Άγγλος διπλωματικός υπάλληλος, που κατείχε το αξίωμα του γραμματέα κατά το 1878, οπότε αναμείχθηκε στο ζήτημα της μεταβίβασης της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία και της κατάληψης του νησιού από την τελευταία.
Όταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και Αγγλίας τέλειωσαν, η δε συμφωνία για την Κύπρο επετεύχθη, δόθηκε εντολή στις 7 Ιουλίου του 1878 στον Άγγλο ναύαρχο λόρδο Τζων Χέυ να πλεύσει με τα καράβια του στην Κύπρο. Την ίδια μέρα αναχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη, με το αγγλικό πολεμικό πλοίο «Σαλαμίς», ο Ουώλτερ Βάριγκ και ο Σαμή πασάς, φέρνοντας στην Κύπρο το σουλτανικό φιρμάνι για παράδοση του νησιού από τους Τούρκους στους Άγγλους εκπροσώπους της βασίλισσας Βικτώριας. Οι Βάριγκ και Σαμή έφθασαν στη Λάρνακα την Τετάρτη, 10 Ιουλίου 1878. Ο Βάριγκ μετέφερε μαζί του και αντίγραφο της σύμβασης Αγγλίας και Τουρκίας για την Κύπρο.
Την επόμενη μέρα, οι Βάριγκ και Σαμή πασάς, συνοδευόμενοι από ένα Άγγλο, τον Ρόουσον (Rawson) πήγαν από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Οι δυο πρώτοι παρέδωσαν το σουλτανικό φιρμάνι στον Τούρκο διοικητή της Κύπρου Μπεσσίμ πασά. Ο Ρόουσον είχε εντολή να κατοπτεύσει τις οχυρώσεις και τις αμυντικές δυνατότητες της Λευκωσίας, για την περίπτωση που θα αναγκάζονταν οι Άγγλοι να καταλάβουν βίαια την πρωτεύουσα. Ωστόσο η μεταβίβαση του νησιού στους Άγγλους έγινε ειρηνικά.