Μητροπολίτης Κιτίου, διάδοχος του Μελετίου Γ', θείος του Ενωτιάδη - Δρανέτ πασά, αρχιάτρου των οθωμανικών ενόπλων δυνάμεων. Στον θρόνο του Κιτίου ανήλθε ο Βαρθολομαίος το 1864, ύστερα από καθαίρεση του Μελετίου από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Α' για καταχρήσεις, καθαίρεση αντικανονική και αντίθετη προς την υποστήριξη των Λεμεσιανών προς αυτόν. Για τη διαδοχή του Μελετίου, η υποψηφιότητα του Βαρθολομαίου υποστηρίχθηκε από τον Βρεττανό υποπρόξενο στη Λάρνακα Horace White, που πολεμούσε τον Μελέτιο και ήδη από το 1853 επεδίωκε να καταλάβει τη μητροπολιτική έδρα εχθρικός προς τη Γαλλία ιεράρχης. Τούτο αναφέρουν ο Γάλλος υποπρόξενος de Maricourt και ο προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στη Λεμεσό Γ. Ακάμας. Η υποστήριξη του Ενωτιάδη υπήρξε επίσης αποφασιστική στην εκλογή του Βαρθολομαίου, που έγινε δεκτός με πομπώδη τελετουργία από το λαό της Λάρνακας κι έλαβε το αναγκαίο βεράτιο της Υψηλής Πύλης μέσω του κυβερνήτη Χαλέτ μπέη, όταν ήλθε στην Κύπρο από τη Σμύρνη.
Οι έριδες ωσότου γίνει η εκλογή και καθιέρωση του Βαρθολομαίου μέσα στους κόλπους της Κυπριακής Εκκλησίας ήταν τόσο μεγάλες, ώστε αποκαλούνταν σχίσμα. Αλλά ο Βαρθολομαίος, με επίσκεψή του στη Λεμεσό αμέσως μετά την καθιέρωσή του, και με ποικίλες μεθόδους (απειλές, δωροδοκίες, κολακείες κλπ.) προκάλεσε μεταστροφή των αισθημάτων των Λεμεσιανών και τερματισμό της υποστήριξής τους προς τον Μελέτιο. Κύριος λόγος της ευμένειας του ποιμνίου του προς αυτόν ήταν, φαίνεται, η εξόφληση των χρεών της έδρας του με την καταβολή γι' αυτά του ποσού που είσπραξε από την πώληση ενός κτήματος, ήδη προτού αναχωρήσει από τη Σμύρνη, και με σκληρές οικονομίες.
Αρχικά ο Βαρθολομαίος συμπεριφέρθηκε με λογική και φρόνηση, σεβάσθηκε το ποίμνιό του και ζητούσε γνώμες για κάθε του απόφαση. Ωστόσο τους πρώτους μήνες του 1865 προέκυψε σοβαρό ζήτημα που απείλησε πάλι την ειρήνη στη μητρόπολη Κιτίου: Όταν ο Βαρθολομαίος αναζήτησε νέο ενοικιαστή των κτημάτων του Αγίου Γεωργίου Κοντού στη Λάρνακα, μετά τον θάνατο του προηγουμένου που είχε πλουτίσει απ' αυτά παρά την καταβολή ενοικίου 20.000 γροσιών, η εκκλησιαστική επιτροπή του Αγίου Λαζάρου διεκδίκησε το δικαίωμα διαχείρισης των κτημάτων αυτών για να δαπανά τα εισοδήματα στις ανάγκες των σχολείων της πόλης. Στην οξύτατη διαμάχη που ακολούθησε, ο Βαρθολομαίος κατηγορήθηκε για παραβάσεις και αδικήματα κάθε είδους, όπως εκμετάλλευση των χωρικών, υπέρογκα δοσίματα και δικαιώματα για γάμους κλπ., που τον είχαν κάμει ήδη πλούσιο. Ακόμη και οι εχθροί του Μελετίου τώρα μεταστράφηκαν υπέρ του και γίνονταν σκέψεις να τον επαναφέρουν στην έδρα του από το μοναστήρι του Ομόδους όπου είχε αποχωρήσει. Μόνο η επέμβαση του πανίσχυρου ανεψιού του Βαρθολομαίου, του αρχιάτρου Ενωτιάδη, τον έσωσε από την καθαίρεση. Ο Ενωτιάδης συμβούλεψε τον θείο του να προβεί σε συμβιβασμό με τους αντιπάλους του, κι αυτό έπραξε: Η περιουσία του Αγίου Γεωργίου Κοντού μετεφέρθη στην ευθύνη της σχολικής επιτροπής, η οποία ανέλαβε να καταβάλλει στη μητρόπολη 1.000 γρόσια τον μήνα ενοίκιο και τα υπόλοιπα να τα διαθέτει για τη συντήρηση των σχολείων. Έτσι πλούτισε η επιτροπή, χωρίς να ευεργετηθούν και τα σχολεία.
Ο Βαρθολομαίος παρέμεινε μητροπολίτης Κιτίου μέχρι το 1868, οπότε τον διαδέχθηκε ο Κυπριανός.