Πετρόκτιστο ισόγειο υποστατικό, που τμήμα του εχρησιμοποιείτο και ως αχυρώνας, στη νοτιοανατολική άκρη του χωριού Λιοπέτρι. Ανήκε στον αγρότη Παναγιώτη Καλλή. Στο υποστατικό αυτό διεξήχθη μεγάλη μάχη στις 2 Σεπτεμβρίου του 1958, μεταξύ αγγλικών στρατευμάτων και τεσσάρων αγωνιστών της ΕΟΚΑ, των Ανδρέα Κάρυου, Φώτη Πίττα, Ηλία Παπακυριακού και Χρήστου Σαμάρα. Αποτέλεσμα της μάχης, που κράτησε 5 περίπου ώρες, ήταν ο θάνατος και των τεσσάρων αγωνιστών.
Το υποστατικό αυτό, το οποίο ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Γεώργιος Γρίβας χαρακτήρισε ως το κυπριακό Χάνι της Γραβιάς, είναι σήμερα ένα από τα αξιόλογα μνημεία του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59. Στην αυλή του έχουν στηθεί οι ανδριάντες των τεσσάρων ηρώων της ΕΟΚΑ που έπεσαν εκεί.
Αχυρώνα Λιοπετρίου μάχη: Στις 30 Αυγούστου 1958, αργά το βράδυ, οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ Ανδρέας Κάρυος, Φώτης Πίττας, Ηλίας Παπακυριακού και Χρήστος Σαμάρας πήγαν στο χωριό Λιοπέτρι (απ' όπου καταγόταν ο τελευταίος) για εργασία της οργάνωσης και, συγκεκριμένα, για παράδοση στρατιωτικών μαθημάτων σε εκεί μέλη της ΕΟΚΑ. Αργότερα απεσύρθησαν για να κοιμηθούν σε φιλικά σπίτια στο χωριό. Στις 02.00 της ίδιας νύχτας, παρατηρητές ειδοποίησαν ότι πολυάριθμοι Άγγλοι στρατιώτες έφθαναν στο χωριό. Οι τέσσερις αγωνιστές έκαμαν αμέσως μια προσπάθεια να βγουν από το Λιοπέτρι και να διαφύγουν, όμως η προσπάθειά τους αυτή απέτυχε γιατί οι στρατιώτες είχαν ήδη αποκλείσει την περιοχή και όλο το χωριό. Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου οι τέσσερις αγωνιστές δοκίμασαν να διασπάσουν τον κλοιό των Άγγλων με αυτοκίνητο και πυροβολώντας. Διεξήχθη έτσι η πρώτη σύγκρουσή τους με τα στρατεύματα˙ και η προσπάθειά τους αυτή απέτυχε επίσης. Τους παγιδευμένους αγωνιστές βοηθούσαν και μερικοί κάτοικοι του Λιοπετρίου, μέλη της ΕΟΚΑ. Μετά την αποτυχία τους να διαφύγουν, οι τέσσερις αγωνιστές κατέφυγαν με τον οπλισμό τους στον αχυρώνα του Παναγιώτη Καλλή, όπου κρύφτηκαν στους σωρούς του αχύρου. Ο ιδιοκτήτης του αχυρώνα τους προμήθευσε με ρούχα και φαγητό, ενώ σκόρπισε και αρτύματα στην αυλή και ολόγυρα, για να εξουδετερώσει την ικανότητα όσφρησης των ανιχνευτικών σκύλων.
Στις 04.00 περίπου της 1ης Σεπτεμβρίου, οι Άγγλοι επέβαλαν κατ' οίκον περιορισμό στο χωριό, ενώ οι περισσότεροι από τους κατοίκους του συγκεντρώθηκαν σε χώρο με συρματοπλέγματα και ανακρίνονταν μέχρι και την 15η ώρα. Στο διάστημα αυτό έγιναν εκτεταμένες έρευνες, μεταξύ δε άλλων ερευνήθηκε από τους Άγγλους στρατιώτες και ο αχυρώνας, χωρίς όμως ν' ανευρεθούν οι κρυμμένοι σ' αυτόν αγωνιστές, που είχαν το ίδιο απόγευμα και το βράδυ επαφή με τον ιδιοκτήτη του υποστατικού ο οποίος τους μετέδιδε τις ειδήσεις για τις δραστηριότητες των στρατιωτών.
Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας, οι Άγγλοι επέστρεφαν στο υποστατικό του Παναγιώτη Καλλή, μαζί με Τούρκους επικουρικούς, και του υπέβαλαν ότι κρύβει στο σπίτι του καταζητούμενους. Ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε, οπότε ζήτησαν να τους οδηγήσει στον αχυρώνα του. Εκείνος τους πήγε στον στάβλο. Επέμεναν να τους πάει στον αχυρώνα. Τους πήγε στο γκαράζ. Τελικά, αφού χτυπήθηκε άγρια, οδηγήθηκε εκείνος στον αχυρώνα του, όπου οι Άγγλοι του υπέβαλαν ξανά ότι μέσα έκρυβε «τρομοκράτες». Αρνήθηκε πάλι. Τότε του παρουσίασαν τον Ηλία Σαμάρα, αδελφό του ενός από τους τέσσερις αγωνιστές που κρύβονταν στον αχυρώνα. Ο Ηλίας Σαμάρας υπέδειξε τον αχυρώνα κι επέμενε ότι σ' αυτόν κρύβονταν πράγματι και οι τέσσερις αγωνιστές. Ο ιδιοκτήτης του αχυρώνα χτυπήθηκε ξανά πολύ άγρια και συνελήφθη, ενώ το υποστατικό του περικυκλώθηκε. Οι άνδρες κάτοικοι του Λιοπετρίου αναγκάστηκαν να συγκεντρωθούν πάλι στα συρματοπλέγματα, ενώ μερικοί απ' αυτούς συνελήφθησαν.
Άγγλος αξιωματικός φώναξε επανειλημμένα στους τέσσερις αγωνιστές μέσα στον αχυρώνα να παραδοθούν, όμως δεν πήρε καμιά απάντηση. Άλλος Άγγλος αξιωματικός, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα του τον ιδιοκτήτη του αχυρώνα, στάθηκε στην είσοδο κι έριξε αρκετές ριπές αυτομάτου μέσα στο υποστατικό. Και πάλι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση.
Στις 08.30 περίπου της 2ας Σεπτεμβρίου, οι Άγγλοι επιχείρησαν να εισέλθουν στον αχυρώνα, οπότε οι τέσσερις περικυκλωμένοι αγωνιστές άνοιξαν πυρ εναντίον τους και τους απώθησαν.
Η μάχη διήρκεσε περίπου 5 ώρες. Οι Άγγλοι έριξαν κατά του υποστατικού χειροβομβίδες, 11 βόμβες, και εμπρηστικές ροκέτες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μερικοί στρατιώτες ανέβηκαν στη στέγη του υποστατικού, άνοιξαν τρύπες κι έριξαν βενζίνη και κουρέλια για να πυρπολήσουν τον αχυρώνα. Η φωτιά όμως έσβησε γρήγορα και δεν είχε αποτέλεσμα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στρατιωτικό ελικόπτερο, που έριξε εμπρηστικές βόμβες, αλλά και πάλι δεν κάμφθηκε η αντίσταση των τεσσάρων, οι οποίοι συνέχιζαν να πυροβολούν κατά των στρατιωτών. Σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων του Λιοπετρίου, οι Άγγλοι είχαν μεταξύ τους αρκετούς νεκρούς και τραυματίες (άγνωστος ο αριθμός γιατί κατά κανόνα οι Βρεττανοί δεν ανακοίνωναν τους αριθμούς των απωλειών τους ˙ είπαν μόνο πως είχαν τραυματιστεί αρκετοί στρατιώτες [κατάθεση λοχαγού Τέυλορ]).
Ο αχυρώνας είχε μικρά ανοίγματα, τα οποία οι αγωνιστές είχαν χρησιμοποιήσει ως πολεμίστρες.
Η μάχη τερματίστηκε γύρω στις 14.00 της ίδιας μέρας, με τον θάνατο και των τεσσάρων αγωνιστών. Τα πτώματά τους βρέθηκαν έξω από τον αχυρώνα: των Ανδρέα Κάρυου και Χρήστου Σαμάρα κοντά-κοντά στη νότια πλευρά του υποστατικού, του Ηλία Παπακυριακού στη βόρεια πλευρά και του Φώτη Πίττα στην ανατολική. Απ' αυτό μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι τέσσερις ήρωες, ύστερα από 5ωρη μάχη, είχαν επιχειρήσει ταυτόχρονη έξοδο από διαφορετικές κατευθύνσεις για να διασπάσουν τον κλοιό των Άγγλων. Η έξοδός τους θα πρέπει να επιχειρήθηκε είτε γιατί τους τέλειωναν τα πυρομαχικά, είτε γιατί οι καπνοί της μάχης, η βενζίνη και ο άγριος κανονιοβολισμός του αχυρώνα είχαν δημιουργήσει μέσα σ' αυτόν αποπνικτική ατμόσφαιρα, που δεν ήταν δυνατό να την αντέξουν περισσότερο.
Όπως αποδείχθηκε, το μέρος στο οποίο κρύβονταν οι τέσσερις ήρωες είχε υποδείξει στους Άγγλους ο αδελφός του Χρήστου (ψευδώνυμο Ξάνθος) Σαμάρα, ο Ηλίας Σαμάρας, αγωνιστής επίσης, ενταγμένος στην ΕΟΚΑ, με αξιόλογη μέχρι τότε δράση. Ο Ηλίας Σαμάρας αποτελεί μια ιδιαίτερα συγκλονιστική περίπτωση του αγώνα: Ύστερα από βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη, πρόδωσε τον κρυψώνα των τεσσάρων αγωνιστών, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο αδελφός του. Αργότερα οι Άγγλοι τον μετέφεραν στο Λονδίνο για να τον προστατεύσουν, όμως διέφυγε απ' εκεί και κυνηγημένος από τύψεις, επέστρεψε στην Κύπρο και παραδόθηκε στην οργάνωση. Ο Γρίβας-Διγενής, αφού μελέτησε την περίπτωσή του, εξέδωσε διαταγή που έλεγε: «Δέν βλέπω ἐλαφρυντικά εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἠλία Σαμάρα. Οὗτος νά ἐκτελεσθῇ. Ἡ ἐκτέλεσις θά εἶναι ἓνα μάθημα δι' ὃλους, ὃτι δηλαδή δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά προδίδῃ μέ τήν δικαιολογίαν ὃτι ὑπέκυψεν εἰς τά βασανιστήρια καί κατόπιν νά ζητῇ συγχώρησιν...»
Η εντολή του Γρίβα εφαρμόστηκε και η εκτέλεση από την οργάνωση του Ηλία Σαμάρα πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 1958 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).