Πήλινο δοχείο που κατασκευαζόταν παλαιότερα στην Κύπρο και χρησίμευε για το φούρνισμα ψητών και άλλων φαγητών στον χωριάτικο φούρνο. Βακανάς λεγόταν και το επίσης πήλινο δοχείο (κούπα) που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί στο άρμεγμα των προβατίνων. Η λ. προέρχεται ίσως από την αρχ. βίκος (=πήλινο σκεύος).
Ο Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής σημειώνει πως πρόκειται για γαλευτήρι, μεγάλο πήλινο ή ξύλινο αγγείο (Γιαγκουλλής 2009, λήμμα βακανάς,ο, 92).
Ο Ιωάννης Ερωτόκριτος στο Γλωσσάριό του ορίζει τον βακανά ως επιτόπιο αγγείο από χώμα, στο οποίο οι βοσκοί τοποθετούν το γάλα (Κυπρή 1989, λήμμα βακανας,ο, 17).
Ο Γεώργιος Λουκάς στο Γλωσσάριό του αναφέρει πως ο βακανάς είναι πήλινο σκεύος για το κρασί και το νερό, αλλά και πήλινο τρυβλιοειδές αγγείο, το οποίο χρησιμοποιούν ως ταψί στον φούρνο για να ψήσουν κρέας και άλλα φαγητά (Κυπρή 1979 [2002], λήμμα βακανάς,ο, 82-83).