Βαμβάκι (στην κυπριακή διάλεκτο παμπάτζ'ιν) είναι ο καρπός της βαμβακιάς (Gossypium) που ανήκει στο γένος των πολυετών φυτών της οικογένειας των μαλαχιδών. Στο γένος αυτό υπάρχουν 35 είδη που φυτρώνουν στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ασίας, Αμερικής, Αφρικής, Αυστραλίας και Ευρώπης. Στην Κύπρο το καλλιεργούσαν εκτεταμένα σε παλαιότερα χρόνια κι αποτελούσε ένα από τα κυριότερα εξαγωγικά είδη.
Γενικά στοιχεία: Η βαμβακιά καλλιεργείται για τις κλωστικές της ίνες και οι καλλιεργούμενες μορφές είναι κυρίως τεσσάρων ειδών: η αφρικανοασιατική που είναι μονοετής, ποώδης (Gossypium herbaceum), βρίσκεται στις χώρες της Ασίας και με το χρόνο αντικαθίσταται με καλύτερες ποιότητες, η ινδοκινέζικη που είναι πολυετής δενδρώδης (Gossypium arboreum) και βρίσκεται στις Ινδίες, στο Πακιστάν, στη Μπαγκλαντές, στη Βιρμανία, στην Κίνα κ.α., η μεξικάνικη, η ονομαζόμενη ουπλάντ (Gossypium hirsutum) που συναντάται στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, στις ΗΠΑ, στη Βραζιλία, στο Μεξικό και σ' άλλες βαμβακοπαραγωγούς χώρες, και η περουβιανή (Gossypium barbadense) που συναντάται στην Αίγυπτο (είδη της αιγυπτιακής), στο Σουδάν, στην πρώην ΕΣΣΔ (τα είδη της λεπτόινης), στις ΗΠΑ (είδη σι- άιλαντ) κ.ά.
Το ριζικό σύστημα των καλλιεργούμενων ποικιλιών είναι ισχυρό με κύριο άξονα, που εισχωρεί στο έδαφος σε βάθος 2,4 -2,6 μ., αλλά η κύρια μάζα των ενεργών ριζών βρίσκεται στο εδαφικό στρώμα, πάχους 0-50 εκ. Ο βλαστός είναι ευθύς και διακλαδισμένος. Τα φύλλα είναι κανονικά, λεπτά ή δερματώδη, κατά κανόνα 3-7, πλατιά, με παράφυλλα, τα κάτω είναι ωοειδή και καρδιοειδή, χωρίς παράφυλλα. Το άνθος είναι ερμαφρόδιτο, μεγάλο με 5 κρεμ, κίτρινα ή λευκά (σε μερικά είδη με κόκκινη βούλα) πέταλα. Το χρώμα των πετάλων αλλάζει όταν μαραίνονται και γίνεται πορτοκαλί, κόκκινο, μενεξεδί. Οι στήμονες συνενώνονται και σχηματίζουν στήλη, ο ύπερος έχει 3-5 στίγματα και η ωοθήκη έχει 3-5 χώρους. Ο καρπός, που είναι κάψα με διάμετρο 1,5 -4,5 εκ. και 25- 35 σπέρματα, ανοίγει με 3-5 βαλβίδες.
Το βαμβάκι αποτελείται από τις ίνες που καλύπτουν το σπόρο της βαμβακιάς. Όταν οι καρποί της βαμβακιάς ωριμάσουν, μαζεύεται το ακατέργαστο βαμβάκι (δηλαδή οι σπόροι που καλύπτονται με ίνες και χνούδι). Η διαδικασία πρωτοβάθμιας επεξεργασίας του βαμβακιού αρχίζει στα εκκοκκιστήρια των εργοστασίων όπου διαχωρίζονται οι ίνες από τους σπόρους. Στο σύνολο του βαμβακιού οι ίνες αποτελούν το 1/3 της γενικής ακατέργαστης μάζας του. Το βαμβάκι είναι το πιο φθηνό και πιο διαδεδομένο είδος ινών υφαντουργίας. Στην παγκόσμια παραγωγή τέτοιων ινών το βαμβάκι κατέχει γύρω στα 50%.
