Έτσι λέγεται στην Κύπρο ο λευκός και ο μαύρος καρπός της μουριάς (συκαμινιάς ή βαβατσινιάς), δηλαδή το μούρο. Με το ίδιο όνομα είναι γνωστοί στην Κύπρο και οι καρποί του βάτου, τα βατόμουρα.
Προέρχεται από τη λέξη βάτιον (συκαμίνου ο καρπός), κατά τον μεσαίωνα έγινε βάτσινον και αργότερα βαβάτσινος με αναδίπλωση της πρώτης συλλαβής.
Η λέξη “βάτιον” προέρχεται από την αρχαία «Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο», τη διάλεκτο που διαμορφώθηκε όταν οι Αχαιοί αποίκησαν την Κύπρο.
Πηγές:
Κυριάκου Χατζηιωάννου: Ετυμολογικό Λεξικό της Ομιλούμενης Κυπριακής Διαλέκτου