Υπό την κατοχή των Λουζινιανών (1192-1489) η Αμμόχωστος γνώρισε μέρες οικονομικής, καλλιτεχνικής και άλλης ακμής, ιδίως μετά την πτώση της Άκρας της Συρίας στους Μουσουλμάνους στα 1291. Αρχικά τα τείχη της ήσαν αδύνατα όπως και επί Βυζαντινών. Στα 1211 ο W. Oldenburg ομιλεί γι' αυτή τη μικρή οχύρωση σ' αντιδιαστολή προς το καλό λιμάνι της Αμμοχώστου, κι αυτό είναι περίεργο, υπό το πρίσμα της στρατηγικής της σπουδαιότητας. Πιθανώς δεν είχε ακόμη συνειδητοποιηθεί η οριστικότητα της υποκαταστάσεως της Αμμοχώστου στους ρόλους της Κωνσταντίας. Ουσιαστική ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης πραγματοποίησε ο Αμωρύ ντε Λουζινιάν στη διάρκεια του σφετερισμού της βασιλείας (1306-1310) από αυτόν, με χρήματα που κατέβαλαν οι Εβραίοι της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου (100 χιλ.) και ως «δάνειο» 200 χιλ. οι αστοί των δυο αυτών πόλεων, καθώς και της Λάρνακας και της Πάφου.
Η πτώση της Άκρας, αλλά και τοπικοί υπολογισμοί κατέστησαν επιτακτική αναγκαιότητα τη σοβαρή ενίσχυση της άμυνας της πόλης, που ήταν ήδη το σπουδαιότερο οικονομικό κέντρο του νησιού, με λατινική επισκοπή (μια από τις τέσσερις που ιδρύθηκαν από τους Λατίνους στην Κύπρο κατά το 1196) που η δικαιοδοσία της εκτεινόταν στη Μεσαορία και στην Καρπασία. Αγνοούμε τι ακριβώς στερήθηκαν τότε (1196 κ.ε.) η ελληνική επισκοπή Καρπασίας και η αρχιεπισκοπή που έδρευε στην Αμμόχωστο, από την ίδρυση της λατινικής επισκοπής Αμμοχώστου, που όπως και οι λοιπές τρεις συνδέθηκε με σταδιακούς σφετερισμούς ορθοδόξων περιουσιών και δικαιωμάτων. Όταν σε χρόνο που δεν καθορίζεται, ο Σωφρόνιος απέθανε, μετά το 1196, επί Αμαλρίχου Λουζινιανού (1194 - 1205), διάδοχός του εξελέγη κατά μετάθεση στην Κύπρο από κληρικολαϊκή συνέλευση (αντίθετα από τον θεσμό της πρόβλησης - προχείρισης από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, που ίσχυε από το 964 κ.ε.) ο τέως Λύδδας Παλαιστίνης αρχιεπίσκοπος Ησαΐας, που είχε καταφύγει στην Κύπρο (στα 1199 ή λίγο έπειτα) διωγμένος από τους Μουσουλμάνους. Η εκλογή έγινε μεταξύ 1203 και 1205, ύστερα από αρκετή μάταιη αναμονή των Κυπρίων να τους σταλεί «προβεβλημένος» αρχιεπίσκοπος από την πρωτεύουσα που χειμαζόταν, κάπου στην Κύπρο με τη (σιωπηρή); συγκατάθεση του Αμαλρίχου, πράγμα που εισήγε τώρα στην εκλογή αρχιεπισκόπου Κύπρου την βούληση του Φράγκου βασιλιά. Δεν έχουμε λόγο να δεχθούμε ότι η εκλογή έγινε αλλού από την Αμμόχωστο, αν και αυτή δεν αναφέρεται στη σχετική πηγή, τη συνοδική πράξη του Οικουμενικού πατριαρχείου της 4 Ιουλίου 1209, με την οποία αναγνωρίστηκε η χωρίς αυτοκρατορική προχείριση εκλογή. Ο Ησαΐας αρχιεράτευσε ως το 1218/9, οπότε (ή γύρω στο 1220-1221) τον διαδέχθηκε ο Νεόφυτος, που όμως προβλήθηκε από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Θεόδωρο Α' Λάσκαρη (1204 - 1222).
