Λέγεται και φλασσ'ίν. Είδος κολόκας. Αποξηραμένος καρπός της κολοκυθιάς, σε σχήμα δοχείου με μακρύ λαιμό. Ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία εχρησιμοποιείτο σε παλαιότερες εποχές ως βασικό δοχείο για μεταφορά υγρών και κυρίως κρασιού, από τους χωρικούς στα χωράφια ή σε οδοιπορίες.
Η επεξεργασία του γινόταν ως εξής: Αφού ο καρπός ωρίμαζε, τον έκοβαν και τον κρεμούσαν μέχρι να ξεραθεί. Τότε έπαιρνε ένα ωραίο κίτρινο χρώμα. Αφού έκοβαν κι άνοιγαν το στόμιο στο επάνω μέρος του λαιμού, έριχναν στο εσωτερικό του πετραδάκια και το κουνούσαν. Τα πετραδάκια με το γερό κούνημα έκοβαν την ψίχα και τους πολλούς κολοκυθόσπορους στο εσωτερικό, που έτσι αφαιρούνταν. Μετά το βλασσ'ίν πλενόταν καλά, τα εσωτερικά του τοιχώματα επιχρίζονταν με ειδική πίσσα, και εχρησιμοποιείτο ως δοχείο για υγρά.
Το ίδιο, κοβόταν άλλοτε κατά μήκος, οπότε έδινε μεγάλη κουτάλα που εχρησιμοποιείτο στη μπουγάδα, σε άντληση κρασιού από το πιθάρι κ.ά.
Το βλασσ'ίν, απαραίτητο αντικείμενο στη βούρκα του βοσκού, συνήθως διεκοσμείτο με ποικίλα συμμετρικά σχήματα που χαράσσονταν με κοφτερό μαχαίρι. Σήμερα το διακοσμημένο βλασσ'ίν (η διακόσμηση του γίνεται με την τεχνική της πυρογραφίας), είναι ένα από τα χαρακτηριστικά δείγματα κυπριακής λαϊκής τέχνης και προσφέρεται κυρίως στους τουρίστες.
Η λ. βλασσ’ίν προήλθε από τη βυζαντινή φλάσκα, φλασκί (αγγείο), της οποίας η προέλευση είναι από τη λατινική flasca (αγγείο). Η λ. φλασκί, φλασσ'ί εχρησιμοποιείτο και στην Κύπρο κατά τη Βυζαντινή εποχή με την ίδια σημασία. Λόγω του κίτρινου χρώματος του βλασσ’ιού, επεκράτησε επίσης η φράση «έγινεν τζ'ίτρινος βλασσ'ίν (ή φλασσ'ίν)», και «εβλάσσ'ιασεν» (κιτρίνισε).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια