Σχέδιο λύσης του Κυπριακού ζητήματος που υποβλήθηκε στην τελική του μορφή το τέλος Μαρτίου του 2004 και παρέμεινε γνωστό με το όνομα του τότε γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ο οποίος και το είχε υποβάλει. Το Σχέδιο αυτό προκάλεσε το μοναδικό επίσημο δημοψήφισμα που έγινε ποτέ στην Κύπρο (εκείνο του 1950 και εκείνο του 1921 δεν ήσαν επίσημα), προκάλεσε δε στο νησί τεράστιο θέμα αντιπαραθέσεων και διαφωνιών, ενώ είχε και σοβαρό διεθνή αντίκτυπο.
Το Σχέδιο Ανάν υπήρξε το πλέον ολοκληρωμένο και το πλέον λεπτομερές από όλα τα Σχέδια λύσης του Κυπριακού που προηγήθηκαν και προτάθηκαν κατά καιρούς από διάφορες κατευθύνσεις και, συνήθως, περιελάμβαναν μόνο γενικές ιδέες, εισηγήσεις και αρχές. Το Σχέδιο Ανάν, μαζί με όλες τις λεπτομερείς μελέτες όλων των πτυχών του προβλήματος που το συνόδευαν, καλύπτει μία έκταση πέραν των 10.000 σελίδων. Ήταν δε το αποτέλεσμα μακρών επαφών και διαβουλεύσεων μεταξύ αξιωματούχων και απεσταλμένων του ΟΗΕ, αξιωματούχων ξένων κυβερνήσεων (όπως της Βρεττανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών) και των εντεταλμένων αντιπροσώπων της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς. Διαμορφώθηκε δε επί κυβερνήσεως Γλαύκου Κληρίδη. Για τη σύνταξη τόσο του Σχεδίου όσο και των συνοδευτικών μελετών επιστρατεύθηκαν από τον ΟΗΕ πολλοί ειδικοί από διάφορες χώρες.
Στο μεταξύ στην Κύπρο διεξήχθησαν στις 16 Φεβρουαρίου 2003 προεδρικές εκλογές. Ενόψει των αναμενόμενων εξελίξεων, ο πρόεδρος Κληρίδης, που συμπλήρωνε θητεία 10 χρόνων, ζήτησε από το λαό την επανεκλογή του, έστω και για διάστημα μόνο 16 μηνών, προς συνέχιση του χειρισμού του όλου εθνικού θέματος, καθώς μάλιστα και η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο ΟΗΕ εργάζονταν εντατικά για διευθέτηση του Κυπριακού πριν από την 1η Μαΐου 2004. Τις προεδρικές εκλογές κέρδισε ο Τάσσος Παπαδόπουλος, που ανέλαβε τη σκυτάλη. Λίγο μόνο μετά την εκλογή του, κλήθηκε από τον γενικό γραμματέα σε συνάντηση μαζί του και με τον Ραούφ Ντενκτάς στη Χάγη. Εκεί, στις 10 Μαρτίου 2003, ο γενικός γραμματέας ζήτησε από τους δύο συνομιλητές να θέσουν το σχέδιό του ενώπιον του λαού για έγκριση, σε χωριστά δημοψηφίσματα. Την επομένη, 11 Μαρτίου, ο Κόφι Ανάν ανακοίνωσε αποτυχία της ειρηνευτικής διαδικασίας λόγω άρνησης του Ντενκτάς να παραπέμψει το προτεινόμενο σχέδιο σε δημοψήφισμα, αλλά και λόγω αντιρρήσεών του σε βασικά σημεία του σχεδίου. Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος απεδέχθη την πρόταση, υπό προϋποθέσεις, ότι δηλαδή το νομικό πλαίσιο θα μπορούσε να διασφαλίσει βιώσιμη και διαρκή διευθέτηση του ζητήματος και ότι οι πτυχές του σχεδίου οι σχετικές με την ασφάλεια θα επιλύονταν και μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων, δηλαδή Ελλάδας και Τουρκίας
Το Σχέδιο, βάσει συμφωνίας που είχε γίνει, ετέθη ενώπιον του λαού που κλήθηκε να το εγκρίνει με ένα «ναι» ή ένα «όχι», σε χωριστά δημοψηφίσματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που διεξήχθησαν την ίδια ημέρα, στις 24 Απριλίου 2004. Προηγήθηκαν πολλές συγκεντρώσεις, συζητήσεις και αναλύσεις του Σχεδίου, που περιελάμβαναν και σειρές προγραμμάτων σε ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ιδίως στην πλευρά των Ελληνοκυπρίων το Σχέδιο προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις και διαξιφισμούς. Η ανάμειξη των πολιτικών κομμάτων υπήρξε εντονότατη, καθώς τα τρία μεγάλα κόμματα τάχθηκαν τελικά κατά του Σχεδίου δηλαδή ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, Σ.Κ. ΕΔΕΚ και μόνο ένα υπέρ ο ΔΗΣΥ. Τα μικρότερα κόμματα τάχθηκαν άλλα κατά και άλλα υπέρ. Το ΑΚΕΛ αρχικά είχε τοποθετηθεί υπέρ του σχεδίου κάτι που διαφάνηκε μέσα από αποφάσεις της Γραμματείας και του Πολιτικού Γραφείου. Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια μιας μαραθώνιας συνεδρίας της Κεντρικής Επιτροπής η οποία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, η Γραματεία του Κόμματος με επικεφαλής τους Δημήτρη Χριστόφια και Νίκο Κατσουρίδη καθοδήγησαν το κόμμα στην υπερψήφιση του ΟΧΙ. Την ίδια στιγμή και ο ΔΗΣΥ αντιμετώπισε προβλήματα διάσπασης αφού στελέχη του όπως οι Δημήτρης Συλλούρης, Πρόδρομος Προδρόμου και Ρίκος Ερωτοκρίτου διαχώρισαν τη θεση τους και στη συνέχεια διαγράφτηκαν. Σταθερά υπέρ της στήριξης του σχεδίου Ανάν τάχθηκαν οι Γλαύκος Κληρίδης, Νίκος Αναστασιάδης και Αλέκος Μαρκίδης. Υπέρ του σχεδίου τάχθηκε επίσης ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιώργος Βασιλείου.
Ο προσφυγικός κόσμος, καθώς και η Εκκλησία και οι διάφορες οργανώσεις αλλά και φορείς, πήραν επίσης θέση, στην πλειοψηφία τους κατά του Σχεδίου. Στο όλο ζήτημα της έγκρισης ή απόρριψης του Σχεδίου αναμείχθηκαν, αλλά όχι κατά τρόπο απόλυτα άμεσο, και οι κυβερνήσεις και πολιτικά κόμματα της Ελλάδας και της Τουρκίας, ενώ ζωηρό ενδιαφέρον επέδειξε και η Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον μάλιστα το Σχέδιο είχε προταθεί κατά τις παραμονές της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαΐκη Ένωση. Η Ευρώπη ευνοούσε, προφανώς, την κατάληξη μιας συμφωνίας στο Κυπριακό πριν από την ένταξη της Κύπρου, ώστε να απέφευγε την κληρονομία ενός πολύ σοβαρού προβλήματος με την εισδοχή της Κύπρου. Αυτό προνοούσε και η συμφωνία στο Ελσίνκι το 1999 και εν γένει ο σχεδιασμός που ακολουθήκε σε συνεργασία με την Ελληνική Κυβέρνηση για ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη βάση της πολιτικής λογικής ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα αποτελούσε και τον καταλύτη της λύσης του Κυπριακού. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για τον οποίο πιέστηκαν τα πράγματα εκ μέρους τόσο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ όσο και των Αγγλοαμερικανών, ενώ υπήρξε και προσπάθεια άμεσης παρεμβολής αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς θετικό επηρεασμό του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.
Αν και το Σχέδιο ετοιμάστηκε επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη, προ της υποβολής του διεξήχθησαν κανονικές προεδρικές εκλογές στο νησί, τον Φεβρουάριο του 2003. Ο έως τότε πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης ζήτησε επανεκλογή του από το λαό, έστω και για σύντομη περίοδο 16 μηνών, εν όψει της υποβολής του Σχεδίου, του οποίου την έγκριση από το λαό ευνοούσε. Στην προεδρία της Δημοκρατίας εξελέγη ωστόσο ο Τάσσος Παπαδόπουλος, προς τον οποίο υπεβλήθη τελικά το Σχέδιο και ο οποίος ετάχθη κάθετα κατά της έγκρισής του από το λαό. Το σχέδιο καταψήφισε και το ΑΚΕΛ.
Στα χωριστά αλλά παράλληλα δημοψηφίσματα προς έγκριση ή όχι του Σχεδίου, που έγιναν στις 24 Απριλίου 2004, οι μεν Έλληνες Κύπριοι απέρριψαν το Σχέδιο με ποσοστό 75,8% υπέρ του «όχι». Αντιθέτως, οι Τουρκοκύπριοι αλλά και μαζί ο όγκος των εποίκων στις κατεχόμενες περιοχές, ενέκριναν το Σχέδιο με ποσοστό 64,9% υπέρ του «ναι». Το αποτέλεσμα αυτό του δημοψηφίσματος προσέδωσε σοβαρά πλεονεκτήματα στην τουρκική πλευρά, τα οποία εκμεταλλεύθηκαν διεθνώς η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, υποστηρίζοντας ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν εκείνη που δεν επιθυμούσε λύση του προβλήματος. Παρά το ότι η Κύπρος εντάχθηκε κανονικά στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004, λίγες μόνο μέρες μετά την απόρριψη του Σχεδίου, η κυβέρνηση Τάσσου Παπαδόπουλου αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα και χρειάστηκε σκληρή προσπάθεια τριών και πλέον χρόνων μέχρι να απαλύνει τις διεθνείς αρνητικές εντυπώσεις της απόρριψης του Σχεδίου από την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία. Για την τουρκική πλευρά παρέμειναν ωστόσο αρκετά κέρδη αφού στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ το Δεκέμβριο του 2004 η Κύπρος κάτω από πιέσεις αποδέκτηκε την έναρξη διαπραγματεύσεων για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.
Το ιστορικό: Το Σχέδιο που ετέθη ενώπιον του λαού της Κύπρου για έγκριση ή απόρριψη ήταν γνωστό ως «Ανάν 5». Ήταν, δηλαδή, η πέμπτη και τελική εκδοχή του Σχεδίου, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από συζητήσεις και διαβουλεύσεις. Η πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για επίλυση του Κυπριακού άρχισε από τον Δεκέμβριο του 1999, οπότε ο Κόφι Ανάν εγκαινίασε μία νέα προσπάθεια του ΟΗΕ για επίτευξη λύσης μέσω της διαδικασίας των «εκ του σύνεγγυς» συνομιλιών που θα ελάμβαναν υπόψιν τα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού αλλά και τις υπάρχουσες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν πέντε γύροι συνομιλιών μέχρι τις 10 Νοεμβρίου 2000, με συζήτηση των θεμάτων: εδαφικό, ασφάλεια, περιουσίες και κατανομή της εξουσίας.
