Βεϊς πασάς Μεχμέτ

Image

Τούρκος κυβερνήτης της Κύπρου από τον Μάιο 1872 ως τον Δεκέμβριο του 1873 και από τα μέσα του 1876 ως τον Μάιο - Ιούνιο 1877. Ήταν μορφωμένος άνδρας (σπάνιο για Τούρκο κυβερνήτη τότε, όπως γράφει ο Τζ. Χίλλ). Διαδέχθηκε τον γαλλόφιλο Αζίζ πασά και διακρίθηκε για ενεργητικότητα και εργατικότητα αν και ήταν ευέξαπτος και όχι πάντα έντιμος και αποτελεσματικός στις ενέργειές του.

 

Οι κυβερνητείες του ανήκουν στην περίοδο που η Κύπρος υπαγόταν στη δικαιοδοσία του βαλή του Αρχιπελάγους. Κατά την πρώτη του κυβερνητεία, οπότε βρήκε και ευνόησε καθεστώς εσχάτης διαφθοράς, επεδίωξε και πέτυχε κατά τον Μάρτιο του 1873 την μεταφορά του εμποροδικείου (Tijjaret) από τη Λάρνακα όπου έδρευε από της ιδρύσεώς του στα 1854, στη Λευκωσία όπου δεν υπήρχαν Ευρωπαίοι έμποροι να μετάσχουν σ’ αυτό (δυο κατά τον σχετικό νόμο). Γι’ αυτό ο Βρεττανός πρόξενος διαμαρτυρήθηκε δυο φορές. Ο σκοπός της μεταφοράς ήταν η δημιουργία ευκαιριών προσωπικού κέρδους από τον ίδιο τον πασά και ο διορισμός δικαστών της δικής του αρεσκείας. Οι διαμαρτυρίες των Βρεττανών οδήγησαν στην επαναφορά του εμποροδικείου στη Λάρνακα στις αρχές του 1874, σχεδόν συγχρόνως προς την αναχώρηση του διαδόχου του Βεΐς, Ιμπραχίμ πασά  στις 29 Δεκεμβρίου 1873-λίγο προ της 21ης Φεβρουαρίου 1874.

 

Στην απονομή της δικαιοσύνης, όπως πριν, η συναλλαγή και η εξαγορά των δικαστών ήταν καθημερινά φαινόμενα ˙ κέρδιζε όποιος πλήρωνε περισσότερα στους δικαστές, όπως σημειώνει ο Αμερικανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη βάσει στοιχείων του Αμερικανού υποπροξένου στη Λάρνακα (Θεοδώρου Περιστιάνη) ή του προξένου Λουΐτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα.

 

Εντυπωσιακή επί Βεΐς πασά υπήρξε και η αύξηση των ληστειών στους δρόμους, στην ύπαιθρο και στις πόλεις, φαινομένου που ενθαρρυνόταν από την ουσιαστική ατιμωρησία των κακοποιών. Οι καϊμακκάμηδες (επαρχιακοί διοικητές) για να εξασφαλίσουν την εύνοια του κυβερνήτη παρέδιδαν σ' αυτόν μέρος του μισθού τους, κατά παλαιά παράδοση της Τουρκοκρατίας. Για να ισοσκελίσουν τους λογαριασμούς τους, αναγκαστικά διέπρατταν παρανομίες και καταχρήσεις κάθε είδους, αδιάφορα αν αυτές έβλαπταν ή καταβαράθρωναν την οικονομία και την όλη ζωή του τόπου. Από την άλλη ο Βεΐς πασάς έστελλε με ζήλο όσο μπορούσε πιο πολλά χρήματα στην Κωνσταντινούπολη. Συνέπειες αυτής της τακτικής ήταν οι φοβερές ταλαιπωρίες των χωρικών, οι φυλακίσεις τους για αδυναμία καταβολής των φόρων τους, οι κακομεταχειρίσεις τους και οι κατασχέσεις και εκποιήσεις των περιουσιών τους, η πείνα και η μαζική μετανάστευσή τους, ιδίως λόγω της φτωχής παραγωγής των σιτηρών, που δεν συγκίνησε τον Βεΐς. Σε βρεττανική προξενική έκθεση στις 31 Απριλίου 1873 αναφέρεται ότι στα 1872 οι εισπράξεις από την δεκάτη ανήλθαν σε 660.000 λίρες Αγγλίας, και η παραγωγή βαμβακιού σε 6.000 - 7.000 μπάλες των 250 λιμπρών η καθεμιά. Το αλάτι, κρατικό μονοπώλιο, επωλείτο προς 20 παράδες την οκά (2.3/4 λίμπρες), αλλά η ζήτηση του στο εξωτερικό στα 1872 έπεσε: αντί 20.000 λίρες που είχε εισπράξει από αυτό στα 1871, κατά το 1872 η κυβέρνηση εισέπραξε μόλις 8.900 λίρες (στα 1868 25.000 λ. και στα 1870 18.000). Η γεωργία χώλαινε από έλλειψη καταλλήλων εργαλείων ευρωπαϊκής προελεύσεως, που το κόστος τους ήταν πολύ μεγάλο, και στα δημόσια έργα τίποτε δεν έγινε επί Βεΐς, αν και η εμπορική κοινότητα στη Λάρνακα (ευρωπαϊκή κατά το πλείστον) ζητούσε επίμονα την επέκταση και στη Λάρνακα του υποθαλασσίου τηλεγραφικού καλωδίου που είχε συνδέσει τη Λευκωσία με την Ασιατική ήπειρο. Στις αρχές του 1874 μόλις είχε αρχίσει η τοποθέτηση των τηλεγραφικών στύλων για τη σύνδεση, με μερική δαπάνη των Λαρνακέων εμπόρων (100 λίρες), όπως αναφέρει η έκθεση του προσωρινού Βρεττανού προξένου Γ. Ρίντελ (W. Riddell) της 25.4.1873. Η ξηρασία του 1873 είχε επιφέρει πολλές και μεγάλες ζημιές στη γεωργία και στην κτηνοτροφία ˙ ακόμη και η παραγωγή των χαρουπιών ήταν χαμηλή, και οι χωρικοί ζούσαν με βολβούς και ρίζες, κι οι δεκάτες επιστράφηκαν σ' αυτούς για να μπορέσουν να σπείρουν τους αγρούς τους για το 1874 μετά τις βροχές του Νοέμβριο του 1873. Κατά το 1873 επεσκέφθησαν τη Λάρνακα 389 πλοία άνω των 109.000 τόνων και από το ίδιο λιμάνι εισήχθησαν προϊόντα αξίας £114.235 σ' αντίθεση προς £147.500 στα 1871 και £222.350 στα 1870, και εξήχθησαν προϊόντα αξίας £55.045 σ' αντίθεση προς £198.428 στα 1871 και £195.185 στα 1870.

 

Το πιο ενδιαφέρον γεγονός της πρώτης κυβερνητείας του Βεΐς ήταν η εξέγερση των καταδίκων στη Λευκωσία, όπου ήταν φυλακισμένοι 600, όντας απειλή για την ασφάλεια όλου του νησιού. Την ευθύνη του ελέγχου τους είχαν λίγοι αστυνομικοί και πυροβολητές. Την Κυριακή, 9 Ιουνίου 1873, 63 κατάδικοι (40 Τούρκοι και 23 Έλληνες) έσπασαν τις ξύλινες πύλες της φυλακής τους στο Σαράγιο και κατευθύνθηκαν στην κλειστή πύλη της Κερύνειας, όπου με τις αλυσίδες τους έπεσαν πηδώντας από τον προμαχώνα στο χώμα έξω. Τους μετέπεισε ένας χιλίαρχος με έφιππους στρατιώτες να επιστρέψουν στη φυλακή, αφού ζήτησαν συγγνώμη κλαίοντας. Αλλά στο μεταξύ ο Βεΐς πασάς με τον επιθεωρητή του Εβκάφ επικεφαλής ενόπλων αστυνομικών και τουρκικού όχλου χασάπηδων, βαφέων και άλλων που διψούσαν για αίμα, έφθασαν στη σκηνή. Ο χιλίαρχος εμπιστεύθηκε τους κατάδικους στους αστυνομικούς, που τους συνόδευσαν στη φυλακή με απίστευτα βάρβαρη συμπεριφορά ˙ μαζί με τον όχλο, μπροστά στα μάτια του Βεΐς, τους χτυπούσαν με λόγχες, σπαθιά, γιαταγάνια και ρόπαλα. Ωσότου φθάσουν στη φυλακή, όπου οι αγριότητες αποκορυφώθηκαν, είχαν πεθάνει τρεις, και στην είσοδο της φυλακής σκοτώθηκαν άλλοι πέντε με φριχτό τρόπο, που διέταξε ο αρχιαστυνόμος, «ένας μαύρος με ψυχή τίγρη», όπως γράφουν οι πηγές. Όλοι οι άλλοι πληγώθηκαν σοβαρά, κι έμειναν ανάπηροι οι πιο πολλοί για πάντα, όλοι χτυπημένοι στη ράχη. Κανείς δεν ήλπιζε να αποδοθεί δικαιοσύνη από τυχόν έρευνα και ανακρίσεις.

 

Η πείνα κι η δυστυχία του 1873 έμειναν αλησμόνητες στην Κύπρο ˙ οι υψηλές τιμές των εισαγομένων τροφίμων και άλλων προμηθειών τις καθιστούσαν απρόσιτες στο λαό, που μάταια περίμενε ανακούφιση, τρόφιμα δωρεάν από το κράτος. Παρά την τρομερή αυτή αθλιότητα, η Κύπρος δεν εξαιρέθηκε από τη γενική αύξηση της δεκάτης κατά 2.1/2% που διετάχθη για όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.

 

Κατά τον Οκτώβριο του 1873 βρέθηκε ο «Κολοσσός της Αμαθούντος» (άγαλμα του Θεού Βες) από τον προξενικό πράκτορα της Μεγάλης Βρεττανίας στη Λεμεσό Π.Γ. Λοΐζο, που του απαγορεύθηκε από τον κυβερνήτη να τον πουλήσει στο Βρεττανικό Μουσείο διότι βρέθηκε, κατά τον ισχυρισμό του τελευταίου, σε άγονη κρατική γη. Τελικά ο Βεΐς με πλοίο μετέφερε τον Κολοσσό στην Κωνσταντινούπολη όπου σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.