Αμπελικού- Ampelikou. Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στο κατεχόμενο ανατολικό τμήμα της Τηλλυρίας. Είναι χτισμένο σε ένα υψόμετρο 170 μ. πάνω από τη θάλασσα, σε απόσταση 3 χμ. ΝΔ. του Καραβοστασίου. Τοποθετημένο πάνω στις λάβες, που περιζώνουν τα ανθεκτικά πετρώματα του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους, το χωριό παρουσιάζει τις γνωστές ήπιες διακυμάνσεις του εδάφους.
Η Αμπελικού είναι ακριβώς χτισμένη ανάμεσα σε δυο αποστρογγυλωμένους λόφους που ξεπερνούν τα 300 μ. σε ύψος. Την διασχίζει μια πολύ μικρή κοιλάδα, που 5 περίπου χμ. στα βόρεια του χωριού, ενώνεται με την παράκτια πεδιάδα Ξερού - Καραβοστασίου - Ποταμού του Κάμπου.
Στα νότιά του βρίσκεται το δάσος Πάφου, γύρω δε από το χωριό, ιδιαίτερα στους λόφους, κυριαρχεί χαμηλή θαμνώδης βλάστηση. Μια έκταση στα νότια του χωριού καταλαμβάνεται από χαρουπιές, ενώ σε μια άλλη συγκαλλιεργούνται το σιτάρι και η χαρουπιά. Στα ανατολικά του χωριού, προς το μεταλλείο του Μαυροβουνίου, υπάρχει σημαντική ακαλλιέργητη έκταση. Στο χωριό καλλιεργούνται επίσης τα αμπέλια, από τα οποία πιθανόν το χωριό πήρε το όνομα, αν και η έκταση που καταλαμβάνεται από την καλλιέργεια αυτή είναι πολύ μικρή. Κατά την καταγραφή αμπελώνων του 1971 στην Αμπελικού εκαλλιεργείτο με αμπέλια μόνο μια έκταση κάπου 160 σκαλών. Πριν από την εισβολή μια μικρή έκταση του χωριού εκαλλιεργείτο με εσπεριδοειδή, κυρίως λεμονιές και πορτοκαλιές. Σχετικά ανεπτυγμένη ήταν και η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων. Πριν από την εισβολή και συγκεκριμένα το 1973 στο χωριό εκτρέφονταν 459 πρόβατα και 1.711 κατσίκες.
Ένα τμήμα του χωριού σήμερα βρίσκεται στην ελεύθερη Κύπρο, άλλο τμήμα στην κατεχόμενη κι ένα μικρό τμήμα, στο ενδιάμεσο, βρίσκεται στην ουδέτερη ζώνη.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 255 |
1891 | 308 |
1901 | 372 |
1911 | 355 |
1921 | 439 (326 Τουρκοκύπριοι και 113 Ελληνοκύπριοι) |
1931 | 534 (356 Τουρκοκύπριοι και 178 Ελληνοκύπριοι) |
1946 | 641 (471 Τουρκοκύπριοι και 170 Ελληνοκύπριοι) |
1960 | 548 (485 Τουρκοκύπριοι και 63 Ελληνοκύπριοι) |
1973 | 613 (όλοι Τουρκοκύπριοι) |
Η γειτνίαση του μεταλλείου της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας και οι μεταλλευτικές και άλλες εγκαταστάσεις στον Ξερό πρόσφεραν εργοδότηση στους κατοίκους της Αμπελικού. Ο πληθυσμός του χωριού παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτα απ' όλα ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό μεταξύ 1963 και 1964. Μερικοί Ελληνοκύπριοι είχαν εγκαταλείψει το χωριό πριν από το 1960. Ταυτόχρονα κατά την περίοδο 1963-1964 Τουρκοκύπριοι από τον Ξερό και το Καραβοστάσι μετακινήθηκαν στην Αμπελικού (βλέπε R. Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict 1963-1971, σσ. 274 και 97). Από πολύ νωρίς η Αμπελικού και η γειτονική Λεύκα, στα ανατολικά του χωριού, έγιναν τουρκοκυπριακοί θύλακοι, όπου μετακινούνταν Τουρκοκύπριοι από γειτονικά χωριά.
Από συγκοινωνιακής απόψεως το χωριό στα ΒΑ. συνδέεται με το Καραβοστάσι καθώς και τον παράλιο δρόμο Πύργου- Καραβοστασίου - Μόρφου. Στα ΝΔ. συνδέεται με τον κύριο δρόμο Ποταμού του Κάμπου - Κάμπου - Κύκκου. Δεν υπάρχει ευθεία σύνδεση στ' ανατολικά του χωριού με τη Λεύκα.
Ο Τζέφρυ (1918) βρήκε το χωριό χωρίς ενδιαφέρον, με διάφορες ερειπωμένες εκκλησίες αφιερωμένες στους αγίους Γεώργιο, Σέργιο, Μιχαήλ, κλπ.
Ο Γκάννις μιλά για μικρό και χωρίς ενδιαφέρον χωριό, σημειώνοντας όμως πως ένας μεγάλος αριθμός ρωμαϊκών τάφων περιστοιχίζει το χωριό.
Το χωριό υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια. Προφανώς είναι το χωριό που στον χάρτη του Α. Ortelius (1573) και σε άλλους παλαιούς χάρτες βρίσκεται σημειωμένο ως Lubelico (= Αμπελικό, με προσθήκη του γαλλικού άρθρου). Βρίσκεται όμως σημειωμένο σε κάπως λανθασμένη θέση.
Το χωριό μνημονεύεται και σε παλαιό χειρόγραφο, της περιόδου της Βενετοκρατίας, ως ένα των χωριών που υπάγονταν διοικητικά στο διαμέρισμα της Πεντάγυιας. Αλλού αναγράφεται κι ως Andeloto (= Αμπελωτό;).
Οι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να εξαλείψουν κάθε ελληνικό τοπωνύμιο από το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, μετονόμασαν το χωριό σε Baglikoy, που σημαίνει χωριό των αμπελιών.
Κοντά στο χωριό υπάρχει ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια