Έλληνας ποιητής, διηγηματογράφος και φιλόλογος, ένας από τους θεμελιωτές του νεοελληνικού διηγήματος. Εζησε στην Κύπρο από το 1867 έως και το 1872.
Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη της ανατολικής Θράκης και πέθανε σε ίδρυμα της Αθήνας στις 15 Απριλίου 1896. Έζησε με πολλές στερήσεις και απογοητεύσεις και το 1892 οδηγήθηκε στο Δρομοκαΐτειο ψυχιατρείο, όπου κρατήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αξιολογότερο θεωρείται το πεζογραφικό του έργο, ανάμεσα στο οποίο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα τα διηγήματα Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου και Ὁ φονεύς τοῦ ἀδελφοῦ μου.
Το διήγημα "Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον", που γράφτηκε το 1884 έγινε και ταινία το 2001.
Το 1885 έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας με τη μελέτη του Ἡ φιλοσοφία τοῦ Καλοῦ παρά Πλωτίνῳ, όμως δεν διεκδίκησε την πανεπιστημιακή έδρα. Ασχολήθηκε επίσης με τη λαογραφία κι έγραψε και διάφορες μελέτες. Το 1881, με τη διατριβή του Το παιγνίδι από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη, γραμμένη στη γερμανική, ανακηρύχθηκε διδάκτωρ στη Γοτίγγη.
Ο Βιζυηνός σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα και στη Γερμανία (Γοτίγγη, Λειψία, Βερολίνο). Πιο πριν, νεαρός είχε πάει από τη γενέτειρά του στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την τέχνη της ραπτικής, όμως εκεί τον πήρε υπό την προστασία του Κύπριος πλούσιος έμπορος που τον βοήθησε να σπουδάσει. Αφού φοίτησε για 2 χρόνια σε ενοριακή σχολή στην Κωνσταντινούπολη, ήλθε το 1867 στην Κύπρο συστημένος από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και έμεινε στην Αρχιεπισκοπή ως ασκούμενος καλόγερος και ψάλτης. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Αναγκάστηκε να φύγει από την Κύπρο ύστερα από ερωτικό επεισόδιο που δημιούργησε. Το 1872 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Φοίτησε επίσης σε γυμνάσιο στην Αθήνα, πριν συνεχίσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές.
Σε ηλικία μόλις 5 χρόνων έμεινε ορφανός από πατέρα, γεγονός που ανάγκασε την οικογένειά του να τον βάλει στα 1861/2 σε ραφτάδικο στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να μάθει από μικρός την τέχνη του ράφτη και να μπορεί να επιβιώσει. Εκεί πέρασε αρκετά δύσκολα χρόνια λόγω του τυραννικού χαρακτήρα του αφεντικού του. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, που συνέβη το 1865, ετέθη υπό την προστασία του Κυπρίου εμπόρου Ιωάννη Γεωργιάδη (1799-1874), πιο γνωστού ως Τσελεπή Γιάγκου, γιου του μεγάλου δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου (+1809). Ο Τσελεπή Γιάγκος έστειλε το 1867/8 τον νεαρό προστατευόμενό του στην Κύπρο, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1872. Αρχικά διέμενε στην Αρχιεπισκοπή και ασκούσε το διακόνημα του αναγνώστη, ενώ παράλληλα ενεδύθη το καλογερικό ράσο με σκοπό να χειροτονηθεί. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα φοίτησε και στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, στην οποία διευθυντής ήταν ο Ζαγοριανός Γεώργιος Κάλβαρις (1839-1898). Αρκετοί από τους ερευνητές της κυπριακής λογοτεχνίας υποστηρίζουν ότι την περίοδο αυτή ο Βιζυηνός συνδέθηκε με στενούς δεσμούς φιλίας με τον Βασίλη Μιχαηλίδη (1849-1917), που την ίδια εποχή ζούσε στη Λάρνακα κοντά στο θείο του επίσκοπο Κιτίου Κυπριανό Οικονομίδη (1833- 1886). Άλλοι όμως θεωρούν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε γνωριμία και φιλία μεταξύ των δύο ποιητών.
Ο Βιζυηνός συνδέθηκε με την Κύπρο και εξαιτίας των ερώτων του που δεν πέρασαν απαρατήρητοι από την κλειστή και μικρή κοινωνία της κυπριακής πρωτεύουσας. Ο έρωτάς του μάλιστα με μία παντρεμένη γυναίκα, ίσως ελαφρών ηθών, που κατοικούσε στη συνοικία Ρογιάτικο της Λευκωσίας, προκάλεσε αληθινό σκάνδαλο. Το γεγονός αυτό έγινε γνωστό στον αρχιεπίσκοπο που τον τιμώρησε και του όρισε να διαμένει στο μετόχιο Άγιος Προκόπιος της μονής Κύκκου, σε αρκετή απόσταση από τη Λευκωσία. Αργότερα εγκαταστάθηκε στα κελιά του Τρυπιώτη, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1872 που εγκατέλειψε την Κύπρο. Αλλά και εδώ προκάλεσε σχετικό σκάνδαλο εξ αιτίας του πλατωνικού έρωτά του με τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη, η οποία διέμενε στη συνοικία του Τρυπιώτη. Σώθηκαν μάλιστα δύο ποιήματα και τρεις επιστολές που ο νεαρός ποιητής απέστειλε προς την αγαπημένη του.
