Ο όρος Βαρούσια, από το τουρκικό «βαρούς», που σήμαινε «προάστιο», απαντάται στην Κύπρο αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση του νησιού το 1570/71. Οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν την Κύπρο, και φοβούμενοι τυχόν προσπάθεια των Χριστιανών της Δύσης να την ανακαταλάβουν, φρόντισαν για την καλύτερη ασφάλεια των τριών οχυρωμένων πόλεων του νησιού, δηλαδή της πρωτεύουσας Λευκωσίας, της ισχυρής Αμμοχώστου και της Κερύνειας. Προς τούτο, και για να μη υπάρξει ο κίνδυνος ένας κάποιος χριστιανικός στρατός να είχε και βοήθεια από μέσα στις πόλεις, διέταξαν την εκδίωξη από αυτές των Ελλήνων (Χριστιανών) κατοίκων τους. Σώζεται σχετικό σουλτανικό έγγραφο του έτους 1571, που διατάζει όπως έξω από τα τείχη των τριών πόλεων «ιδρυθούν βαρούσια, στα οποία να εγκατασταθούν οι Χριστιανοί».
Στη Λευκωσία φαίνεται ότι δεν παρέστη ανάγκη ίδρυσης ενός «βαρούς» διότι υπήρχαν ήδη ολόγυρα οικισμοί, όπως το Καϊμακλί, η Παλλουριώτισσα, ο Άγιος Δομέτιος κ.α. Ούτε και στην Κερύνεια ιδρύθηκε «βαρούς» αφού λιγοστοί ήσαν οι κάτοικοι σ’ αυτήν. Αντιθέτως, οι Έλληνες κάτοικοι της Αμμοχώστου ίδρυσαν τότε, εκτός των τειχών, τη νέα πόλη, που επειδή ήταν «βαρούς» της Αμμοχώστου, έγινε γνωστή με την ονομασία Βαρώσι.