Είναι το δικαίωμα των λαών να επιλέγουν ελεύθερα το πολιτικό τους καθεστώς καθώς και την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική τους ανάπτυξη. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε στην Κύπρο σε δημοψήφισμα από τις 15 έως τις 22 Ιανουαρίου 1950, το οποίο αποκλήθηκε Ενωτικό Δημοψήφισμα και στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων επέλεξε τον τερματισμό της αποικιοκρατίας από τους Βρετανούς και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Βρετανία δεν έκανε αποδεκτό αυτό το δημοψήφισμα.
Στις περιπτώσεις εξαρτώμενων λαών, ο όρος σημαίνει την ανεξαρτησία τους, στην περίπτωση ωστόσο της Κύπρου η απόφαση για ένωσή με ένα άλλο κράτος προβλημάτισε ιδιαίτερα, με το αίτημα των Κυπρίων να μην γίνεται αποδεκτό από τα Ηνωμένα Έθνη. Σε αυτή τη θέση συνέτεινε και ένα άλλο επιχείρημα. Οτι στην Κύπρο υπήρχε και μια άλλη κοινότητα αυτή των Τουρκοκυπρίων που δεν επιθυμούσε ένωση με την Ελλάδα, αλλά με την Τουρκία.
Διεθνώς υπάρχουν πολλές ερμηνείες σχετικά με την αυτοδιάθεση των λαών.
Η πρώτη ερμηνεία αναφέρεται στην διαδικασία αποαποικιοποίησης, και συνδέει την αυτοδιάθεση με το δικαίωμα των πρώην αποικιών για ανεξαρτησία από τις μητροπολιτικές δυνάμεις. Μία δεύτερη ερμηνεία σχετίζεται με την αρχή της εδαφικής κυριαρχίας και το δικαίωμα ενός κράτους στην ανεξαρτησία του. Έτσι, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στην συγκεκριμένη περίπτωση, νοείται ως το δικαίωμα ενός κράτους να αντιστέκεται σε ξένη επέμβαση, είτε στρατιωτική, είτε άλλης φύσεως. Η τρίτη ερμηνεία υιοθετείται από ομάδες που διεκδικούν ανεξαρτησία ή μεγαλύτερη αυτονομία εντός των συνόρων του κυρίαρχου κράτους. Ονομάζεται εθνικιστική ερμηνεία και εξισώνει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης με το δικαίωμα μίας εθνικής μειονότητας σε ανεξαρτησία από το κράτος, στο οποίο υπάγεται, ή σε πλήρη και αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής, στην οποία αποτελεί την πληθυσμιακή πλειονότητα. Πρόσφατα το δικαίωμα αυτό εκδηλώθηκε από τη Σκωτία και την Καταλονία που ζήτησαν ανεξαρτησία αντίστοιχα από την Αγγλία και Ισπανία.
Ιστορία
Η αυτοδιάθεση των λαών ήταν μια από τις θεμελιώδεις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, με τεράστια απήχηση στα επαναστατικά κινήματα πολλών σκλάβων λαών.
Τον Ιανουάριο του 1918, σχεδόν δέκα μήνες πριν από τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον εμφανίστηκε στο Κογκρέσο, επιχειρώντας να παρουσιάσει τις ιδέες του για μία μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Τα "14 σημεία" του Γουίλσον, όπως έμειναν στην ιστορία, περιελάμβαναν μεταξύ άλλων το τέλος της "μυστικής διπλωματίας", το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, την καθιέρωση του ελεύθερου εμπορίου και την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτό ήταν το περίγραμμα μίας σαφώς φιλελεύθερης διεθνούς τάξης πραγμάτων, την οποία οι ΗΠΑ διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού μετά το τέλος του πολέμου. Οι ΗΠΑ ωστόσο δεν έγιναν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών με αποτέλεσμα οι ιδέες του Ουίλσον να μην τεθούν σε εφαρμογή.
Η αυτοδιάθεση ως διεθνής αρχή καθιερώθηκε μετά το 1945, με την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, των οποίων ο Καταστατικός Χάρτης προνοεί και για την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών (άρθρα 1 και 55). Και ουσιαστικά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου οι λαοί της γης που τελούσαν κυρίως υπό αποικιοκρατικό καθεστώς άρχισαν να προβάλλουν και να κερδίζουν το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Μεταξύ αυτών, και ο Ελληνισμός της Κύπρου.
Η Κύπρος
Η απαίτηση του λαού της Κύπρου για αυτοδιάθεση (που συνδεόταν κατά κανόνα με την επιδίωξη των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα κι εκφραζόταν με το διπλό σύνθημα Αυτοδιάθεσις - 'Ενωσις), ετέθη επιτακτικά μετά το 1950, αν και σποραδικά ετίθετο και πιο πριν και συγκεκριμένα από τη δεκαετία του 1920 μετά τη λήξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Στις ΗΠΑ επίσης είχε σχηματιστεί και δράσει στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου πολέμου μια επιτροπή ομογενών, η Επιτροπή για την Αυτοδιάθεση της Κύπρου ('Committee for the Self - determination of Cyprus').
Ωστόσο στην ίδια την Κύπρο, μέχρι και το 1950 περίπου, κυριαρχούσε το σύνθημα της ένωσης με την Ελλάδα, που αποτελούσε αίτημα το οποίο είχε τεθεί από τον προηγούμενο αιώνα, ευθύς μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, όταν αντιπροσωπία από την Κύπρο επισκέφθηκε το Ναύπλιο και ζήτησε από τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια να συμπεριλάβει και στην Κύπρο στις περιοχές που διεκδικούσε το Ελληνικό Κράτος μετά την Ανεξαρτησία του.
Τα αιτήματα των Κυπρίων για Ένωση συνεχίστηκαν και επί Αγγλοκρατίας μετά το 1878. Οι κατά καιρούς αντιπροτάσεις των Άγγλων για εισαγωγή συντάγματος και για αυτοκυβέρνηση, απορρίπτονταν πάντα από τους Έλληνες Κυπρίους.
Στις αρχές του 1950, βρίσκουμε ν' αρχίζει να συνδυάζεται επίσημα η ένωση προς την αυτοδιάθεση. Έτσι η Εθναρχία, στην επιστολή που έστειλε στη βρεττανική κυβέρνηση στις 4 Φεβρουαρίου 1950 για ν' ανακοινώσει τ' αποτελέσματα του ενωτικού δημοψηφίσματος της 15 Ιανουαρίου 1950, την καλούσε όπως συμμορφωθεί προς τη θέληση του κυπριακού λαού (ένωση) και προς την ηθική αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και τερματίσει την κατοχή της Κύπρου. Είναι φανερό ότι η ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου άρχισε να υιοθετεί το σύνθημα της αυτοδιάθεσης αμέσως μετά την επίσημη αναγνώριση του όρου από τον ΟΗΕ και ύστερα από άλλες διεθνείς διακηρύξεις (όπως λ.χ. η υπογραφή του Χάρτη του Ατλαντικού), στην προσπάθειά της να βρει διεθνή συμπαράσταση και να εξουδετερώσει την αγγλική προπαγάνδα που απέκρουε την ένωση. Ακόμη, για να προβάλει το εθνικό θέμα της Κύπρου στηριζόμενη σε διεθνείς αρχές που είχαν διακηρυχθεί από τις μεγάλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και η Αγγλία.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος προώθησε προς όλες τις κατευθύνσεις το αίτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου (που κι αυτός όμως το συνέδεε προς την ένωση), ιδιαίτερα μετά την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 16 Δεκεμβρίου 1952, που συνιστούσε σ' όλα τα κράτη - μέλη ότι δέον όπως υποστηρίζουν την αρχή της αυτοδιάθεσης όλων των λαών και εθνών και δέον όπως αναγνωρίζουν και προαγάγουν την πραγμάτωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών των μη αυτοκυβερνωμένων περιοχών που βρίσκονται υπό την διοίκησή τους και διευκολύνουν την ενάσκηση του δικαιώματος τούτου σύμφωνα προς τις αρχές και το πνεύμα του Χάρτη ...
Με επιστολή του ο Μακάριος προς τον κυβερνήτη της Κύπρου ζητά από τον κυβερνήτη Ράιτ στις 27 Απριλίου, την αναγνώριση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος του Ιανουαρίου 1950 και, βάσει αυτού, τη διευκόλυνση της ανάκτησης των δικαιωμάτων αυτοδιάθεσης των Κυπρίων ή τη διοργάνωση νέου δημοψηφίσματος, σύμφωνα με την από 16 Δεκεμβρίου 1952 απόφαση του ΟΗΕ. Ο κυβερνήτης Ράιτ απαντά, πως η βρετανική κυβέρνηση δεν αποβλέπει σε καμιά αλλαγή του καθεστώτος της Κύπρου και θεωρεί το ζήτημα κλειστό.
Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για τον κυπριακό λαό προβλήθηκε επίσημα και από την Ελλάδα, όταν η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου ενέγραψε για πρώτη φορά το Κυπριακό ζήτημα προς συζήτηση στα Ηνωμένα Έθνη στις 16 Αυγούστου 1954.
Υπό το διπλό σύνθημα της Αυτοδιάθεσης - Ένωσης άρχισε και διεξήχθη κι ο τετραετής ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας. Ωστόσο κατάληξή του ήταν μια μορφή ανεξαρτησίας, εγγυημένης από την Αγγλία, την Ελλάδα και την Τουρκία, που πολύ απείχε από την αρχική επιδίωξη. Την ανεξαρτησία αποδέχθηκαν τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακαρίος διά της υπογραφής του στο Λονδίνο αλλά και ο αρχηγός της ΕΟΚΑ Γεώργιος Γρίβας δι επιστολής του στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Σε διαφορετική περίπτωση η Κύπρος θα οδηγείτο σε διχοτόμηση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Ελληνοκυπρίων αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σε έγγραφο του ΟΗΕ στην έκθεση Γκάλο Πλάζα. Παρόλα αυτά ο διαπραγματευτής του ΟΗΕ αναγνώριζε ότι αυτό το δικαίωμα δεν μπορούσε να ασκηθεί λόγω της σφοδρής αντίδρασης της Τουρκίας.
Μετά το 1965 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αίτημα για αυτοδιάθεση -ένωση δεν ήταν εφικτό, κάτι που προκάλεσε τεράστιες συζητήσεις και διχασμό περί ευκταίου και εφικτού.