Ουσιαστική προσέγγιση δεν υπήρξε, καθώς ο Τουρκοκύπριος συνομιλητής Ραούφ Ντενκτάς έθετε ως απαίτηση την αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων ως χωριστού κυρίαρχου κράτους. Υπήρξε διακοπή πέραν του έτους και στις 16 Ιανουαρίου 2002 άρχισαν απευθείας συνομιλίες μεταξύ προέδρου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς, χωρίς και πάλι να σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος. Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, σε μία προσπάθεια να ωθήσει τη διαδικασία, παρουσίασε στις 16 Νοεμβρίου 2002 ένα λεπτομερές Σχέδιο για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού («Ανάν 1»). Λαμβάνοντας υπόψιν τις αντιδράσεις και παρατηρήσεις των δύο πλευρών, παρουσιάστηκε αναθεωρημένο το Σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002 («Ανάν 2») και αναθεωρημένο και πάλι στις 26 Φεβρουαρίου 2003 («Ανάν 3»).
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλαύκος Κληρίδης, αποδέχτηκε πρόσκληση που του απηύθυνε ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς για δείπνο στο σπίτι του στα Κατεχόμενα. Ο Κληρίδης πέρασε από το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας στην κατεχόμενη Λευκωσία για πρώτη φορά από το 1974, στις 5 Δεκεμβρίου 2001. Το γεγονός προσέλκυσε τεράστιο ενδιαφέρον στον ελληνικό, τουρκικό και το διεθνή Τύπο. Στις 29 Δεκεμβρίου 2001 ο Κληρίδης ανταπέδωσε το δείπνο στον Ντενκτάς, ο οποίος πέρασε στις ελεύθερες περιοχές για πρώτη φορά μετά το 1974.
Μετά τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών στην Κύπρο και την εκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου, ο γενικός γραμματέας ζήτησε και είχε συνάντηση μαζί του και με τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων στη Χάγη (10 και 11 Μαρτίου 2003) για να διαπιστώσει εάν ήσαν έτοιμοι να θέσουν την πρότασή του σε χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά συμφώνησε θέτοντας μερικές προϋποθέσεις, ενώ η τουρκοκυπριακή όχι. Στο μεταξύ, τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2003 πραγματοποιήθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές μαζικά συλλαλητήρια εναντίον του Ραούφ Ντενκτάς και της ακραίας πολιτικής του. Οι διαβουλεύσεις στη Χάγη για την επίλυση του Κυπριακού μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδόπουλου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς υπό την αιγίδα του Κόφι Ανάν καταλήγουν σε αδιέξοδο στις 11 Μαρτίου 2003.
Στις 16 Απριλίου 2003 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέγραψε τη Συνθήκη ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 23 Απριλίου, υπό το βάρος και την πίεση λόγω απόρριψης του Σχεδίου («Ανάν 3»), η τουρκοκυπριακή ηγεσία και η Άγκυρα αναγκάστηκαν να άρουν μερικώς τους περιορισμούς στη διακίνηση Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου από και προς τις κατεχόμενες περιοχές. Χιλιάδες, και από τις δύο πλευρές, διακινούνται έκτοτε και καθημερινά, καταρρίπτοντας το μύθο που για δεκαετίες καλλιεργούσε η τουρκική ηγεσία, ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Ιδίως μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάρα πολλοί Τουρκοκύπριοι ζήτησαν και απέκτησαν διαβατήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που τους καθιστούσε και αυτούς, αυτομάτως, ισότιμους πολίτες της Ενωμένης Ευρώπης.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τις συνομιλίες που είχε στην Ουάσιγκτον ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Ιανουάριο του 2004, ενθάρρυναν τον γενικό γραμματέα Κόφι Ανάν να προχωρήσει σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στη Νέα Υόρκη, στις 4 Φεβρουαρίου 2004, και στις 13 συμφωνήθηκε η έναρξη νέων συνομιλιών στη Λευκωσία, για αλλαγές εντός των παραμέτρων του Σχεδίου «Ανάν 3». Σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδιεξόδου, ο Κόφι Ανάν θα οριστικοποιούσε ένα κείμενο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, το οποίο θα ετίθετο ενώπιον του λαού σε χωριστά δημοψηφίσματα για έγκριση. Τούτο απετέλεσε σημαντική αλλαγή στην αποστολή των καλών υπηρεσιών του γενικού γραμματέα, όπως αυτές είχαν καθοριστεί από το 1964. Ο γενικός γραμματέας ανέλαβε την εξουσία της επιδιαιτησίας, χωρίς την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ως προϋπόθεση για τον νέο γύρο των συνομιλιών. Η ελληνοκυπριακή πλευρά διά του Τάσσου Παπαδόπουλου απεδέχθη αυτή τη σημαντική αλλαγή, που προνοούσε χρονοδιαγράμματα στην κατάληξη των συνομιλιών και επίσης το δικαίωμα στο γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να ασκήσει επιδιαιτησία και να συμπληρώσει τα κενά εκεί που οι δύο πλευρές δεν μπορούσαν να καταλήξουν.