Η περιεκτικότητα του βαμβακιού σε ίνα εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο μαζέματος της ακατέργαστης ύλης βαμβακιού, την πρωτοβάθμια επεξεργασία του, καθώς και από την ποικιλία βαμβακιού και τις συνθήκες ανάπτυξής του. Σε εξάρτηση από το είδος βαμβακιάς και από τη βασική ποιοτική ένδειξη — τη λεπτότητα της ίνας του — το βαμβάκι διαχωρίζεται σε δυο είδη: το μεσαιοϊνώδες και το λεπτοϊνώδες που έχει πιο μακριά και λεπτή ίνα.
Η καλλιέργεια στην Κύπρο: Το βαμβάκι διαδραμάτισε για πολλούς αιώνες πρωταρχικό ρόλο στην παραγωγή, στο εμπόριο και γενικότερα στην οικονομία της Κύπρου. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί και να παραμείνει ένα από τα βασικότερα προϊόντα της κυπριακής γεωργίας για πέντε σχεδόν αιώνες, από τις αρχές του 16ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, οπότε η παραγωγή του αρχίζει να μειώνεται ραγδαία για να εγκαταλειφθεί πλήρως λίγα χρόνια αργότερα.
Το κυπριακό βαμβάκι, του οποίου η καλλιέργεια έγινε γνωστή στο νησί στα μέσα του 14ου αιώνα (γύρω στα 1350 μ.Χ.), χάρις στην τελειότητα των ινών του και τη λευκότητα του χρώματός του, ήταν από τα καλύτερα και ξακουστότερα της Μεσογείου, στην οποία διακρίνονταν τρία κυρίως είδη: το βαμβάκι της Κύπρου που ήταν το ωραιότερο, το βαμβάκι της Σμύρνης και το βαμβάκι της Θεσσαλονίκης.
Με την πάροδο του χρόνου σιγά - σιγά η παραγωγή βαμβακιού εξαπλώθηκε πάρα πολύ στο νησί. Επειδή το βαμβάκι γινόταν συνεχώς και πιο περιζήτητο από τις αναπτυσσόμενες υφαντουργίες της Ευρώπης, για τις οποίες αποτελούσε τη βασικότερη πρώτη ύλη, με αποτέλεσμα τα κέρδη που πραγματοποιούνταν από την καλλιέργειά του να είναι πολύ μεγάλα, οι γεωργοί της Κύπρου άρχισαν να επιδίδονται σ' αυτή με ιδιαίτερο ζήλο και να εγκαταλείπουν την καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου που απέδιδε λιγότερα κέρδη. Η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο εγκαταλείφθηκε σημαντικά κυρίως μετά τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, ύστερα από την ανακάλυψη της Αμερικής στην οποία το ζαχαροκάλαμο, που είχε μεταφερθεί εκεί από τον Κολόμβο, ευδοκιμούσε καλύτερα και απέδιδε περισσότερα.
Βλέπε λήμμα: Ζάχαρη- ζαχαροκάλαμο
Κάτω από την επίδραση των πιο πάνω παραγόντων, στα μέσα του 16ου αιώνα στην κυπριακή γεωργία σημειώθηκε μια ιδιαίτερα σημαντική αλλαγή: από τη μια μειώθηκε ακόμη πιο πολύ η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου και κατά συνέπεια η παραγωγή της ζάχαρης και από την άλλη εξαπλώθηκε σημαντικά η καλλιέργεια της βαμβακιάς η οποία εκτόπισε την παραγωγή ζάχαρης σχεδόν πλήρως γύρω στα 1600 μ.Χ.
