Ο βιολιτζής, λαϊκός οργανοπαίκτης στην Κύπρο, απαραίτητος σε παλαιότερες εποχές σε κάθε γάμο και σε κάθε λαϊκό γλέντι. Συνήθως συνοδευόταν από τον λαουτάρην που έπαιζε το λαγούτο ως βοηθητικό του βιολιού.
Τόσο ο βκιολάρης όσο κι ο λαουτάρης δεν είχαν συνήθως μουσική κατάρτιση ή σχετικές θεωρητικές και άλλες γνώσεις, παρά μόνο μουσικό ταλέντο. Αυτοδίδακτοι, μάθαιναν μερικά βασικά πράγματα από παλαιότερους οργανοπαίκτες και συνέχιζαν την παράδοση. Έπαιζαν όλους τους λαϊκούς σκοπούς, αυτοσχεδίαζαν, και συνόδευαν με το όργανό τους, τους λαϊκούς χορευτές και τραγουδιστές.
Σε τελετές σημαντικές για την κλειστή μικρή κοινωνία των κυπριακών χωριών, όπως ο γάμος, ο βκιολάρης διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο για αρκετές ημέρες: Με το βιολί του, και παίζοντας προκαθορισμένους για κάθε περίπτωση σκοπούς, θα συνόδευε τα προικιά της νύφης, την ετοιμασία παραδοσιακών εδεσμάτων όπως το ρέσιν, το στόλισμα του κρεβατιού, το ξύρισμα και το ντύσιμο του γαμπρού, το στόλισμα της νύφης, την πομπή προς και από την εκκλησία, θα έπαιζε τους σκοπούς του στο γλέντι που θ' ακολουθούσε, θα συνόδευε με το βιολί του και τις λοιπές τελετές μετά τον γάμο, όπως τα ξημερώματα κλπ. Σε πανηγύρια και σε άλλες εκδηλώσεις θα έπαιζε τους κυπριακούς χορούς, αντρικούς και γυναικείους, και θα συνόδευε τους λαϊκούς ποιητές σε διαγωνισμούς τσ'ιαττισμάτων. Πολύ συχνά, ο ίδιος ο βκιολάρης ήταν και ο τραγουδιστής. Σε τέτοιες τελετές είχε μπροστά του ένα πιάτο μέσα στο οποίο οι συνδαιτυμόνες έριχναν νομίσματα για να τον «πλουμίσουν», κι αυτή ήταν η βασική του αμοιβή που την μοιραζόταν με τον λαουτάρην. Πολλές φορές, όταν κατόρθωνε να δημιουργήσει με το βιολί του το κέφι, τον «πλούμιζαν» κολλώντας στο μέτωπό του και χαρτονομίσματα.
Βλέπε λήμμα: Δημοτική μουσική και χορός
Επειδή σε τέτοιες τελετές ο βκιολάρης ήταν απαραίτητος, όταν ένα χωριό δεν διέθετε δικό του, φρόντιζε να φέρει τον βκιολάρην κάποιου διπλανού χωριού ή ακόμη και από πιο μακρινά χωριά. Έτσι, υπήρχαν και περιοδεύοντες βκιολάρηδες.
Ακόμη, σε πολλές περιπτώσεις ο βκιολάρης συμμετείχε και σε εκκλησιαστικές τελετές, όπως στο γύρισμα του επιταφίου στους δρόμους του χωριού, στα τραγούδια και στα παιγνίδια της Ανάστασης κ.ά. Σε πολλά χωριά συνήθιζε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι για να ξυπνήσει τους χωριανούς να πάνε στην εκκλησία για τη λειτουργία της Ανάστασης, για να τραγουδήσει το τραγούδι της φλαούνας ή το τραγούδι του Λαζάρου. Στις περιπτώσεις αυτές αμειβόταν σε είδος (αυγά, φλαούνες κ.ά.).
Κατά την εντελώς πρόσφατη εποχή ο ρόλος του βκιολάρη και των λοιπών λαϊκών οργανοπαικτών έχει περιοριστεί στο ελάχιστο και σήμερα μόνο πολύ σπάνια θα τον συναντήσουμε να συμμετέχει σε παραδοσιακές εκδηλώσεις. Θα τον βρούμε συνηθέστερα να συμμετέχει σε οργανωμένα συγκροτήματα που προσπαθούν να συντηρήσουν την κυπριακή λαϊκή παράδοση, τα ήθη και έθιμα του τόπου και τις γιορτές παλαιότερων εποχών. Εποχών κατά τις οποίες οι ξένες μουσικές και άλλες επιδράσεις δεν είχαν ούτε τον τρόπο ούτε και τα τεχνικά μέσα για να εισβάλουν στην Κύπρο, εποχών των οποίων ο βκιολάρης αποτελούσε μια αγνή, όσο και σημαντική έκφραση.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια