Μετά την κατάρρευση του μονοπωλίου του μοναχικού Τάγματος των Βενεδικτίνων στα τέλη του 11ου αιώνα, οι κοινωνίες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών γνώρισαν γρήγορη ανάπτυξη και ποικιλία σ' όλους τους τομείς της οργανωμένης ζωής. Ανάμεσά τους και στη μοναστική οργάνωση, της οποίας οι πιο σημαντικές νέες εκδηλώσεις ήσαν το Τάγμα των Αυγουστινιανών και το Τάγμα των Κιστερκιανών.
Οι Αυγουστινιανοί απέβλεπαν στην αναβίωση των αυστηρών ασκητικών κοινοκτημονικών αρχέγονων τρόπων ζωής της Βίβλου, με βάση επιστολή του αγίου Αυγουστίνου, του περίφημου αντικλασσικιστή επισκόπου Ιππώνος του τέλους του 4ου μ.Χ. αιώνα. Οι Αυγουστινιανοί χωρίστηκαν αργότερα σε αυστηρή σχολή, που τηρούσε τις πιο πάνω αρχές, και σε ευρύτερη, που επέτρεπε διάφορες παρεκκλίσεις πλην της κοινοκτημοσύνης.
Στην Κύπρο, Αυγουστινιανοί ήλθαν προ της βασιλείας του Ερρίκου Α' (1218 - 1243), πιθανώς από το 1192 ή, κατ' άλλους, το 1198, οπότε έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Στην περιοχή της Κερύνειας, στο βουνό, οικοδόμησε γι’ αυτούς μικρό μοναστήρι προσευχής ο Αμάλριχος Λουζινιανός, βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Α' (1204-1218) τους δώρισε την Επισκοπιά, κοντά στο μοναστήρι τους. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Κύπρου Thierry τους επέτρεψε (1206 - 1213) να υιοθετήσουν τον κανόνα των Premontre. (To μοναστήρι του Premontre είχε συνδεθεί με την αυστηρή σχολή των Αυγουστινιανών, και τους κανόνες τους είχε θεσπίσει στα 1120 ο αρχιεπίσκοπος Μαγδεμβούργου Νορμπέρτ).
Από το χρώμα του ενδύματός τους, που ήταν λευκό, έγιναν γνωστοί και ως Λευκοί Πατέρες. Στην περιοχή ανατολικά της Κερύνειας, οι Αυγουστινιανοί κατείχαν για μια περίοδο το Λευκό Μοναστήρι. δηλαδή το περίφημο αββαείο του Πέλλα παΐς, το οποίο όμως αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ως ενοριακός ναός (1571 κ.ε.), που έγινε γνωστός ως ναός της Ασπροφορούσας Παναγίας, ανάμνηση του λατινικού ονόματός της. Στη Λευκωσία οι Αυγουστινιανοί είχαν επίσης μοναστήρι, από τα κτίσματα του οποίου σώζεται η εκκλησία, σήμερα τέμενος γνωστό ως Ομεριέ ή Εμερκέ (βλέπε λήμμα πιο κάτω).
Ο αρχηγός της αδελφότητας των Αυγουστινιανών ήταν μιτροφόρος ηγούμενος και ιππεύοντας είχε το προνόμιο να φέρει επίχρυσο ξίφος και φτερνιστήρια, όπως οι φεουδάρχες του βασιλείου της Κύπρου. Μοναστήρι - παράρτημα των Αυγουστινιανών υπήρχε και στην Πάφο, που όμως δεν σώζεται.
Επί Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, όπως και σ' άλλα μέρη του ελληνισμού, κυκλοφορούσε στα μοναστήρια μετάφραση του έργου «Ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ ἢ Κανονικόν Ἐκλογάριον», του Αυγουστινιανού μοναχού Thomas Haemerken von Kempen ή Kempis (1380 - 1471). Η μετάφραση ήταν, πιθανώς, του Νεόφυτου Ροδινού, γνωστού Κυπρίου θεολόγου λατινίζοντος, του 17ου αιώνα. Ένα τέτοιο χειρόγραφο μετάφρασης βρέθηκε στο μοναστήρι του Κύκκου.