Παρά το γεγονός ότι ο Βιζυηνός έζησε για αρκετό διάστημα στην Κύπρο και συνδέθηκε με τους ανθρώπους της, εν τούτοις η πλούσια ιστορία της, η λαογραφία και οι παραδόσεις της, απουσιάζουν από το πεζογραφικό και ποιητικό του έργο. Ένα μόνο από τα ποιήματά του έχει άμεση σχέση με το νησί. Πρόκειται για «Το πτωχόν της Κύπρου», που έγραψε κατά την παραμονή του στην Κύπρο, αφού έχει τον υπότιτλο «εγράφη κατά την ανομβρία». Το περιέλαβε στη συλλογή του «Άραις Μάραις Κουκουνάραις», που εξέδωσε στην Αθήνα το 1876 και περιγράφει τα δεινά ενός παιδιού κατά τη μεγάλη ανομβρία που έπληξε την Κύπρο κατά το 1870- 73.
Το ποίημα αυτό ενσωματώθηκε στη συνέχεια, διορθωμένο, στην έκδοση Ατθίδες Αύραι (Λονδίνο, 1883). Στην Κύπρο αναφέρεται επίσης και στροφή από το ποίημά του Τα αρέσκοντα, όπου καυτηριάζει τη στάση της αγγλικής διπλωματίας έναντι του νησιού. Πρόσφατα εντοπίστηκε και ιδιόχειρο υμνητικό ποίημα του Βιζυηνού προς τον προστάτη του αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο. Σύμφωνα με σχετική σημείωση, το ποίημα επιδόθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο στις 11 Μαρτίου 1872 από τον ίδιο τον Βιζυηνό, ο οποίος εκτελούσε τότε καθήκοντα παιδονόμου της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας.
Το πτωχόν της Κύπρου
(Εγράφη κατά την ανομβρίαν.)
Στην Πόλη, έρημο πουλί
με μάτι δακρυσμένο,
απλώνει το καϋμένο
το χέρι του με συστολή.
*
Θαρρείς δεν έχ’ αναπνοή.
Ταλαίπωρο παιδάκι!
Λίγο ξερό ψωμάκι
το ξαναφέρει στην ζωή!
*
―Καλέ μου συ, αφεντικό
με την χρυσή καδένα!
Λυπήσου με κ’ εμένα,
που ’μαι γυμνό και νηστικό!
*
Στην Κύπρο η καλοκαιριά
τα κεραμίδια λυώνει·
κι εδώ: Πώς με παγώνει
το κρύο του παλιοβοριά!..
*
Για δώστε μου λίγο ψωμί,
να ιδώ αν με ζεσταίνει!
Να ιδώ αν ανασταίνει
το κουρασμένο μου κορμί!..
*
Πώς με μυρίζουν τα φαγιά
και τα ζεστά ψωμάκια!
Για νηστικά παιδάκια,
τι θέαμα τα μαγειριά!..
*
Θυμούμαι πρώτα, στο χωριό·
Επείνασα λιγάκι;
Χαλλούμι και ψωμάκι
κ’ ευθύς εγίνηκα θεριό!
*
Μα πέρασαν κείν’ οι καιροί!
Η Κύπρος μας καμίνι
νομίζεις πως εγίνη,
για να μας λυώσει σαν κερί!
*
Τα σύννεφα, τόσον καιρό,
ξεχάσανε τη στράτα
που τα ’φερνε γεμάτα,
κι εμείναμε χωρίς νερό.
*
Κι αυτό που σπέρνουν οι γεωργοί
φοβάται να φυτρώσει,
γιατί θα το κορώσει
ο ήλιος, κι η ψημένη γη…
*
Τα ρούχα μου τα γιορτερά,
―πώς τα θυμούμ’ ακόμα!―
το πάπλωμα, το στρώμα,
τα δώσαμε στον αλευρά.
*
Την μάνα μου μια χαραυγή,
σαν δάφνη μαραμένη,
―πεινούσεν η καϋμένη!―
την θάψαμε στην μαύρη γη!..
*
Πώς μ’ εγελούσεν ο παπάς!
Με είπε: ―Θα σε φέρει
απ’ του Θεού το χέρι
ψωμάκι, κι ό,τι αγαπάς.
*
Κι επήγα τόσες πρωινές
στο μαύρο της το μνήμα
κι εφώναξα. (Τι κρίμα!
Ήσαν αδύνατες φωνές):
*
―Πεινώ, μανούλα μου, πεινώ!
Εβγ’ άξ’ από το χώμα!
Δεν έψησαν ακόμα
κανα ψωμί στον ουρανό;..
*
Εκεί, με σήκωσε χλωμό,
σαν έκλαια μια μέρα,
το χέρι του πατέρα,
που με φιλούσε με καϋμό.
*
Πώς μ’ ήρθε μια κρυφή χαρά!
Είπα πως θα με δώσει
καμμιά κουλούρα, τόση,
που να χορτάσω μια φορά!
*
Μα κείνος μ’ όψη νεκρική
σε βάρκα μ’ έχει βάλει·
και ο βαρκάρης πάλι
σε μια φρεγάδα τουρκική.
*
Και μ’ έχουν φέρει μοναχό
να βρω ψωμί να φάγω·
να βρω ψωμί να πάγω
και στον πατέρα τον φτωχό!..
*
Ώ, σπλαχνισθήτε το μικρό!
Δότε ψωμί να φάγει,
ψωμάκι να του πάγει,
πριν τον ευρεί κι αυτόν νεκρό!