Οι νέες διαπραγματεύσεις έγιναν στη Λευκωσία στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας και στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας στις 25 Μαρτίου 2004 (Α΄ και Β΄ φάση). Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς αρνήθηκε τη συμμετοχή του στο Μπούργκενστοκ και την τουρκοκυπριακή πλευρά εκπροσώπησαν ο γιος του Σερντάρ Ντενκτάς και ένας άλλος πολιτικός, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ (ο οποίος λίγο αργότερα διαδέχθηκε τον Ραούφ Ντενκτάς στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων).
Το τελικό Σχέδιο (Βλέπε πλήρες κειμενο) μετά από συνομιλίες εκ του σύνεγγυς παρουσιάστηκε στις δύο πλευρές στις 31 Μαρτίου 2004 ως σχέδιο Ανάν 5. Το σχέδιο αποδέκτηκαν η Τουρκία διά του πρωθυπουργού της Ταγίπ Ερτογάν και η Ελλάδα διά του Έλληνα πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο ΟΗΕ παραχώρησε μόνο καθεστώς παρατηρητή κατά τις συνομιλίες, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε να προσαρμόσει τις παρεκκλίσεις από το ευρωπαϊκό δίκαιο που περιλαμβάνονταν στο τελικό Σχέδιο. Το Σχέδιο τελικά απερρίφθη από τους Έλληνες Κυπρίους στις 24 Απριλίου 2004 με ποσοστό 76% ενώ εγκρίθηκε από τους Τουρκοκυπρίους με ποσοστό 65%.
Διαφωνίες
Ως αποτέλεσμα της συζήτησης και των δημοψηφισμάτων, προέκυψαν διαφωνίες στους κόλπους της ελληνικής πλευράς σχετικά με την απόρριψη ή αποδοχή του Σχεδίου Ανάν, οι οποίες παραμένουν. Όπως συνέβη και με προτάσεις του παρελθόντος, (πχ σχέδιο Γκάλι) έτσι και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν οι αντίθετες απόψεις. Ωστόσο όλοι συμφώνησαν, ακόμα και ο ΔΗΣΥ που το στήριξε, ότι το Σχέδιο Ανάν δεν θα ήταν δυνατό να επανέλθει, τουλάχιστον ως έχει, διότι μια νέα απόρριψή του θα ήταν καταστροφική.
Το σχέδιο Ανάν από την άλλη έδωσε μια σαφή εικόνα για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας στην Κύπρο. Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η κατανομή εξουσιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων και κυρίως ποιες πιθανές λύσεις θα μπορούσαν να υλοποιηθούν στα εδαφικό και το περιουσιακό. Με αυτά ως δεδομένα στο τραπέζι από το 2004 ξεκίνησε μια πολύ ενεργή εκμετάλλευση των Ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, ενώ παρατηρήθηκε και μια ουσιαστική αναβάθμιση του ψευδοκράτους, οι εκπρόσωποι του οποίοι έκτοτε έχουν πολύ ευκολότερη πρόσβαση σε διεθνή όργανα, όπως η ΕΕ, ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης.