Κύπριος κομμουνιστής ηγέτης, γενικός γραμματέας του Κυπριακού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Γεννήθηκε το 1898 στο χωριό Βατιλή (Βατυλή) και πέθανε εξόριστος στη Σοβιετική Ένωση στις 2 Ιανουαρίου 1934.
Φοίτησε στη Γεωργική Σχολή Λευκωσίας και μπήκε αμέσως στη βιοπάλη. Σε ηλικία 22 χρόνων πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου αναζήτησε εργασία. Εκεί εντάχθηκε στη γραμμή του εργατικού κινήματος και όταν διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο σε μαχητική απεργία εργατών φωταερίου συνελήφθη και εξορίστηκε με δυο συντρόφους του Αιγυπτίους.
Στη συνέχεια πήγε στην Ελλάδα κι εκεί συνδέθηκε με το νεαρό τότε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (αργότερα ΚΚΕ). Το 1922 πήγε στη Μόσχα «σαν ένας από τους 408 αντιπροσώπους στο 4ο συνέδριο της Κομιντέρν». Ένα χρόνο αργότερα δρα στη Βουλγαρία μέσα στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος. Υφίσταται δίωξη από τη βουλγαρική αστυνομία και καταφεύγει στην Ελλάδα. Εκεί εργάζεται σε καθοδηγητική θέση στο αγροτικό κίνημα.
Στην Κύπρο
Στην Κύπρο ο Βατυλιώτης ήλθε το 1926 και ανέπτυξε σημαντική κομμουνιστική δραστηριότητα, εν πολλοίς παράνομη, κατά την εποχή του μεσοπολέμου. Στην οργάνωση του κομμουνιστικού κινήματος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο και υπήρξε ανώτατο στέλεχός του. Υπό τη δική του καθοδήγηση πραγματοποιήθηκε μυστικά στη Λεμεσό το ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΚ. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε σε σπίτι της οδού Βασιλείου Μακεδόνος στη Λεμεσό, το βράδυ της 14ης και την επομένη, 15η Αυγούστου του 1926 και σ' αυτό παρευρέθηκαν εκτός από τον Βατυλιώτη, περί τους 20 αντιπροσώπους, καθώς και 5 αντιπρόσωποι της εργατικής νεολαίας του ΚΚΚ. Μεταξύ των αντιπροσώπων ήσαν οι Κ. Χριστοδουλίδης - Σκελέας (που επίσης διετέλεσε γενικός γραμματέας του ΚΚΚ), Χαράλαμπος Σολομωνίδης (υπεύθυνος του «Νέου Ανθρώπου», εκφραστικού οργάνου του ΚΚΚ που άρχισε να εκδίδεται την 1η Ιανουαρίου 1925, ο ποιητής Γιάννης Λεύκης, οι Χρίστος Σαββίδης, Κώστας Δράκος, Κώστας Έρωτας, Κατίνα Τουμάζου - Νικολάου, Πλάτων Τουμάζος, Κλεάνθης Κιούπης κ.ά.
Ο Χαράλαμπος Βατυλιώτης κατείχε τη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΚ τον Οκτώβριο του 1931, οπότε ξέσπασε η εξέγερση η γνωστή ως Οκτωβριανά. Αν και η κυπριακή Αριστερά δεν είχε ενεργό ανάμειξη στην προετοιμασία ή και στα γεγονότα που οδήγησαν στο κίνημα του Οκτωβρίου, ωστόσο αμέσως μετά την εκδήλωσή του πήρε σαφή θέση υπέρ του κινήματος. Ο ίδιος ο Βατυλιώτης συμμετείχε μάλιστα σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1931 στο αρχηγείο της κυπριακής Δεξιάς, την Αρχιεπισκοπή. Εκεί διαβεβαίωσε τον αρχιεπίσκοπο ότι «οι δυνάμεις του κόμματος θα υπερασπίσουν τον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας», και υποσχέθηκε «απόλυτη υποστήριξη του κόμματος στην προσπάθεια καταπολέμησης της αποικιακής κυβέρνησης». Το ΚΚΚ αρχικά δεν συνταυτίστηκε με το Ενωτικό Κίνημα της Κύπρου. Όταν βέβαια στη συνέχεια η ηγεσία του κόμματος αντιλήφθηκε το μαζικό χαρακτήρα της εξέγερσης, κάλεσε τα εργαζόμενα στρώματα του πληθυσμού να ξεσηκωθούν κατά του αποικιοκρατικού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα έσπευσε να δηλώσει στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ΄ αμέριστη υποστήριξη των κομμουνιστών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, που σε εκείνο το στάδιο τον διεξήγαγε η Δεξιά σε συνεργασία με την Εκκλησία.
Η υποστήριξη από το ΚΚΚ του κινήματος του 1931 στοίχισε τόσο στο κόμμα όσο και σε ηγετικά του στελέχη σκληρές διώξεις εκ μέρους των Άγγλων. Ο γενικός γραμματέας του κόμματος Βατυλιώτης συνελήφθη το πρωί της 26 Οκτωβρίου στη Λευκωσία, ενώ ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο, και κλείστηκε στις Κεντρικές Φυλακές. Μαζί μ’ αυτόν συνελήφθη και ο Κ. Σκελέας. Τη σύλληψη των δυο ηγετών του ΚΚΚ ακολούθησαν μαχητικές διαδηλώσεις της Αριστεράς, που όμως διαλύθηκαν από την αστυνομία. Ο κυβερνήτης της Κύπρου σερ Ρόναλντ Στορρς έδωσε ως δικαιολογία για τις δυο αυτές συλλήψεις το ότι οι Βατυλιώτης και Σκελέας είχαν εκδώσει (ανυπόγραφη) κομμουνιστική διακήρυξη που κρίθηκε επικίνδυνη. Τη δικαιολογία αυτή επανέλαβε και ο γενικός εισαγγελέας. Ωστόσο το διάταγμα για σύλληψη και απέλαση των Χαράλαμπου Βατυλιώτη και Κώστα Σκελέα είχε εκδοθεί πιο πριν, αμέσως μετά τη δημόσια θέση που πήρε το ΚΚΚ υπέρ του οκτωβριανού κινήματος.
Ριζοσπάστης
Αργότερα από το χώρο εξορίας τους στο Λονδίνο οι Βάτης και Σκελέας και υπό την κριτική που ασκήθηκε εναντίον του από την Κομιτερν τον Δεκέμβριο του 1931, σε δηλώσεις τους αξιολογούν και εν μέρει αναθεωρούν την τακτική που ακολούθησαν στα «Οκτωβριανά» που θεωρήθηκε ως συμπόρευση με τους Εθνικιστές. Οι θέσεις τους καταγράφηκαν στην εφημερίδα του ΚΚΕ, τον «Νέο Ριζοσπάστη» στο φύλλο της 20 Δεκεμβρίου 1931 (βλέπε μελέτη Αντρέα Τρύφωνος, με τίτλο «Ριζοσπάστης και Κυπριακό. Μια αιρετική οπτική του εθνικού ζητήματος (1925-1936).
Οι Σκελέας και Βάτης (γενικός γραμματέας του ΚΚΚ, σύμφωνα με την εφημερίδα του ΚΚΕ), επαναλαμβάνουν στο κείμενό τους, ημερομηνίας 2 Δεκεμβρίου 1931, την πίστη τους στο όραμα της «ελεύθερης Κυπριακής Εργατο-αγροτικής Σοβιετικής Δημοκρατίας» και την αντίθεση στο «αντεπαναστατικό σύνθημα της Ένωσης με την Ελλάδα» και περιγράφουν ως εξής «το αυθόρμητο επαναστατικό ξέσπασμα του περασμένου Οχτώβρη»:
«Οι εργαζόμενες μάζες, αν και ξεσηκώθηκαν αρχικά με το σύνθημα της «Ένωσης με την Ελλάδα», μέσα στην πορεία των επαναστατικών γεγονότων ξεπέρασαν αυθόρμητα τα όρια του συνθήματος αυτού και πάνω από το κεφάλι των εθνικιστών ηγετών, άρχισαν ένα πραγματικό αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα, σταμάτησαν την πληρωμή φόρων και χρεών, έκαμαν λεηλασίες και εμπρησμούς της κυβερνητικής περιουσίας, κατάστρεψαν γεφύρια και σιδηροδρομικές γραμμές και κατέληξαν σε συγκρούσεις με τις στρατιωτικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού. Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση οι εθνικιστές – «ενωτικοί» ηγέτες όχι μόνο κρύφθηκαν κι’ εγκατέλειψαν τον αγώνα, αλλά και ανοιχτά αποκήρυξαν το κίνημα και συστήνανε στο λαό «ησυχία» και «υπακοή» (εγκύκλιος του «εθνάρχου» Αρχιεπισκόπου).»
