα από τα πιο σημαντικά αποδεικτικά ευρήματα για χρησιμοποίηση του ζώου αυτού από τον προϊστορικό Κύπριο.
Έκτοτε, η χρησιμοποίηση του βοδιού από τον Κύπριο αγρότη συνεχίστηκε αδιάλειπτα και χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε τα γεωργικά μηχανήματα και τα άλλα μέσα της σύγχρονης εποχής το εκτόπισαν.
Κατά την αρχαιότητα, η εξημέρωση και επιστράτευση του βοδιού στις γεωργικές εργασίες απετέλεσε σημαντική εξέλιξη που έδωσε μεγάλη ώθηση στην γεωργία και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή κι αυτού τούτου του τρόπου ζωής του Κυπρίου, ο οποίος εγκατέλειψε τη βασική του απασχόληση, το κυνήγι, και στράφηκε προς τη γεωργοκτηνοτροφία. Το βόδι απάλλαξε τον προϊστορικό Κύπριο αγρότη από την χειρωνακτική όσο κι επίπονη εργασία στα χωράφια και του έδωσε τη δυνατότητα να καλλιεργεί πιο εύκολα πολύ μεγαλύτερες εκτάσεις γης. Τούτο σήμαινε και ουσιαστική αύξηση της παραγωγής, με ευεργετικά αποτελέσματα σ' ό,τι αφορούσε τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής του.
Βλέπε λήμμα: Αγροτική ζωή
Οι κύριες γεωργικές εργασίες στις οποίες χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο το βόδι για πάνω από 4000 συνεχή χρόνια, ήταν:
Κατά τη Βυζαντινή εποχή και κατά τη Φραγκοκρατία, ο αριθμός των βοδιών για καλλιέργειες που κατείχαν οι Κύπριοι πάροικοι ήταν τόσο σημαντικός, ώστε αυτός καθόριζε και την κατηγορία στην οποία εντάσσονταν. Έτσι, οι πάροικοι διακρίνονταν σε ζευγαράτους, σε βοϊδάτους και σε πεζούς. Ανάλογη ήταν και η έκταση της γης που έπρεπε να καλλιεργούν.
Εκτός βέβαια από τη χρησιμοποίηση του ζώου σε γεωργικές εργασίες, τούτο εκτρεφόταν και εκτρέφεται στην Κύπρο και για το κρέας, το γάλα του κλπ.
Ωστόσο κατά την αρχαιότητα τα βόδια της Κύπρου φαίνεται ότι είχαν κακή φήμη, αφού αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σ' αυτά με όχι κολακευτικά σχόλια. Μεταξύ αυτών, ο Αχιλλεύς Τάτιος λέει ότι τα κυπριακά βόδια έχουν άσχημα κέρατα. Ο Διογενιανός, ο Ησύχιος και ο Σουίδας αναφέρουν ότι τα βόδια της Κύπρου τρέφονται με κόπρανα. Ο κωμικός Αντιφάνης διευκρινίζει, σε απόσπασμα έργου του που διέσωσε ο Αθήναιος, ότι η ίδια η θεά Αφροδίτη ανάγκασε τα βόδια της Κύπρου να τρώνε την κοπριά, γιατί αγαπούσε περισσότερο τους χοίρους του νησιού της. Έτσι, κατά την αρχαιότητα, η φράση κυπριακό βόδι (βοῦς κύπριος) εχρησιμοποιείτο ως υποδηλωτική για άχρηστους ή και χυδαίους ανθρώπους, όπως αναφέρουν οι πιο πάνω αρχαίοι συγγραφείς.
Στην Κύπρο, όπως συμβαίνει με πολλά είδη κατοικίδιων ζώων, έτσι και το βόδι ταξινομήθηκε από τους χωρικούς σε διάφορες κατηγορίες, με ανάλογες ονομασίες, συνήθως εξαιτίας της εμφάνισής του. Απαντώνται πάνω από 50 ονομασίες βοδιών που βρίσκονταν σε χρήση στην κυπριακή ύπαιθρο σε παλαιότερες εποχές. Αναφέρουμε μερικές χαρακτηριστικές:
Μαύρος, κότσ’ινος, μέλισσος, πάτσαλος, μαυροπάτσαλος (ανάλογα με το χρώμα του), τρούλλος (με όρθια κέρατα), καύκαρος (χωρίς κέρατα), τσ'ιάτταλος (με μακριά πισινά πόδια), σπαθκιάς (χωρίς κοιλιά), σσ'υφτούρης (που περπατά σκυφτά), παπουτσάς (με πλατιά νύχια), τζ'οιλιάρης (με μεγάλη κοιλιά), ασπρόγλωσσος κλπ.
βοδιού λατρεία: Διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι το βόδι (κυρίως ο αρσενικός ταύρος) λατρεύτηκε στην Κύπρο τουλάχιστον από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2300-1900 π.Χ.), όταν το ζώο εξημερώθηκε και πρόσφερε σημαντικότατη εξυπηρέτηση στον άνθρωπο. Η λατρεία του βοδιού φαίνεται ότι είχε συνδεθεί με την προϋπάρχουσα χθόνια λατρεία της θεάς Μητέρας, που συνδέθηκε επίσης και με τη λατρεία του ιερού φιδιού.
Βλέπε λήμμα: Εποχή του χαλκού
Η μυστηριακή αυτή λατρεία της Γονιμότητας και του Θανάτου σχετιζόταν άμεσα με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και γενικότερα με την παραγωγή της γης, απ' όπου ο άνθρωπος εξασφάλιζε τα μέσα διατροφής και ένδυσής του, απ' όπου δηλαδή εξαρτάτο κατά τον μεγαλύτερο βαθμό η επιβίωσή του.
Βλέπε λήμμα: Γεωργία
Τη λατρεία του ταύρου αποδεικνύουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, με πιο σημαντικό ένα εξαίρετο πήλινο ομοίωμα ιερού τεμένους στο οποίο εικονίζεται σκηνή από κάποια ειδική ιεροτελεστία.
Βλέπε περιγραφή του ευρήματος στο λήμμα: Βουνοί
Τα βόδια ήταν από τα ζώα εκείνα που θυσιάζονταν και προσφέρονταν στους θεούς. Για βουθυσίαν μιλά αρχαία επιγραφή που βρέθηκε στον Άγιο Θεόδωρο Καρπασίας, βάσει της οποίας συμπεραίνουμε ότι σε κάποιο στάδιο οι προσφορές θυσιασμένων βοδιών στους θεούς ήταν ετήσιος θεσμός.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια