Ο κυριότερος θεός της Σιδώνος και ταυτόχρονα όλων των Φοινίκων. Λατρεύτηκε επίσης στη Συρία, στη Μεσοποταμία, στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο και στη Ρώμη. Οι αρχαίοι Έλληνες τον ταύτισαν με τον Δία (ή με τον Κρόνο) ως Βάαλ - Άμμωνα.
Βάαλ (μυθολογία): Ο Βάαλ ήταν θεός του ουρανού (Βάαλ - Shamin), της γης (Βάαλ - Zeboul, Βάαλ - Ars), της αφθονίας, του πολέμου, της καταιγίδας (Βάαλ - Hadad), των πηγαδιών και των χειμάρρων (Βάαλ - Ali Jan, με ιερά κάτω από τη γη), των ακρωτηρίων (Βάαλ -Rosh), της θάλασσας και των ναυτικών (Βάαλ - Malage), και των ορέων (Βάαλ - Saphon, με ιερά στα βουνά). Η λατρεία του αποδεικνύεται στην Ανατολή από την 2η χιλιετία π.Χ. και διαρκεί μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Τα ιερά ζώα του Βάαλ ήταν ο ταύρος και ο κριός, τον συμβόλιζε δε βαίτυλος (ιερή πέτρα). Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Βάαλ ήταν γιος του θεού Εl (στη Ras Shamra) ή του θεού Dagan (στην Ugarit) και σύντροφος της θεάς Ashera ή της θεάς Tank (στην Καρχηδόνα). Τα πιο σημαντικά του ιερά βρίσκονταν στη Σιδώνα και στην Καρχηδόνα.
Στην Κύπρο ιερά του Βάαλ υπήρχαν στη Λάπηθο, στο Κίτιον, και πιθανότατα και εκεί όπου βρέθηκαν παραστάσεις του, όπως σε Αμαθούντα, Μένοικο, Γολγούς, Λευκόνοικο κ.α. Από διάφορες πηγές γνωρίζουμε ότι τα ιερά του συνήθως περιλάμβαναν αυλή, στην οποία υπήρχε ναός με ταράτσες. Υπήρχαν ακόμη βωμοί και αντικείμενα λατρείας.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της λατρείας του Βάαλ ήταν οι ιεροτελεστίες που γίνονταν μετά τον θερισμό και κατά τη διάρκεια των οποίων εκτελούνταν σπονδές και γίνονταν προσφορές ζώων (ταύρος, βόδι, πρόβατο) και δημητριακών. Στον Βάαλ αφιέρωναν πάντα τα πρώτα νεογνά , το πρώτο δεμάτι από κριθάρι και το τελευταίο από σιτάρι. Αναφέρεται ακόμα ότι προς τιμήν του γίνονταν και ανθρωποθυσίες.
Εκτός από τους ιερείς, στη λατρεία του θεού Βάαλ μετείχαν και μάγοι καθώς και μάντεις.
Ου.Τ.Σ.
Βάαλ - Άμμων (αρχαιολογία): Το θεονύμιο Βάαλ - Αμμων, σχηματισμένο με τη συνένωση εκείνων του φοινικικού θεού Βάαλ ή Βήλου (=Κύριος) και του αιγυπτιακού Άμμωνος ή Αμούν χρησιμοποιείται για την ονομασία παραστάσεων ενός θεού που εμφανίζεται στην τέχνη σαν γενειοφόρος άνδρας ώριμης ηλικίας καθήμενος μεγαλόπρεπα σε θρόνο, όπως τον μεγάλο θεό του φοινικικού πανθέου Βάαλ και εκείνον του ελληνικού Διός ˙ είναι όμως κριοκέφαλος, όπως ο αιγυπτιακός Άμμων ή έχει κεφαλή ανθρώπου με κέρατα κριού και συνοδεύεται συχνά από δυο κριούς που παραστέκονται στις δυο πλευρές του θρόνου. Ίσως σε κάποιο προηγούμενο στάδιο ζωομορφισμού ο κριός να ενσάρκωνε τη θεία δύναμη, όπως στην Αίγυπτο ο Άμμων μπορεί να επιφαίνεται μέσω του ζώου αυτού, αλλά με τον ερχομό του εξανθρωπισμού των θεϊκών παραστάσεων ο θεός φαίνεται να πέρασε πρώτα από τη μορφή του κριοκέφαλου ανθρώπου και αργότερα πήρε τη μορφή κερασφόρου άνδρα συμπαραστατούμενου από το ιερό -εμβληματικό του ζώο.
Οι παραστάσεις αυτού του είδους στη γλυπτική, κοροπλαστική, πολύτιμους λίθους, νομίσματα κλπ, ήταν πλατιά διαδεδομένες σ' όλο το μεσογειακό λεκανοπέδιο, κυρίως στα φοινικικά κέντρα, στην Κύπρο και σε περιοχές όπου επέδρασε η κυπροαρχαϊκή τέχνη. Στον ελλαδικό χώρο ήταν επίσης γνωστές, διαδόθηκαν όμως περισσότερο κατά την Ελληνιστική περίοδο (μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου), όταν οι ανατολικές και αιγυπτιακές θεότητες και τύποι λατρείας εισήχθησαν στην μέχρι τότε θρησκεία της Κλασσικής περιόδου. Ήδη ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) στο δεύτερο βιβλίο του (κεφ. 42) αναφέρει: ..κριοπρόσωπον τοῦ Διός τὢγαλμα ποιεῦσι Αἰγύπτιοι, και Ἀμοῦν γάρ Αἰγύπτιοι καλέουσι τόν Δία.
Ανάλογα με την περιοχή και τις θρησκευτικές της παραδόσεις, οι παραστάσεις αυτές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην εικονογραφία θεοτήτων ανάλογων με τον Βάαλ, τον Δία και τον Άμμωνα. Αυτές οι θεότητες ήταν κυρίως οι μεγάλοι θεοί που ενσάρκωναν τις ατμοσφαιρικές δραστηριότητες - φαινόμενα και συνδέονταν με την ιερότητα του ουράνιου στερεώματος, γι' αυτό και ηλιακή όψη μπορούσαν να έχουν, αλλά και σχέση με τη βροχή. Πολύ συχνά κρατούν σαν όπλο - έμβλημα τον κεραυνό και συνοδεύονται από ζώα και σύμβολα συνδεδεμένα με τη λατρεία, τα καθήκοντα και τις ιδιότητές τους, όπως ο ταύρος, ο κριός, το λιοντάρι, η σφίγγα, ο αετός, η ηλιακός δίσκος, ο ρόδακας κλπ. Η παραστασιολογία των θεών αυτών δείχνει ότι μπορούν να παρουσιάζονται κυρίως με δυο τύπους (χωρίς να αποκλείονται οι υπόλοιποι) που διερμηνεύουν με τη γλώσσα της τέχνης τα ανάλογα φυσικά φαινόμενα: εκείνο όπου είναι σε στάση πολεμιστή και στο υψωμένο δεξί χέρι κρατούν ένα όπλο (ρόπαλο, μαστίγιο, κεραυνό, πέλεκυ, ακόντιο κλπ.) με το οποίο είναι έτοιμοι να πολεμήσουν. Αυτός ο τύπος φανερώνει την ενεργό δραστηριοποίηση του ουράνιου θεού για την εξόντωση των κακών και ολέθριων δυνάμεων που μεταξύ άλλων μπορούν να είναι τα βροχοφόρα σύννεφα που, καλύπτοντας το ουράνιο στερέωμα, στερούν τους ανθρώπους από την ευεργετική ακτινοβολία του ήλιου. Ο μαχόμενος θεός με τον κεραυνό του προκαλεί την υγροποίηση και διάλυση των σύννεφων, που έχει σαν ευεργετικό αποτέλεσμα τη βροχή η οποία θα γονιμοποιήσει τη γη και θα παραχθεί η βλάστηση. Είναι μετά από αυτή τη μαχητική δραστηριότητα, με το σταμάτημα των αστραπών, των βροντών και της βροχής, που επικρατεί μια απέραντη γαλήνη διάχυτη από την ηλιακή ακτινοβολία, που ο ουράνιος θεός μπορεί να παρουσιαστεί ένθρονος, αδρανής και ήρεμος, σε ευγενή στάση μεγαλείου, όπως ο Ζευς (π.χ. ο Ολύμπιος Ζευς του Φειδία), και ο Βάαλ.
Στην Κυρήνη, αποικία της Θήρας στη Λιβύη, οι παραστάσεις του καθήμενου κερασφόρου θεού ονομάζονται Ζευς - Άμμων, διότι πρόκειται για τον Δία που είχε εισαχθεί εδώ από τους Έλληνες αποίκους και επηρεάστηκε από τον Άμμωνα της γειτονικής Αιγύπτου. Στο ιερό του Διός στη Δωδώνη, του οποίου η ιστορία της ίδρυσης σχετίζεται κατά την παράδοση με το ιερό του Άμμωνος στις Θήβες της Αιγύπτου, βρέθηκε κεφαλή του θεού με κέρατα κριού. Στη Φοινίκη η εικονογραφία του Βάαλ - Άμμωνος μαρτυρεί τις επιδράσεις που υπέστη ο Βάαλ από τον Άμμωνα. Ορισμένοι ερευνητές βλέπουν σαν δεύτερο συνθετικό του θεονύμιου αυτού τη σημιτική λέξη Χαμμάν που σχετίζεται με το θυμιατήριο (χαμανίμ). Στην περίπτωση αυτή το όνομα του θεού, Βάαλ - Χαμμάν, θα σήμαινε ίσως «ο Κύριος των θυμιατηρίων». Πράγματι σε αρκετές παραστάσεις, κυρίως πάνω στους πολύτιμους λίθους, η μορφή του θεού συνοδεύεται από θυμιατήριο. Αυτό φανερώνει φυσικά κάτι που αναφέρεται στις πρακτικές λατρείας του θεού, αλλά δεν αποκλείει την εικονογραφική επίδραση του κριοκέφαλου Άμμωνος ώστε να δικαιολογείται σαν δεύτερο συνθετικό του ονόματός του και το «Άμμων». Στην Καρχηδόνα, φοινικική αποικία, ο μεγάλος θεός ήταν ο Βάαλ - Άμμων και σχημάτιζε ζεύγος με την Τανίτ.
Στην Κύπρο οι παραστάσεις του είδους αυτού εμφανίζονται γύρω στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και φαίνεται να συνδέονται με τη λατρεία του μεγάλου θεού ο οποίος είχε ήδη δεχθεί αυτή την εποχή επιδράσεις τόσο από το Δία αλλά και από τον ανάλογο φοινικικό θεό που μπορεί να ονομάζεται Βάαλ (=Κύριος) ή Μελκάρτ (=Βασιλιάς της πόλης).Ίσως ο Κύπριος θεός να δέχθηκε τότε και επιδράσεις από τον αιγυπτιακό Άμμωνα απ' ευθείας από την Αίγυπτο ή μέσω της Φοινίκης. Ειδώλια του θεού από ασβεστόλιθο ή ψημένο πηλό, βρέθηκαν σε διάφορα ιερά και τάφους, όπως στο Λευκόνοικο, Ταμασσό, Ιδάλιον, Χύτρους, Σαλαμίνα, Γόλγους, Αμαθούντα, Μένοικο, στο Βουνί κοντά στους Σόλους, ακόμη και εκτός Κύπρου όπως στη Φοινίκη, τη Ρόδο (Λίνδο και Λάρδο) και στην Κνίδο. Έχουμε επίσης απεικονίσεις πάνω σε πολύτιμους λίθους και νομίσματα που βρέθηκαν κυρίως σε τάφους και άλλες ανασκαφές. Τα πρώτα κατά χρονολογική σειρά αγαλματίδια είναι κριοκέφαλα και προέρχονται από τους Γόλγους, το Λευκόνοικο, τη Λίνδο και την Κνίδο. Εδώ ο θεός παρουσιάζεται σε μετωπική στάση καθήμενος σε θρόνο και σπανίως τον πλαισιώνουν δυο κριοί. Έχει τοποθετημένα τα χέρια του πάνω στα ερείσματα του θρόνου ή πάνω στις κεφαλές των ζώων που παραστέκονται, και τα πόδια του πατούν πάνω σε υποπόδιο.
Σε μεταγενέστερες παραστάσεις που αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. η κεφαλή του θεού εξανθρωπίζεται, παραμένει όμως κερασφόρα και σαν υλικό κατασκευής των αγαλματιδίων χρησιμοποιείται τώρα και ο ψημένος πηλός. Τα ειδώλια αυτού του τύπου είναι τα πιο διαδεδομένα και συνεχίζουν κατά τη διάρκεια της Κλασσικής και Ελληνιστικής περιόδου. Κύριοι τόποι προέλευσής τους είναι το Λευκόνοικο, Μένοικο, Κυθρέα, το Βουνί στους Σόλους και οι Γόλγοι. Ο θεός είναι ένθρονος, μετωπικά παρουσιασμένος, με τα χέρια ακουμπισμένα στους κριούς ή στα ερείσματα του θρόνου και τα πόδια πάνω σε υποπόδιο. Η ενδυμασία του είναι ανάλογη με εκείνη των προηγουμένων ειδωλίων, μόνο που ο χιτώνας μπορεί να έχει πλούσιες πτυχώσεις. Είναι γενειοφόρος και το πρόσωπό του πλαισιώνεται από τα κέρατα που ξεκινούν πάνω από το μέτωπο και περιστρέφονται γύρω από τα αυτιά του.
Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., με την έναρξη του κλασσικισμού και αργότερα στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, σημειώνονται αρκετές αλλαγές στην εικονογραφία του θεού, που μέσα στα πλαίσια των ισχυρών επιδράσεων του ελληνικού κόσμου μπορεί να ονομάζεται και Ζευς - Άμμων. Η απόδοση της μορφής του γίνεται πιο ρεαλιστική, μπορεί να φέρει χιτώνα και ιμάτιο και πολλές φορές οι ώμοι και το στήθος του καλύπτονται με δέρμα κριού. Στο ένα χέρι μπορεί να κρατά μια φιάλη και στο άλλο ένα σκήπτρο ή πιο συχνά το κέρας της Αμαλθείας που δείχνει έκδηλα τη σχέση του με τη γονιμότητα. Τέτοια κλασσικά και ελληνιστικά αγαλματίδια βρέθηκαν σε διάφορες περιοχές όπως στο Λευκόνοικο, τους Γόλγους και αλλού. Μια κεφαλή του θεού, που βρέθηκε στην Κύπρο και ανήκει τώρα στη συλλογή του Λούβρου (AM 3030), χρονολογείται γύρω στο 300 π.Χ. και παρουσιάζει επιδράσεις της σχολής του Σκόπα.
Η σύνδεση του θεού με τα θυμιατήρια φαίνεται από τις παραστάσεις του πάνω σε πολύτιμους φοινικικούς και κυπριακούς λίθους. Εδώ ο θεός είναι ένθρονος, πλαισιώνεται από δυο πτεροφόρες σφίγγες, φέρει μίτρα στην κεφαλή αντί κέρατα κριού και κρατά σκήπτρο. Από πάνω του υπερίπταται ο ηλιακός πτερωτός δίσκος και μπροστά του βρίσκεται ένα θυμιατήριο. Αυτή η ιδιότητα του θεού επιβεβαιώνεται και από τα ευρήματα σε διάφορα κυπριακά ιερά. Σ' εκείνο του Μένοικου, εκτός από το πήλινο αρχαϊκό ειδώλιο του Βάαλ - Άμμωνος, βρέθηκαν και πήλινα θυμιατήρια φοινικικού τύπου που θυμίζουν εκείνα πάνω στους πολύτιμους λίθους. Επίσης πέτρινα θυμιατήρια διαφόρων σχημάτων από άλλες περιοχές της Κύπρου (Λευκόνοικο, Ταμασσός) μπορούν να κοσμούνται με ανάγλυφες ή ολόγλυφες προτομές του κερασφόρου θεού και/ ή του κριού. Το ίδιο ζώο μπορεί να πλαισιώνει σε ανάγλυφη απόδοση και πέτρινους βωμούς όπως στους δυο που βρέθηκαν στη Γερμασόγεια (τώρα στο Μουσείο Λεμεσού) και χρονολογούνται στην Ελληνορωμαϊκή εποχή. Ο κριός, σαν το ιερό ζώο του θεού, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη λατρεία του, γι' αυτό ειδώλιά του συναντώνται σε πάρα πολλά ιερά του νησιού, όπου η λατρεία ήταν αφιερωμένη σε αρσενική θεότητα που ταυτίζεται συχνά με τον μεγάλο θεό. Επίσης ο κριός εμφανίζεται πάνω στα πρώτα κυπριακά νομίσματα του τέλους του 6ου αι. που έκοψε ο βασιλιάς της Σαλαμίνος Ευέλθων, στην άλλη όψη των οποίων υπάρχει το αιγυπτιακό σύμβολο ανχ* που φανερώνει τις επιδράσεις της αιγυπτιακής θρησκευτικής τέχνης. Είναι στην ίδια περίοδο που χρονολογούνται και τα ειδώλια του Βάαλ - Άμμωνος που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα από τη Γαλλική Αποστολή και που δείχνουν ότι η μορφή του μεγάλου Κυπρίου θεού στη Σαλαμίνα ήταν τότε ο τύπος του Βάαλ - Άμμωνος, πριν ακόμη ο θεός επενδυθεί την εικονογραφία και το όνομα του ελληνικού Διός.
Τέλος αναφέρουμε ένα μικρό αρχαϊκό ναΐσκο από ασβεστόλιθο που βρέθηκε στους Γόλγους και περικλείει στην εσοχή του γλυπτή μορφή ένθρονου Βάαλ - Άμμωνος μεταξύ κριών και νομίσματα από τους Σόλους όπου εμφανίζεται η κερασφόρα και γενειοφόρα κεφαλή του θεού.