Βαλιάν ή Βαλιάνος Iβελίνος

Ιππότης, γιος του Ιωάννη Ιβελίνου «Γηραιού Κυρίου της Βηρυτού». Σχετικά με τη δράση του, βλ. λήμμα Βαλιάν ή Βαλιάνος Α' Ιβελίνος. Πρόσθετα προς τις πληροφορίες στο πιο πάνω λήμμα, αναφέρονται και τα εξής: Ανακηρύχθηκε ιππότης στα 1224 μαζί με τον αδελφό του Βαλδουίνο* Ιβελίνο, σε μεγάλη λαμπρή τελετή, «την πιο μεγάλη και μακρά τελετή που έγινε στα μέρη αυτά όσο ξέρουμε», κατά μια πηγή (τον Φιλίπ ντε Νοβάρε). Στην τελετή αυτή συνέβη σοβαρό επεισόδιο ανάμεσα στον Αίμερυ Μπαρλαί και τον ιππότη Τορινγκουέλ, που ανήκε στην οικογένεια του τότε αντιβασιλιά Φιλίππου Ιβελίνου, αδελφού του Ιωάννη, που δημιούργησε έχθρα μεταξύ του Μπαρλαί και των Ιβελίνων. Παρόλα αυτά, χάρη στη συμφιλιωτική πολιτική του Ιωάννη, ο Αίμερυ διατηρούσε σχέσεις στενές με τον Βαλιάν Ιβελίνο για πολύ καιρό. Στις αρχές του 1236 πληγώθηκε από το άλογό του και έγινε μέλος των Ναϊτών ο «Γηραιός Κύριος» Ιωάννης, ο πατέρας του, που πήγε και πέθανε στην Άκρα κατά τον Μάρτιο, οπότε τον διαδέχθηκε κατά διαταγή του ο αγαπημένος μεγαλύτερος γιος του Βαλιάν. Με την ιδιότητα αυτή έγινε κοντοστάβλης του βασιλείου της Κύπρου και σύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου Α'. Υπογράφει ως πρώτος μάρτυρας σε χάρτα προνομίων που εκχωρεί η Κύπρος, τον Μάρτιο του 1236, στους πολίτες της Μασσαλίας, του Μονμπελιέ και άλλων πόλεων της Προβηγκίας, προνομίων που καθορίζουν και τις τιμές των εμπορευμάτων στο εμπόριο Μέσης Ανατολής και Δύσης.

 

Στα 1246 ο Βαλιάν έλαβε το αξίωμα του βαΐλου της Ιερουσαλήμ, αφού λίγο πριν ο Ερρίκος αναγνωρίστηκε κύριος του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ύστερα από το θάνατο της βασίλισσας Αλίκης, που τον άφηνε τον πλησιέστερο συγγενή του Κορράδου* στη Συρία. Όπως και ο Ερρίκος, που απηλλάγη από τον πάπα του όρκου πίστεως και υποτέλειας στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β', έτσι κι ο Βαλιάν ετέθη υπό την προστασία του πάπα. Η Ιερουσαλήμ στις 23 Αυγούστου 1244 είχε ήδη πέσει στα χέρια των Μουσουλμάνων, επομένως ο τίτλος ήταν κενός.

 

Ο Βαλιάν πέθανε στις 4 Σεπτεμβρίου 1247 και τον διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του Ιωάννης του Αρσούρ.