Η τέχνη της παρασκευής αρωμάτων. Όπως έχει αποδείξει η αρχαιολογική έρευνα, η τέχνη αυτή είχε υπάρξει και εξελιχθεί στην Κύπρο από τα αρχαιότατα χρόνια.
Μια ομάδα ιταλών αρχαιολόγων που πραγματοποιεί ανασκαφές στην Κύπρο από το 2005 έχει ανακαλύψει το αρχαιότερο αρωματοποιείο στην Κύπρο και ίσως σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Πύργος στη Λεμεσό στην τοποθεσία Μαυροράχη. Η αρχαιολογική ανακάλυψη έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σε σημείο που το Discovery Channel ετοίμασε ειδικό ντοκιμαντέρ. Χρονολογικά οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου ανήκουν μεταξύ Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού και συγκεκριμένα γύρω στο 2000 π.Χ.
Σύμφωνα πάντα με τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2005 το 4000 ετών αρωματοποιείο διέθετε τα περιζήτητα προϊόντα του σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Κάνοντας χρήση της ιστορικής αναλογίας, ο κυπριακός αυτός οίκος συνιστούσε κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς οίκους Channel, Cucci, και Bulgari . Σύμφωνα με τους Ιταλούς αρχαιολόγους του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Ρώμης, το εργοστάσιο αποτελείτο από τρία τμήματα: Ένα πιεστήριο για την παραγωγή μικρών ποσοτήτων λαδιού, εργαστήριο παραγωγής κρασιού και ένα σύστημα εκκαμίνευσης του χαλκού. Πρόκειται για το αρχαιότερο αρωματοποιείο στον κόσμο σύμφωνα με την Maria Rosario Belgiorno, επικεφαλής της αρχαιολογικής ομάδας των Iταλών: «Βρίσκεται σε καλή κατάσταση και διαπιστώσαμε τη χρήση πολύ εξειδικευμένης τεχνολογίας με τα μέτρα της εποχής».
Η κυπριακή αυτή βιοτεχνία του Πύργου υπολογίστηκε ότι παρήγαγε συνολικά 14 είδη αρωμάτων, τα οποία ετοποθετούντο σε ειδικά δοχεία, πολλά από τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην γύρω περιοχή. Οι Ιταλοί αρχαιολόγοι κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν 12 από τα μυροδοχεία που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή. Σύμφωνα με την ανάλυση που έγινε σε χημείο, έχει αποκαλυφθεί σε μεγάλο βαθμό η βάση της παραγωγής των αρωμάτων. Πρόκειται για αποστάγματα δάφνης, κανέλας, γλυκάνισου, περγαμόντο και μυρτιάς αναμεμιγμένα με λάδι. Η βιοτεχνία, σύμφωνα με τους ανασκαφείς ήταν μεσαίου μεγέθους. Στην περιοχή βρέθηκαν υπολείμματα πιθαριών ελαίου των 500 λίτρων κάτι που φανερώνει ότι η αρωματοποιία στην περιοχή αποτελούσε μαζί με την επεξεργασία του χαλκού μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες.
Τα προϊόντα της κυπριακής βιοτεχνίας αρωμάτων του Πύργου σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, εξάγονταν ιδίως στη Μινωική Κρήτη, όπου και χρησιμοποιούνταν ευρέως από τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας της εποχής, αλλά η χρήση τους ήταν διαδεδομένη και στις ταφικές τελετές, αφού η επάλειψη των νεκρών ήταν μέρος της ιεροτελεστίας της ταφής. Ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος αναφέρεται στα συγγράμματα του στην Κύπρο κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα αρώματα που παρήγαγε το νησί. Σύμφωνα με τον Πλίνιο η Κύπρος κατασκεύαζε κατά την Αρχαιότητα τα πιο διάσημα αρώματα γι’ αυτό ακριβώς ήταν και περιζήτητα. Στο έργο του encyclopaedic Historia Naturalis, αναφέρεται σε όλα τα γνωστά αρώματα της εποχής του και κατονομάζει τα συστατικά με τα οποία κατασκευάζονταν. Αναφορικά με την ποιότητα των κυπριακών αρωμάτων ο Πλίνιος είναι κατηγορηματικός: «Τα κυπριακά ήταν τα καλύτερα αρώματα και ήταν πρώτα σε ζήτηση στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου. Μετά έρχονταν τα αιγυπτιακά». Παρόλα αυτά οι Κύπριοι πολύ πιθανό να μυήθηκαν στην κατασκευή αρωμάτων από τους Αιγυπτίους. Η κατασκευή αρωμάτων στην Αίγυπτο μαρτυρείται από την προδυναστική περίοδο, αλλά τέθηκε σε εμπορική βάση στα χρόνια του Ραμσή Γ' (γύρω στο 1165 π.Χ). Οι φαραώ μάλιστα είχαν την αποκλειστικότητα της κατασκευής και εμπορίας των αρωμάτων, αφού τους απέφεραν τεράστια κέρδη.
Το αρωματοποιείο στον Πύργο της Λεμεσού σταμάτησε να υπάρχει μετά από κάποιο μεγάλο σεισμό. Ο σεισμός επέβαλε την άμεση εγκατάλειψη του, κάτι που ευνόησε τους σημερινούς αρχαιολόγους, αφού κάτω από τα χαλάσματα διασώθηκαν πάρα πολλά στοιχεία τα οποία φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Ο Stephan Kanlian, πρόεδρος του τμήματος μεταπτυχιακών σπουδών κοσμετολογίας και αρωματοποιίας του Ινστιτούτου Μόδας της Νέας Υόρκης αμφισβητεί τη θέση ότι η βιοτεχνία αυτή αποτελεί την αρχαιότερη στον κόσμο: «Μπορεί να είναι το αρχαιότερο καλοδιατηρημένο εργοστάσιο αρωμάτων στον κόσμο, αλλά όχι το αρχαιότερο», τόνισε σε συνέντευξη του στο Discovery, στο πλαίσιο μεγάλης έρευνας με στόχο τα τηλεοπτικά αποκαλυπτήρια του αρχαιολογικού χώρου. Όπως επισημαίνει ο Kanlian «στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν αρώματα για την ταφή των μούμιων πολύ ενωρίτερα».
Εξάλλου η Lisa Fong, πρώην πρόεδρος της Artisan Natural Perfumers Guild, και ιδιοκτήτρια της εταιρίας Artemisia Natural Perfumes, τονίζει ότι βρέθηκαν παρόμοια αρώματα το 3000 π.Χ στο Πακιστάν
Ο Kenneth Peterson, ιδιοκτήτης της εταιρείας "The Cosmetic Chemist," χρησιμοποιεί στην κατασκευή αρωμάτων πρακτικές των αρχαίων. Ο Peterson, πρώην φαρμακοποιός, αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρωτοπόρους στην κατασκευή σύγχρονων αρωμάτων χρησιμοποιώντας φρούτα, αρωματικά φυτά, βανίλια, αγγούρι. Σύμφωνα με τον Peterson η ανασκαφή της Κύπρου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όπως δήλωσε στο Discovery, «οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ως βάση για την κατασκευή των αρωμάτων το λάδι της ελιάς. Στη συνέχεια οι Γάλλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το λαρδί».
Μια επιγραφή του 5ου αι. π.Χ. από το Ραντί στην Παλαίπαφο αναφέρει το όνομα ενός «μυρεψού» ή «μυροφοργού», δηλαδή αρωματοποιού με το όνομα «Εμφυλότιμος». Τα αρώματα πρέπει να ήταν περιζήτητα κατά την Κυπροαρχαϊκή εποχή, γιατί παράλληλα γίνονταν και εισαγωγές μυροδοχείων από το εξωτερικό. Τα αρώματα, όπως και τα καλλυντικά από παράγωγα του χαλκού, χρησιμοποιούνταν για τον καλλωπισμό. Σίγουρα πρέπει να χρησιμοποιούνταν και για λατρευτικούς σκοπούς στα ιερά, στις γιορτές και τα συμπόσια των βασιλέων και πιθανόν για την ταφή των νεκρών.
Η Κύπρος διέθετε μια σειρά από αρωματικά φυτά όπως χειλανθή, φασκομηλιά, δυόσμο, θυμάρι, βασιλικό, γιασεμί, μυρτιά κ.ά. Οι μυρουργοί μάζευαν τις γόμμες, τα ρετσίνια, τις σχίζες και τους καρπούς από τους θάμνους και τα δέντρα, τα ετοίμαζαν, τα κατεργάζονταν και υπολόγιζαν τις αναλογίες τους.
Τα συστατικά ενός υγρού αρώματος ήταν μια ουσία αποσταγμένη από το χυμό κάποιου φυτού, ένα λάδι που χρησίμευε σαν βάση και σαν διαλυτικό, π.χ. μια ρητίνη ή γόμμα. Τα εργαλεία των μυρουργών ήταν πέτρινοι μύλοι, γουδιά και καζάνια. Στους μύλους θρυμμάτιζαν τα αρωματικά μέρη των φυτών και στα γουδιά τα κοπάνιζαν. Στα καζάνια ζέσταιναν ή έβραζαν τους βολβούς, τα κοτσάνια, τα φύλλα ή τα αρωματισμένα πέταλα. Μετά μάζευαν από την επιφάνεια του υγρού τα στερεοποιημένα αιθέρια έλαια ή άφηναν τα φυτά να μουλιάζουν στο λάδι και τα ανανέωναν αδιάκοπα.
Τα πιο συνηθισμένα αρώματα, που προϋπήρχαν από την εποχή των Μυκηναίων, ήταν το τριαντάφυλλο, η κύπερη, η φασκομηλιά, η ίρις και ο αρωματικός σχοίνος. Τα αρώματα αυτά τα χρωμάτιζαν, για να ικανοποιούν τα βλέμματα και τα αλάτιζαν επίσης, για να μην ταγγίζουν.
Κατά τις μεταγενέστερες εποχές ασκήθηκε ιδιαίτερα στην Κύπρο η τέχνη της παραγωγής αρωμάτων από διάφορα άνθη, με τη μέθοδο της απόσταξης, ιδίως από λουλούδια άγριας τριανταφυλλιάς( για παραγωγή ροδόσταγμου ή, όπως λέγεται στην Κύπρο, ροδοστέμματος) αλλά και ανθούς λεμονιάς και άλλων εσπεριδοειδών(για παραγωγή ανθόνερου). Τέτοια αρώματα ή αρωματικά υγρά παράγονται ακόμη και σήμερα στην Κύπρο, χρησιμοποιούνται δε και στη ζαχαροπλαστική.
Δ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