Ο Βαραδαίος υπήρξε ο ιδρυτής της Ιακωβιτικής Εκκλησίας της Συρίας και των γύρω χωρών (6ος μ.Χ. αιώνας). Με την υποστήριξη της αυτοκράτειρας του Βυζαντίου Θεοδώρας της Μεγάλης, συζύγου του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο Ιάκωβος Βαραδαίος ανέπτυξε ακάματη αποστολική δραστηριότητα σε διάφορες χώρες της περιοχής του, που κράτησε 35 χρόνια. Το 542 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Θεοδώρα τον διόρισε επίσκοπο Εδέσσης της Συρίας και ταυτόχρονα επόπτη όλων των Εκκλησιών της Μικράς Ασίας, των νησιών Κύπρου και Ρόδου, του Αιγαίου, μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Ο Ιάκωβος Βαραδαίος ήταν φανατικός Μονοφυσίτης και απέβη τελικά υπέρμαχος και ηγέτης της αίρεσης αυτής, ιδίως αφότου στο πατριαρχείο Αντιοχείας ο μονοφυσιτισμός είχε κοπάσει και ο Άνθιμος, τελευταίος Μονοφυσίτης πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, είχε εκθρονιστεί στα 536 μ.Χ.
Από το όνομα του Βαραδαίου οι Μονοφυσίτες είναι γνωστοί και με την ονομασία Ιακωβίτες, και την ονομασία αυτή είχαν και οι Μονοφυσίτες της Κύπρου.
Αν και δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο Ιάκωβος Βαραδαίος επεσκέφθη ποτέ την Κύπρο, πάντως το κήρυγμά του την επηρέασε πολύ και ενίσχυσε σημαντικά το τοπικό μονοφυσιτικό ρεύμα που δεν ήταν μικρό.
Είναι πιθανό ότι το περίφημο μωσαϊκό της Παναγίας στην αψίδα του ναού στην Κανακαριά, με την διφυσιτική φιλοσοφία του, την ορθόδοξη θεολογία της Χαλκηδόνος για δυο φύσεις ενωμένες σε μια υπόσταση, κατασκευάστηκε σαν απάντηση στο μονοφυσιτικό κήρυγμα του Ιακώβου Βαραδαίου.
Και πάλι δεν γνωρίζουμε αν η δραστηριότητα του Βαραδαίου επηρέασε κατά κάποιο τρόπο το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Το δικαίωμα ωστόσο που είχε για επεμβάσεις σε όλες τις Εκκλησίες της περιοχής, λογικά θα σήμαινε ότι είχε και κάποιου είδους δικαιοδοσία και επί της κυπριακής Εκκλησίας.