Ο Στέφανος Λουζινιανός αναφέρει ότι η παραγωγή βαμβακιού στην Κύπρο το 16ο αιώνα ήταν πολύ πιο προσοδοφόρα από την παραγωγή ζάχαρης γιατί εξασφάλιζε μεγαλύτερο κέρδος με λιγότερα έξοδα. Επειδή η παραγωγή του ήταν τόσο επικερδής, το βαμβάκι λεγόταν και χρυσό φυτό (plant of gold).
Παρόλο που το βαμβάκι εκαλλιεργείτο στην Κύπρο από το 14ο αιώνα, δεν διαθέτουμε πληροφορίες ούτε για τις εκτάσεις που κάλυπτε η καλλιέργειά του, ούτε για τον όγκο της παραγωγής του. Δυο εκθέσεις (Relatione) Βενετών τοποτηρητών του νησιού αναφέρουν ότι η παραγωγή βαμβακιού ήταν 7.000 καντάρια (μπάλες) κατά το τέλος του 15ου αιώνα και 20.000 καντάρια κατά το 1540. Ο Percival μετέτρεψε τον αριθμό αυτό σε 1.250.000 οκάδες, που ισοδυναμεί με την παραγωγή μιας καλής χρονιάς των νεότερων χρόνων, όπως εκείνης του 1950. Σύμφωνα με τον Mariti η παραγωγή βαμβακιού κατά τη Βενετοκρατία ήταν ακόμη μεγαλύτερη και ανερχόταν σε 30.000 καντάρια (30.000 μπάλες). Οι κυριότερες περιοχές καλλιέργειας βαμβακιού κατά τη Βενετοκρατία ήταν τα Κούκλια, η Επισκοπή, η Λεύκα και η Κυθρέα. Η παραγωγή βαμβακιού, όπως ήδη αναφέρθηκε, εξαπλωνόταν διαρκώς σε βάρος της καλλιέργειας του ζαχαροκάλαμου. Ο Dunstan αναφέρει ότι κατά τη Βενετοκρατία για την καλλιέργεια βαμβακιού που προοριζόταν για εξαγωγή εχρησιμοποιούντο 60.000 acres, ενώ άλλη τόση έκταση εχρησιμοποιείτο και για την καλλιέργεια βαμβακιού που διετίθετο για την κάλυψη των ντόπιων αναγκών.
Το βαμβάκι εξακολουθούσε να είναι από τα βασικότερα προϊόντα της κυπριακής γεωργίας και μετά την κατάκτηση της Κύπρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία και μαζί με το μετάξι αποτελούσε την κυριότερη πρώτη ύλη πάνω στην οποία στηριζόταν η κυπριακή υφαντουργία.
Βλέπε λήμματα: Υφαντική και μετάξι
Κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα η Levant Company εξήγαγε μεγάλες ποσότητες κυπριακού βαμβακιού στην Αγγλία παρόλο που η ετήσια παραγωγή του κατά τον 18ο αιώνα μειώθηκε αισθητά σε σύγκριση μ' εκείνη της περιόδου της Βενετοκρατίας. Κατά τον Mariti σε χρονιές καλής σοδειάς, η ετήσια παραγωγή βαμβακιού ανερχόταν σε 5.000 μπάλες (καντάρια) αλλά κάποτε αυτή μόλις έφθανε στις 3.000 μπάλες. Συνεπώς συνάγεται ότι τον 18ο αιώνα η ετήσια παραγωγή βαμβακιού σε σύγκριση με την περίοδο της Βενετοκρατίας μειώθηκε τέσσερις ως έξι φορές αν και σύμφωνα με μια άλλη πηγή αυτή μειώθηκε μόνο στη μισή, αφού το 1745 ανερχόταν στις 600.000 οκάδες.
Το κυπριακό βαμβάκι τον 18ο αιώνα εξαγόταν στη Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Αγγλία και κυρίως στη Βενετία όπου οι μεγαλύτερες ποσότητες αγοράζονταν από Γερμανούς εμπόρους. Στη Βενετία, γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, κυπριακό βαμβάκι αγόραζε και ο Ελβετός ιδιοκτήτης βιομηχανίας σταμπωτών βαμβακερών υφασμάτων Streiff, που έδινε το κυπριακό βαμβάκι για ύφανση σε διάφορους βιοτέχνες. Τα υφάσματα αυτά μετά την ύφανσή τους, βάφονταν και σταμπώνονταν με διάφορα σχέδια και στη συνέχεια πωλούνταν σε διάφορους εμπόρους για να εξαχθούν στη Γερμανία, Ρωσία, Αυστρία και Ιταλία. Αναφερόμενος στην εξαγωγή του κυπριακού βαμβακιού κατά τον 18ο αιώνα ο Mariti μας πληροφορεί ότι το μεγαλύτερο μέρος από τις 3.500 μπάλες της συνολικής παραγωγής εξαγόταν στη Βενετία· απ' εκεί η Γερμανία έπαιρνε τις ποσότητές της. Το βαμβάκι επωλείτο σε ψηλές τιμές και γι' αυτό πολλοί αγγλικοί και ολλανδικοί οίκοι για να πετύχουν καλύτερες τιμές, μέσω εμπόρων της Κωνσταντινούπολης, το παράγγελλαν απευθείας από την Κύπρο απ' όπου εξαγόταν για λογαριασμό τους στη Βενετία, Γαλλία, Τοσκάνη, Αγγλία και Ολλανδία. Ποσότητες κυπριακού βαμβακιού ήδη από αιώνες πριν εξάγονταν στην Αγκώνα και τη Ραγούζα. Ο Mariti αναφέρει ότι οι κυριότερες περιοχές καλλιέργειας βαμβακιού τον 18ο αιώνα ήταν οι διαβρεχόμενες κατά το χειμώνα πεδιάδες στη Λάρνακα, η Κυθρέα, οι πεδιάδες στη Λεμεσό, τα Κούκλια, το Κτήμα, η Σολέα και η Λεύκα.
Χάρη κυρίως στο εξαιρετικής ποιότητας βαμβάκι, αλλά και σ' άλλες πρώτες ύλες που διέθετε, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν το μετάξι, το μαλλί, το ριζάρι, η σόδα και άλλες, η Κύπρος τον 18ο αιώνα είχε αναπτύξει μια ανθούσα υφαντουργική βιοτεχνία και οικοτεχνία. Τα διάφορα υφάσματα που υφαίνονταν για πολλούς αιώνες με τη χρήση του πατροπαράδοτου αργαλειού εχρησιμοποιούντο τόσο για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς και ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού όσο και για εξαγωγή. Το νησί παρήγε γύρω στις 10.000 δέματα βαμβακερά δίμιτα, που περιείχαν μικρό ποσοστό μεταξιού, 15.000 δέματα ενός φαρδιού βαμβακερού υφάσματος, που ήταν γνωστός ως μπασμάς, 40.000 δέματα βαμβακερολινού υφάσματος που ονομαζόταν skirnity, 20.000 δέματα σταμπαρισμένων πανιών, καθώς επίσης πολλές χιλιάδες μαξιλαροθήκες και χοντρά μαντήλια. Ο Mariti, που έζησε στην Κύπρο κατά την περίοδο 1760-1767 αναφέρει ότι τότε στο νησί υπήρχαν μόνο εκείνοι οι τεχνίτες των οποίων τα επαγγέλματα ήσαν απόλυτα απαραίτητα για την ανθρώπινη ύπαρξη καθώς επίσης μικρές βιοτεχνίες του βαμβακιού και των δερμάτων.
Βλέπε λήμμα: Βούφα- Ο αργαλειός της Κύπρου
Η Κύπρος τον 18ο και τον 19ο αιώνα προμήθευε ολόκληρη την αγορά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με βαμβακερά υφάσματα και κυρίως με τα λεγόμενα δίμιτα που λόγω του ιδιαίτερου τρόπου ύφανσής τους, της ανθεκτικότητας και της εξαιρετικής τους ποιότητας, είχαν ξεχωρίσει και καθιερωθεί στο εμπόριο της Ανατολής. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι διάφοροι έμποροι μπορούσαν να τα προμηθεύονται στις αγορές όλων των κυριοτέρων εμπορικών κέντρων της Ανατολής και ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας και της Θεσσαλονίκης.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η καλλιέργεια βαμβακιού είχε μειωθεί σε μεγάλο βαθμό παρόλο που οι παραγωγικές δυνατότητες του νησιού ήσαν πολύ μεγάλες. Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η ετήσια παραγωγή ήταν πολύ περιορισμένη και κυμαινόταν γύρω στις 10.000 μπάλες (καντάρια). Μάλιστα, όσο περνούσαν τα χρόνια, η βαμβακοκαλλιέργεια εγκατέλειπετο όλο και περισσότερο. Τούτο μαρτυρείται και από το γεγονός ότι ενώ η Κύπρος, σύμφωνα με τον Mariti, κατά τη Βενετοκρατία εξήγε 30.000 μπάλες βαμβάκι (συνολικά 6.600.000 λίπρες) οι εξαγωγές βαμβακιού στη δεκαετία 1850-1860, σύμφωνα με εκθέσεις διαφόρων προξένων στο νησί, σπάνια έφθαναν τις 6.000 μπάλες ή τις 1.320.000 λίπρες. Επίσης, παρόλο που η γη στην οποία εκαλλιεργείτο το βαμβάκι ήταν γόνιμη, η κατά στρέμμα παραγωγή κατά την πιο πάνω περίοδο ήταν χαμηλή και κυμαινόταν μεταξύ 110 και 240 λιπρών (80- 85 οκάδες).
Η σημαντική αυτή μείωση της παραγωγής βαμβακιού οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην αισθητή μείωση της συνολικής έκτασης που εκαλλιεργείτο με βαμβάκι αλλά και στην κακή ποιότητα του σπόρου που εχρησιμοποιείτο. Σύμφωνα με υπολογισμούς της τότε εποχής, στο νησί θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν με βαμβάκι περίπου 80.000 στρέμματα, δηλαδή το 1/30 (ή 3,5%) της καλλιεργήσιμης γης και να έχει παραγωγή 32.000.000 λίπρες ή 14.285 τόνους βαμβάκι. Όμως, οι εκτάσεις γης στις οποίες εκαλλιεργείτο το βαμβάκι, όχι μόνο τον 18ο και 19ο αιώνα αλλά και σ' άλλες περιόδους της κυπριακής ιστορίας σπάνια ξεπερνούσαν το 1% της συνολικής γεωργικής γης. Από την έκθεση του Άγγλου προξένου στην Κύπρο Campbell πληροφορούμαστε ότι η παραγωγή βαμβακιού το 1862 ανερχόταν σε 10.000 μπάλες. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής εξαγόταν στη Γαλλία μέσω Μασσαλίας και μόνο μικρές ποσότητες εξάγονταν στην Αγγλία.
Εξαίρεση της γενικά μειωμένης παραγωγής βαμβακιού στην Κύπρο καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, αποτελεί η περίοδος του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική (1861-1865) κατά την οποία η ακαθαρσία και οι πολύ ψηλές τιμές του βαμβακιού στην Ευρώπη είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί αισθητά, αν και προσωρινά, η καλλιέργεια βαμβακιού στην Κύπρο. Αυτό συνέβαλε στη σημαντική αύξηση των εξαγωγών κυπριακού βαμβακιού οι οποίες το 1865 έφθασαν στις 1.800.000 και το 1866 στις 2.065.000 λίπρες. Όμως, αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, οι εξαγωγές κυπριακού βαμβακιού μειώθηκαν αισθητά.
Η πτώση της παραγωγής βαμβακιού και κατ' επέκταση η εξασθένιση της βιοτεχνίας βαμβακερών υφασμάτων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οφειλόταν κυρίως στην τακτική της επιβολής βαριάς φορολογίας στην παραγωγή βαμβακιού στους αγρούς πριν από το τέλος της συγκομιδής. Επίσης στη μείωση της παραγωγής συνέβαλλε και η έλλειψη φροντίδας για την προστασία των καλλιεργειών βαμβακιού πράγμα που είχε ως συνέπεια τη χειροτέρευση της ποιότητας του νήματος καθώς επίσης και τη γενική πτώση των τιμών.
Ενδεικτικά των όσων αναφέραμε πιο πάνω είναι τα στοιχεία που περιλαμβάνει ο επόμενος πίνακας σχετικά με την παραγωγή βαμβακιού κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860.
Παραγωγή βαμβακιού κατά την περίοδο 1857- 1864:
Χρονολογία | Παραγωγή σε Λίπρες |
---|---|
1857 | 1.034.000 |
1858 | 1.190.000 |
1859 | 1.250.000 |
1860 | 1.227.000 |
1861 | 1.446.000 |
1862 | 1.500.000 |
1863 | 2.200.000 |
1864 | 3.000.000 |
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις με βαμβάκι κατά την πιο πάνω περίοδο κυμαίνονταν από 16.000 ως 21.000 και ιδιοκτήτες αυτών ήσαν κυρίως καλλιεργητές με μικρό κλήρο. Για την επεξεργασία του βαμβακιού κατά την ίδια περίοδο υπήρχαν στην Κύπρο τέσσερα εργοστάσια εφοδιασμένα με ειδικές εκκοκκιστικές μηχανές.
Από την εποχή της κατάκτησης της Κύπρου από τους Άγγλους το 1878 και μετά δεν παρατηρήθηκε καμιά σημαντική ή μόνιμη αύξηση στην καλλιέργεια του βαμβακιού παρόλο που από το 1890 εγκαταλείφθηκε η τακτική επιβολής φορολογίας στους αγρούς που εκαλλιεργούντο με βαμβάκι. Επίσης από τον ίδιο χρόνο η είσπραξη της δεκάτης περιορίστηκε μόνο πάνω στις εξαγωγές. Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η ετήσια παραγωγή βαμβακιού κατά μέσο όρο δεν ξεπερνούσε το 1.000.000 λίπρες, από τις οποίες το 50% περίπου εξαγόταν, κυρίως, στη Μασσαλία και στην Τεργέστη. Ένας υπολογισμός που βασίζεται στην υπόθεση ότι η απόδοση του καθαρού βαμβακιού κατά την εποχή αυτή κυμαινόταν μεταξύ 250 και 300 λιπρών κατά στρέμμα δείχνει ότι στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η βαμβακοκαλλιέργεια κάλυπτε γύρω στις 4.000 στρέμματα, ενώ κατά τη Βενετοκρατία οι φυτείες που προορίζονταν για εξαγωγή καταλάμβαναν 60.000 στρέμματα κι άλλη τόση έκταση οι φυτείες που προορίζονταν για την ικανοποίηση των αναγκών της ντόπιας βιοτεχνίας και οικοτεχνίας βαμβακερών υφασμάτων.
Βλέπε λήμμα: Αγγλοκρατία- Οικονομία
Το 1946 καλλιεργήθηκαν με βαμβάκι συνολικά 19.343 σκάλες εκ των οποίων 2.075 σκάλες (10,73%) στην επαρχία Λευκωσίας, 2.014 σκάλες (10,41%) στην επαρχία Κερύνειας, 11.240 σκάλες (58,11%) στην επαρχία Αμμοχώστου, 769 σκάλες (3,98%) στην επαρχία Λάρνακας, 113 σκάλες (0,58%) στην επαρχία Λεμεσού και 3.132 σκάλες (16,98%) στην επαρχία Πάφου. Η ετήσια συνολική παραγωγή βαμβακιού κατά την περίοδο 1949-53 κυμαινόταν γύρω στις 1.151.421 οκάδες. Η καλλιεργούμενη έκταση και κατ' επέκταση η συνολική παραγωγή βαμβακιού το 1960 μειώθηκε αισθητά. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία η καλλιεργούμενη έκταση με βαμβάκι μεταξύ των ετών 1946 και 1960 μειώθηκε από 19.343 σε 6.288 σκάλες, δηλαδή περιορίστηκε στο ένα τρίτο, με αποτέλεσμα τη θέση του βαμβακιού να πάρουν νέες φυτείες.
Το βαμβάκι εκαλλιεργείτο σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Αυτές μπορούν να χωριστούν σε δυο κυρίως κατηγορίες, στις ξηρικές και στις αρδευόμενες. Οι πρώτες περιοχές είναι εκείνες στις οποίες το βαμβάκι εκαλλιεργείτο χωρίς να ποτίζεται. Η όλη παραγωγή των περιοχών αυτών στηριζόταν στην υγρασία που διατηρούσε το έδαφος από τις βροχές του χειμώνα. Οι κυριότερες περιοχές ξηρικής καλλιέργειας βαμβακιού ήταν εκείνες της Μεσαορίας και της Καρπασίας. Οι δεύτερες περιοχές είναι εκείνες στις οποίες το βαμβάκι ποτιζόταν περιοδικά κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς του. Οι κυριότερες αρδευόμενες περιοχές καλλιέργειας βαμβακιού ήταν εκείνες της Κυθρέας, της Νήσου, του Δαλιού, της Σολέας και της Λαπήθου.
Το βαμβάκι που προερχόταν από περιοχές με ξηρική καλλιέργεια επωλείτο σε χαμηλότερες τιμές απ' εκείνο που εκαλλιεργείτο σε αρδευόμενες περιοχές. Το πρώτο βαμβάκι ήταν τραχύ στο άγγιγμα και είχε μικρότερο μέγεθος από το δεύτερο, αλλά είχε ικανοποιητικό χρώμα. Το αρδευόμενο βαμβάκι είχε μεγαλύτερο μέγεθος, ήταν καλύτερης ποιότητας αλλά και ακριβότερο από το βαμβάκι ξηρικής καλλιέργειας.
Οι διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν στον όγκο της συνολικής παραγωγής βαμβακιού από την περίοδο της Βενετοκρατίας μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, που αποτελεί και την περίοδο μετά την οποία αρχίζει η βαθμιαία εγκατάλειψη της παραγωγής του, δίνονται πολύ παραστατικά στον πιο κάτω πίνακα.
Η παραγωγή βαμβακιού σε οκάδες κατά τη Βενετοκρατία, την Τουρκοκρατία και την Αγγλοκρατία:
Μέσος Όρος | ||||
---|---|---|---|---|
Χρόνος: | 1540 | 1745 | 1853 | 1949-53 |
Παραγωγή: | 1.250.000 | 600.000 | 444.500 | 1.151.421 |
Σήμερα η Κύπρος δεν παράγει καθόλου βαμβάκι με αποτέλεσμα οι ντόπιες ανάγκες, που λόγω μεγάλου ανταγωνισμού άλλων πρώτων υλών παρουσιάζονται πολύ περιορισμένες, να καλύπτονται αποκλειστικά με εισαγωγές ακατέργαστου όσο και κατεργασμένου βαμβακιού (νήματα και άλλες βαμβακερές ύλες) .
ΑIΚ. X. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