Πλουτής Σέρβας
Ο Πλουτής Σέρβας καταγράφει, στο βιβλίο του «Ευθύνες», την προσωπική του μαρτυρία ότι το 1932 η Κομιτέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) καθαίρεσε τον Βάτη από την ηγεσία του ΚΚΚ, καθώς του καταλόγισε τη λανθασμένη αντιμετώπιση της οκτωβριανής εξέγερσης του 1931 από το κυπριακό κόμμα. Όπως γράφει ο Σέρβας, η Κομιτέρν έκρινε ότι τα Οκτωβριανά ήταν «ένα γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, όπου είχαν αντιπαραταχθεί δύο στρατόπεδα. Από τη μια το στρατόπεδο του λαού (κυρίως των πόλεων) με τους απλούς κομμουνιστές κάτω από την ηγεσία των εθνικιστών και της Εκκλησίας. Και από την άλλη το στρατόπεδο των ιμπεριαλιστών με σύμμαχο την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος».
Εξορίες
Τελικά οι Άγγλοι εξόρισαν 11 συνολικά Έλληνες Κυπρίους. Τους δεξιούς μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο, μητροπολίτη Κερύνειας Μακάριο, Διονύσιο Κυκκώτη, Σάββα Λοϊζίδη, Θεοφάνη Τσαγγαρίδη, Θεόδωρο Κολοκασίδη, Θεοφάνη Θεοδότου, Γεώργιο Χατζηπαύλου, Νικόλαο Κλ. Λανίτη, και τους κομμουνιστές Χαράλαμπο Βατυλιώτη και Κώστα Σκελέα. Οι δυο τελευταίοι μεταφέρθηκαν στην Αγγλία απ' όπου, όμως, μπόρεσαν να φύγουν λίγο αργότερα και να πάνε στη Σοβιετική Ένωση όπου και παρέμειναν.
Στη Σοβιετική Ένωση
Ο Χαράλαμπος Βατυλιώτης όπως προαναφέρθηκε στη διάρκεια της κυπριακής εξέγερσης του 1931 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Λονδίνο. Εκεί με τη βοήθεια του βρετανικού ΚΚ στα τέλη του 1931 κατόρθωσε να διαφύγει στην ΕΣΣΔ όπου κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τη στάση του ΚΚΚ κατά τη διάρκεια της κυπριακής εξέγερσης. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο ίδιος από τη Μόσχα στις 7 Μαΐου 1932 στο φίλο του «Γιάννη» που βρισκόταν στη Βρετανία, είχε περάσει δύο μήνες σε σανατόριο λόγω νευρικού κλονισμού. Σε επόμενο γράμμα του από το Ροστόφ την 1η Ιουλίου 1932 προς τον
Π. Κατσαρώνα στο Λονδίνο ανέφερε πως ήταν καλά και δούλευε στην καθημερινή εφημερίδα Οι κομμουνιστές όργανο της Περιφερειακής Επιτροπής του Β. Καυκάσου.
Στη συνέχεια επιστρέφει στη Μόσχα όπου με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΣΕ στέλνεται ως γεωπόνος στη Δ. Σιβηρία όπου διορίζεται διευθυντής του Κολχόζ δημητριακών Τσερεπανόβσκι και παράλληλα συνεργάζεται με την εφημερίδα Σοβιετική Σιβηρία που αποτελεί το όργανο της Π.Ε του Κόμματος δημοσιεύοντας άρθρα με το όνομα Χ.Δ. Βασίλιεφ.
Το Φθινόπωρο του 1933 διορίζεται υπεύθυνος καθοδηγητής των επιστημονικών ιδρυμάτων της Διεύθυνσης Γης, Δυτικής Σιβηρίας. Ξεκινά να γράφει βιβλίο με τίτλο Τι πρέπει να γίνει για τους Κολχόζνικους για να ευδαιμονίσουν και για να συλλέξει το σχετικό εμπειρικό υλικό επισκέπτεται αγροτικά κέντρα, κολχόζ και ινστιτούτα επιστημονικών ερευνών της περιοχής. Στη διάρκεια των επισκέψεων αυτών αρρωσταίνει από τύφο και επιστρέφει στο Νοβοσιμπίρσκ, όπου πεθαίνει στις 2 Ιανουαρίου 1934. Η κυπριακή εφημερίδα Πρωία της 10ης/8/34 ανακοίνωσε στους Κύπριους το θάνατό του.
Πηγές: