Δούκας της Σαβοΐας (1630 - 1637). Αναμείχθηκε στα κυπριακά πράγματα κατά τα έτη 1632 - 1633. Στις 3 Ιουλίου 1632 ο Θεόκλητος, ηγούμενος του μοναστηριού Παναγίας Εικοσιφινίσσης στη Μακεδονία, Κύπριος, ανεψιός του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (όπως γράφει ο ίδιος) απευθύνει επιστολή στον δούκα Βίκτωρα Αμεδαίο από το Παρίσι, όπου βρισκόταν εξ ονόματος του θείου του και άλλων συγγενών του στη Λευκωσία, που τους περιγράφει ως πολλούς, και του ζητεί θερμά να λυπηθεί τον λαό της σκλάβας Κύπρου και να στείλει βοήθεια για να ελευθερωθεί το νησί από τον τουρκικό ζυγό, «από τα χέρια των Αγαρηνών». Τόσο σίγουρος είναι ο Θεόκλητος για την εύκολη εκδίωξη των Τούρκων κατακτητών, ώστε βεβαιώνει τον δούκα ότι θα την πάρει όπως ένα μήλο από το χέρι του ιδίου και τον ικετεύει να κρατήσει το ζήτημα μυστικό, μήπως ο ίδιος, το μοναστήρι του και ο λαός του (στην Κύπρο και στη Μακεδονία) καθώς και πολλοί άλλοι Χριστιανοί καταστραφούν αν αποκαλυφθεί η συνωμοτική αυτή ενέργειά του. Στο γράμμα του ο Θεόκλητος επισυνάπτει για τον δούκα ένα υπόμνημα του Sieur de Grandnon, που τον είχε γνωρίσει στο Παρίσι και που ισχυριζόταν ότι γνώριζε καλά την Κύπρο. Ο Grandnon πίστευε ότι στόλος 25 πολεμικών πλοίων, όσα είχαν εξοπλίσει οι Βενετοί για την απελευθέρωση της Κύπρου στα 1607, θα ήταν αναγκαίος και αρκετός για την επιχείρηση του δούκα που πρότεινε ο Θεόκλητος. Ο ίδιος ο Grandnon αναλάμβανε να συμβάλει σ' αυτήν επιβιβάζοντας 25.000 άνδρες και μεταφέροντας όπλα για 10.000 χωρικούς. Με τη δύναμη αυτή θα αντιμετώπιζε την τουρκική φρουρά που συνίστατο μόνο από 1.000 πεζούς και 10.000 ιππείς (σπαχήδες), ανάμεσα στους οποίους ήσαν και οι ταλέδες, άχρηστοι απολύτως, γερασμένοι, παιδιά και χωρικοί, όλοι δειλοί και έτοιμοι να ζητήσουν καταφύγιο στα σπήλαια σε ώρα πολεμικού κινδύνου. Αυτό ακριβώς είχαν κάμει όταν έφθασε ο Beauregard κατά την εκστρατεία του 1608 για λογαριασμό και πάλι της Σαβοΐας, και όπως έκαμναν κάθε φορά που έβλεπαν πλοία να πλέουν από τη Δύση (εκλαμβάνοντάς τα ως στόλο απελευθερωτικό). Ο τουρκικός στόλος των 50 γαλεών ήταν ανάξιος προσοχής, είχε ανεπαρκή πυροβόλα και οι Τούρκοι θα χρειάζονταν τρία χρόνια για να εξοπλίσουν άλλα τόσα πάλι. Η έκκληση αυτή δεν είχε αποτέλεσμα όπως και πολλές άλλες παρόμοιες, έστω και αν εστάλη στον δούκα χώρας που πολλές φορές είχε αναλάβει πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Κύπρου και πρακτικά ακόμη μέτρα, και που από αιώνες διεκδικούσε δικαιώματα στην Κύπρο. Η αποτυχία της εκκλήσεως του Θεοκλήτου προς τον Βίκτωρα Αμεδαίο οφειλόταν στη στρατιωτική αδυναμία του κράτους του κι όχι στην αδιαφορία του για την Κύπρο. Το ενδιαφέρον του Βίκτωρος Αμεδαίου εκδηλώθηκε κατά τον επόμενο χρόνο (1633), οπότε εξουσιοδότησε τον Pedro Monod να εκδώσει ανωνύμως διατριβή για τον Βασιλικό Τίτλο, που υποστήριζε τα δικαιώματα της Σαβοΐας στο βασίλειο της Κύπρου, αντικρούοντας τις διεκδικήσεις της αντιπάλου Βενετίας, με την οποία προκλήθηκε γι’ αυτό οξεία διαμάχη και διακοπή διπλωματικών σχέσεων. Εάν και το γράμμα - έκκληση του αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου προς τον δούκα της Σαβοΐας, με μόνη χρονολογία την ινδικτιώνα νοεμβρίῳ ἰνδ.ιε' (= 1617 ή 1632) χρονολογηθεί στα 1632, τότε και αυτή θα ενταχθεί στις σχέσεις Κυπρίων - Βίκτωρος Αμεδαίου Α'. Η χρονολόγηση όμως στα 1632 είναι αβέβαιη (G. Hill, A Hist. of Cyprus, IV, 1952, σσ. 54-55 και ευρύτερα 51-55, και Κ.P. Kyrris, 'Symbiotic Elements in the History of the Two Communities of Cyprus', [1570 - 1878], Κυπρ. Λόγος, VIII, 46-47, July - Oct. 1976, pp. 255 - 276 υποσημ. 137, 140, 141).