Επειδή στο μεταξύ οι πιέσεις πάνω στην Ορθόδοξη Εκκλησία εντάθηκαν μετά τις αποφάσεις της συνόδου (Οκτώβριος 1220) των Λατίνων κληρικών στη Λεμεσό και της ακόμη ανθελληνικότερης συνόδου της Αμμοχώστου υπό τον ληγάτο Πελάγιο (Σεπτέμβριος 1222), ο Νεόφυτος αρνήθηκε να υποταγεί στους Λατίνους και ἀποδιώκεται τοῦ θρόνου καί ἐν τοῖς μέρεσι τῆς ἀνατολῆς διάγει πλανώμενος κατά διαταγή του πάπα, που εκδόθηκε ήδη στις 3 Ιανουαρίου 1222, και που ήταν συνέχεια των προθέσεων και στόχων της παπικής βούλλας της 20ής Φεβρουαρίου 1196. Η απόφαση της Αμμοχώστου συμπληρώνοντας τη βούλλα αυτή, που όριζε τέσσερις λατινικές επισκοπές στην Κύπρο στη θέση των ελληνικών (14) που θα έμεναν χωρίς επισκόπους, επέτρεπε την παραμονή τεσσάρων Ελλήνων επισκόπων πιστών καθόλα στους Λατίνους αντίστοιχούς των. Οι τέσσερις αυτοί επίσκοποι θα έδρευαν στη Σολιά (ο Λευκωσίας), στην Αρσινόη (Πόλη Χρυσοχούς ο Πάφου), στα Λεύκαρα (ο Λεμεσού) και στην Καρπασία (ο Αμμοχώστου). Ο περιορισμός σε τέσσερις επισκόπους προφανώς θα γινόταν και έγινε σταδιακά˙ μετά το θάνατο ενός, η επαρχία του προσαρτάτο στην πλησιέστερη «εγκεκριμένη», αν και με πολλές απώλειες σε κτήματα και εισοδήματα.
Κυπριακή αντιπροσωπεία από τον επίσκοπο Σολίας Λεόντιο και τον Αψινθίων ηγούμενο Λεόντιο πήγε στη Νίκαια να πληροφορήσει την Οικουμενική σύνοδο για τα δεινά της κυπριακής Εκκλησίας και τον διωγμό του Νεοφύτου, που φαίνεται ότι βρισκόταν στη Συρία-Παλαιστίνη. Ο οικουμενικός πατριάρχης Γερμανός Β' απαγόρευσε τότε (1223) στους Κυπρίους την υποταγή στα ουσιώδη και επέτρεψε την προσαρμογή στα επουσιώδη (Κ. Σάθα, Μεσαιων. Βιβλιοθήκη, Β', 1873, σσ. 5-14). Αλλά επειδή σημειώθηκε αντίδραση στη συμβιβαστική αυτή στάση, στα 1229 με δεύτερη επιστολή στους Κυπρίους απαγορεύει κάθε συμβιβασμό με τον παπισμό, που είχε στο μεταξύ λάβει διαστάσεις˙ διότι ο Νεόφυτος με όσους κληρικούς τον είχαν συνοδεύσει είχε επιστρέψει στην έδρα του και είχε δεχθεί να συνεργασθεί με τους Λατίνους, πράγμα που τώρα ο πατριάρχης Γερμανός Β' αποκηρύττει, συνιστώντας προσευχή στο σπίτι παρά εκκλησιασμό με υποταγμένους! Ακριβώς μετά από δυο χρόνια συνέβη το θλιβερό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας από Λατίνους φανατικούς, που συντάραξε την Κύπρο και την Ορθοδοξία, και μολονότι συνέβη στη Λευκωσία, αφορά την επαρχία Αμμοχώστου. Γράφοντας γι' αυτό και για άλλα θέματα, ο Νεόφυτος γύρω στα 1232/3 προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα Βατάτζη (1222-1254) αποσείει κάθε ευθύνη για το μαρτύριο, και επιρρίπτει ευθύνες στους ίδιους τους Κανταριώτες για τα βαριά λόγια που απηύθυναν στους κρατοῦντας! Ταυτόχρονα ο Νεόφυτος ενώ εκφράζει σεβασμό στον Βατάτζη, φυσικόν αυθέντην των Κυπρίων, παραπονείται για τις επεμβάσεις του Γερμανού στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου.
Λίγο πιο ύστερα, ωστόσο, στα 1240, λόγω νέων πιέσεων με εντολή του πάπα από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Ευστόργιο ντε Μοντεγκιού να αποπτύσουν τις αιρετικές των δοξασίες, ο Νεόφυτος έφυγε και πάλι, στην Κιλικία τη φορά αυτή, μαζί με τους επισκόπους και πιο σημαντικούς ιερείς και μοναχούς του, και τους θησαυρούς των μονών και εκκλησιών. Από εκεί απείλησαν αφορισμό όσων Κυπρίων θα υποτάσσονταν στους Λατίνους. Ο Νεόφυτος και η συνοδεία του έφθασαν στη αυλή του Βατάτζη, όπου έτυχαν εὐεργεσιῶν και ἀσχολήσεων, όπως ο ιερέας του Νεοφύτου Κωνσταντίνος είπε στον Ερρίκο Α' Λουζινιανό (από μια πλευρά Κομνηνό το γένος) βασιλιά της Κύπρου, αφού ήλθε από τη Νίκαια στην Κύπρο. Η προσέγγιση αυτή, που συνεχίστηκε με επιστολές και μηνύματα μεταξύ 1240 και 1246, μαζί με άλλες συμφιλιωτικές ενέργειες του παπικού ληγάτου Λαυρεντίου στη Νίκαια στα 1247, κατέληξαν στην επιστροφή του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιεραρχών στην Κύπρο, όπου ο Νεόφυτος πέθανε προ της 21 Δεκεμβρίου 1251, οπότε ο πάπας γράφει στους Έλληνες του νησιού, επιτρέποντάς τους να εκλέξουν διάδοχο του.
Όσο για τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Συμεών, ως πρόσφατα εθεωρείτο ότι αρχιεράτευσε γύρω στα 1218 ή 1248, βάσει συγκεχυμένων πληροφοριών του Στέφανου Λουζινιανού. Αν και στα 1218-1221 θα υπήρχε κάποιο κενό που θα χωρούσε τον Συμεών, όχι πάντως στα 1248, εν τούτοις τείνουμε να δεχθούμε την άποψη του Κ. Χατζηψάλτη ότι ουδέποτε υπήρξε Συμεών (Κυπρ. Σπουδαί, ΚΗ, 1964, σσ. 162-165) και για ένα άλλο λόγο εκτός των όσων προβάλλει: ο Στέφανος Λουζινιανός μιλώντας για τον Συμεών από μνήμης ή μάλλον γενικεύοντας ή τυποποιώντας τον ορισμό του αρχιεπισκόπου Κύπρου περιέκοψε ή συνέκοψε και στα δυο χωρία του την φράση ο Έλλην Αρχιεπίσκοπος[του καθεδρικού Αρχιεπισκοπικού Ναού Αμμοχώστου του Αγίου] Συμεών στην φράση ο Έλλην Αρχιεπίσκοπος Συμεών. Ίσως και αντιγραφικό ή τυπογραφικό λάθος να είναι η αιτία της παραφθοράς, που ξεκινά από την ζωντανή παραδοσιακή διατύπωση του τίτλου του αρχιεπισκόπου στους κύκλους των μοναχών.
Η πληροφορία του Στ. Λουζινιανού ότι η (αντι)βασίλισσα της Κύπρου Αλίκη της Καμπανίας (1218 - 1222) ζήτησε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ' κατά τη σύνοδο του Λατερανού, με υπόμνημα, τη μετάθεση της [Λατινικής;] αρχιεπισκοπής από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία, πράγμα που έγινε δεκτό, φαίνεται ότι περιέχει ανακρίβειες και συγχύσεις, αλλά και τον πυρήνα μιας αλήθειας: ότι η Αμμόχωστος θα εθεωρήθη αρχικά, στα 1196, (ίσως για ελάχιστο καιρό ή μόνο θεωρητικά στη σκέψη των Λατίνων της Κύπρου, όταν ιδρύθηκε η λατινική Εκκλησία του νησιού), η φυσική κατ’ έθος έδρα της λατινικής αρχιεπισκοπής της Κύπρου, η οποία, όμως, ήδη στην πράξη στα 1196, μαρτυρείται στη Λευκωσία: Nicosiensem ecclesiam, Nicosiensi archiepiscopo είναι οι όροι της βούλλας του πάπα Κελεστίνου. Η αντίληψη αυτή βασιζόταν στην έδρευση της Ορθόδοξης αρχιεπισκοπής στην Αμμόχωστο ως τότε, και διερωτάται κανείς μήπως ο Λουζινιανός εννοούσε τη μεταφορά της Ορθόδοξης αρχιεπισκοπής από την Αμμόχωστο στη Λευκωσία για να τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο της Λατινικής.
Οπωσδήποτε η αυξανόμενη πολιτικοοικονομική σπουδαιότητα της Αμμοχώστου από το 1191 κ.ε. δεν συνέβαλε στη διατήρηση της αρχιεπισκοπικής έδρας τόσο της Λατινικής όσο και της Ορθόδοξης Εκκλησίας σ' αυτήν, διότι παρενέβησαν άλλοι παράγοντες: η πολιτική πρωτεύουσα Λευκωσία έγινε αυτόματα η έδρα της πρώτης. Η «συμφιλιωτική» προς τους Ορθοδόξους πολιτική του πάπα Ιννοκέντιου Δ' οδήγησε στην επάνοδο του Νεοφύτου μέσω του ληγάτου Λαυρεντίου, του οποίου την πολιτική συνέχισε στα 1248 κ.ε. ο ληγάτος Eudes de Châteauroux, που συνόδευσε στην Κύπρο τον «Άγιο» Λουδοβίκο της Γαλλίας στη σταυροφορία του. Το νέο κλίμα ευνόησε προβολή απαιτήσεων των «συμφιλιωμένων» και «υποταγμένων» τώρα (Ecclesiae Romanae devoti) Ορθοδόξων ιεραρχών στα 1248-1250 να επανακτήσουν πολλά από τα δικαιώματά τους, να ξαναγίνουν οι επισκοπές 14 (διότι φαίνεται ότι είχαν σχετικώς ελαττωθεί στο μεταξύ και παραμείνει κενές με τον θάνατο μερικών επισκόπων από το 1222 κ.ε., αλλά και διότι βάσει των αποφάσεων 1196 -1222 θα κατέληγαν σε 4), και να υπάγονται στον πάπα ή στον ληγάτο του και όχι στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Κύπρου.
Ο διάδοχος του αποθανόντος αρχιεπισκόπου Νεοφύτου, Γεώργιος, εκλεγμένος από τους devoti δεν εγκρίθηκε από τον πάπα, που είχε δώσει την άδεια στις 20 Δεκεμβρίου 1251. Στη νέα εκλογή αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος ο Γερμανός Πησίμανδρος, που εγκρίθηκε από τον ληγάτο Châteauroux και τον πάπα (μεταξύ 25 Φεβουαρίου και 12 Δεκεμβρίου 1254). Όταν πέθαναν ο Ερρίκος Α' Λουζινιανός της Κύπρου και ο πάπας Ιννοκέντιος Δ', ο δε ληγάτος έφυγε, ο νέος Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ούγος Φαγιάνος ανέλαβε εκστρατεία κατευθείαν ελέγχου του ελληνικού κλήρου. Τότε ο Πησίμανδρος με τρεις επισκόπους του, τον Καρπασίας Ιωακείμ, τον Σολίας Νίφωνα ή Νίλωνα και τον Λευκάρων Ματθία (ή Ματθαίο) πήγε στη Ρώμη, όπου έθεσε τον εαυτό του και την Εκκλησία του υπό την προστασία του πάπα Αλεξάνδρου Δ', που στις 3 Ιουλίου 1260 εξέδωσε την Bulla Cypria ή Constitutio Cypria (Κυπριακή Διάταξη ή Σύνταγμα). Μ' αυτήν επικυρωνόταν ο περιορισμός των Ορθοδόξων επισκοπών σε 4, οριζόταν ένας μόνο αρχιεπίσκοπος (ο Λατίνος), με εξαίρεση την διά βίου αρχιεπισκοπική ιδιότητα του Γ. Πησιμάνδρου, ο οποίος θα είχε τους άλλους Έλληνες επισκόπους υπό την δικαιοδοσία του, κλπ. Μετά τον θάνατο του Πησιμάνδρου δεν θα εκλεγόταν άλλος αρχιεπίσκοπος. Ο ίδιος θα έδρευε στη Σολιά, με δικαίωμα καθόδου στη Λευκωσία, όπου θα είχε ως καθεδρικό τον ναό του Αποστόλου Βαρνάβα. Εφόσον ο Ιωακείμ συνόδευσε τον Γ. Πησίμανδρο στη Ρώμη ως Καρπασίας, η Αμμόχωστος δεν ανήκε τότε (1259 - 1260) στην Καρπασία, αλλά προφανώς στον αρχιεπίσκοπο, και μόλις κενώθηκε με την μετάθεση του Γ. Πησιμάνδρου στη Σολιά (της οποίας ο Νίφων μετατέθηκε στην τότε κενή Αρσινόη -Πόλη Χρυσοχούς), προσαρτήθηκε στην Καρπασία. Έκτοτε, ο επίσκοπος Καρπασίας ήταν και Αμμοχώστου, με έδρα τον Άγιο Συνέσιο στην Καρπασία και περιστασιακή καθέδρα στην Αμμόχωστο τον Άγιο Συμεών, όταν κατερχόταν σ' αυτήν. Τώρα ίσως προστέθηκε και επεκτάθηκε το βόρειο κλίτος του Αγίου Συμεών.
Έτσι αποκαταστάθηκε και πάλι η ενότητα της επαρχίας Αμμοχώστου, ιδίως με την μαρτυρημένη συχνή κάθοδο του Καρπασίας - Αμμοχώστου στην δεύτερη αστική του έδρα, και την εφεξής ραγδαία ανάπτυξη του Αμμοχωστιανού Ορθοδόξου ποιμνίου του και γενικά του εκκλησιαστικού και οικονομικού βίου των Αμμοχωστιανών Ελλήνων, ιδίως στον 14οαι. ως την γενουατική κατοχή (1373 -1464) που οδήγησε την πόλη σε παρακμή (Κ. Π. Κύρρη, Ή Ελληνική Επισκοπή Αμμοχώστου επί Λατινοκρατίας (1192-1571)', Akten des XI Intern. Byzantinisten - Kongresses 1958, Beck, München, 1960, σσ. 278-282. Κ.Π. Κύρρη, Ιστορία της Μέσης Εκπαιδεύσεως Αμμοχώστου 1191-1955, Λευκ., 1967, σσ. 5-6 Π. Κιρμίτσης, Κυπρ. Σπουδαί. ΜΖ', 1983, σσ. 11-31).
Στα υπόστεγα του λατινικού καθεδρικού ναού του Αγίου Νικολάου της Αμμοχώστου, λειτουργούσε σχολείο γραμματιστών τουλάχιστον από το 1248 με ενέργειες του ληγάτου Eudes de Châteauroux (όπως και στην Πάφο, Λεμεσό και Λευκωσία). Από μεταγενέστερες πηγές μαθαίνουμε ότι στο σχολείο αυτό φοιτούσαν και Έλληνες μαθητές, μέλλοντες ιερωμένοι και λαϊκοί. Ο Pierre Mesenge στα 1509, επί Βενετών, παρατηρεί: Ο [Λατίνος] επίσκοπος [του Αγ. Νικολάου Αμμοχώστου] διαμένει στη Ρώμη και μόνο λίγοι κληρικοί βρίσκονται σ' αυτόν για να τελέσουν λειτουργία. Οι ιερείς [chanoines] και οι πρεσβύτεροι είναι Λατίνοι [στο δόγμα] και λέγουν την λειτουργία τους κατά την ρωμαϊκή [Λατινική] συνήθεια, αν και Έλληνες [στην εθνικότητα.]
Οι Έλληνες μαθητές διδάσκονταν μαζί με τους Λατίνους και από Λατίνους δασκάλους από την Ευρώπη και αποκτούσαν ευρύτερη παιδεία ευρωπαϊκής υφής, πέραν της όσης μπορούσαν να τους δώσουν τα ελληνικά σχολεία. Προφανώς σ' αυτά τα ανωτέρας στάθμης μεγάλα σπουδάσια της πόλης, φοίτησε ο Σολομών Ροδινός, πατέρας του γνωστού Κυπρίου συγγραφέα Νεοφύτου Ροδινού, συγγραφέας ο ίδιος Χρονικού εικονογραφημένου της περιόδου 1570-1585 που χάθηκε.
Η Αμμόχωστος του 1464 -1570 είχε κάτι το ελάχιστο και σκιώδες από τον κοσμοπολιτισμό και τον πλούτο της Αμμοχώστου της περιόδου 1291-1373, όταν μετά την πτώση της Άκρας (1291), αλλά και αρκετά προηγουμένως, δυτικοί έμποροι, ευγενείς και άλλοι προτιμούσαν να ζουν και να εξασκούν οι πρώτοι, το προσοδοφόρο επάγγελμά τους στις κυπριακές πόλεις με την ελευθερία ζωής, προπάντων στην Αμμόχωστο. Η πόλη προσφερόταν για την άσκηση του εμπορίου και με τους Μουσουλμάνους, κατά παράβαση των σχετικών συχνών παπικών απαγορεύσεων. Την παράβαση αυτή σιωπηρά ή με ειδικές εξαιρετικές διατάξεις σε μερικές απαγορεύσεις ενέκρινε ο πάπας, ή επέτρεπε με ειδικές άδειες το Ανώτατο Δικαστήριο της Άκρας ως το 1291. Από τώρα και στο εξής η στρατηγική σημασία της Κύπρου ως προκεχωρημένης βάσεως για σταυροφοριακά σχέδια δίνει τη θέση της στο κυνήγι του εμπορικού κέρδους από τους δυτικούς εμπόρους του νησιού, με κύρια εστία την Αμμόχωστο, όπου η εκπαίδευση όπως την είδαμε, αποτελούσε πρακτική ανάγκη και είλκυε Ελληνόπαιδες, Λατινόπαιδες κ.ά.
Στα 1336 - 1341 ο Ludolf von Sudheim παρατηρεί: η Αμμόχωστος ήταν η πλουσιότερη απ' όλες τις πόλεις, και οι κάτοικοί της οι πλουσιότεροι απ' όλους τους ανθρώπους [του καιρού τους]. Ένας Αμμοχωστιανός κάποτε αρραβώνιασε την κόρη του, και οι πολύτιμοι λίθοι στην καλύπτρα της κεφαλής της εκτιμήθηκαν από τους Γάλλους ιππότες που μας συνόδευσαν [στον αρραβώνα] σαν πολυτιμότεροι από όλα τα στολίδια της βασίλισσας της Γαλλίας. Ένας έμπορος αυτής της πόλης πούλησε στον σουλτάνο [κατά παράβαση των απαγορεύσεων] ένα βασιλικό στέμμα από χρυσάφι και τέσσερις πολύτιμους λίθους ....για 60.000 φλωρίνια˙ ύστερα ζήτησε να τα εξαγοράσει για 100.000 φλωρίνια, αλλά ο σουλτάνος αρνήθηκε να δεχθεί την προσφορά... Σ' αυτή την πόλη, σ' ένα μαγαζί υπάρχει περισσότερη αλόη απ' όση θα μπορούσαν να μεταφέρουν πέντε αμάξια. Σιωπώ για τα φάρμακα, γιατί είναι εκεί τόσο κοινά όσο το ψωμί εδώ, και πωλούνται με την ίδια ευκολία [κάτι που τότε ήταν αξιοθαύμαστο, σπάνιο, εκπληκτικό στην Ευρώπη!]. Δεν τολμώ να μιλήσω για τους πολύτιμους λίθους τους και τα χρυσά, χρυσοποίκιλτα, χρυσοκεντημένα] υφάσματα τους και τα άλλα πλούτη τους, γιατί θα φαίνονταν ανήκουστα κι απίστευτα. Στην πόλη αυτή κατοικούν πάρα πολλές πλούσιες πόρνες, που μερικές τους έχουν περιουσία περισσότερη από 100.000 φλωρίνια. Δεν τολμώ να μιλήσω για τα πλούτη τους... (Cl. Del. Cobham, Excerpta Cypria, 1908, σσ. 19-20).
Θρυλικοί έμειναν από την περιγραφή του Λεοντίου Μαχαιρά και άλλων χρονογράφων οι πάμπλουτοι Νεστοριανοί έμποροι της Αμμοχώστου αδελφοί Φραγκίσκος και Νικόλας Λαχάς ή Λαχανόπουλοι [που δείχνει τουλάχιστον γλωσσικό εξελληνισμό του ονόματός τους]. Ο ένας από αυτούς έκτισε την εκκλησία των Νεστοριανών από τα θεμέλια, αλλ' η περιουσία τους χάθηκε κατά την γενουατική κατοχή της Αμμοχώστου (1373 κ.ε.). Γι' αυτό οι δυο γιοι του ενός κατήντησαν πάμπτωχοι˙ ο ένας, ο Γεώργιος, κωδωνοκρούστης στη Λευκωσία (στους Ιωαννίτες), κι ο δεύτερος, ο Ιωσήφ, πλανόδιος μικροπωλητής γλυκών στην Αμμόχωστο.
Στα μέσα του 14ουαι. (1359 -1369) ένας Σύρος έμπορος Σίμων οικοδόμησε τον ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου με κλάσμα μόνο των κερδών ενός εμπορικού ταξιδιού στη Βηρυτό, της οποίας, όπως και όλης της Συρίας, το εμπόριο γινόταν μέσω Κύπρου και ειδικά της πρόσφορα τοποθετημένης Αμμοχώστου. Μεταξύ 1360 και 1370, ένας πλούσιος Έλληνας έμπορος κατέβαλε τις δαπάνες για την οικοδόμηση του καθεδρικού ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, κολλητά στον παλαιό ελληνικό καθεδρικό ναό του Αγίου Συμεών, έναντι στον Άγιο Νικόλαο, τον καθεδρικό ναό των Λατίνων και τον ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου των Σύρων, και κοντά στον ναό των Νεστοριανών που έκτισε ο Λαχάς. Προφανώς η ελληνική εμπορική τάξη της Αμμοχώστου, αμιλλωμένη τη συριακή, τη νεστοριανή κ.ά., προέβη στην χρηματοδότηση του Αγίου Γεωργίου, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έναρξη της οικοδόμησης του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Χαρακτηριστικά ο Άγιος Γεώργιος τέλειωσε ακριβώς ένα χρόνο μετά την αποπεράτωση του συριακού ναού.
Λόγω παπικής απαγορεύσεως, τα εμπορικά πλοία δεν διεκινδύνευαν συνήθως να πλεύσουν πέραν της Αμμοχώστου, και τα εμπορεύματα της Συρίας εμονοπωλούντο από Αμμοχωστιανούς πράκτορες˙ στην Αμμόχωστο τα μεταφόρτωναν στα δυτικά πλοία, που τα μετέφεραν στη Δύση. Και γράφει ο Λ. Μαχαιράς: ὃλα τά καλά ἐχάθησαν ἐφ' ὃν ἐστέφθην ὁ ὑιός τοῦ ρέ Πιέρ ὁ Περρής [Πέτρος Β', 1369-1382] διά τό σκάνταλον τό ἐγίνην μέ τούς Γενουβίσους, καί ἐπῆγαν [τά καλά, τά πλούτη, τά κέρδη] εἰς τήν Συρίαν. Πρόκειται για την περιλάλητη έριδα Γενουατών - Βενετών στην Αμμόχωστο κατά τη στέψη του Πέτρου Β' ως βασιλιά της Ιερουσαλήμ στον Άγιο Νικόλαο, στις 10 Οκτωβρίου 1372. Το ζήτημα ήταν αν οι Γενουάτες ή οι Βενετοί θα κρατούσαν το δεξιό ηνίο του αλόγου του βασιλιά κατά την ίππευσή του μετά την τελετή. Ως τότε το δικαίωμα αυτό το είχαν οι Γενουάτες˙ τώρα το διεκδικούσαν οι Βενετοί, που στην Αμμόχωστο, από καιρό υπερτερούσαν αριθμητικά των Γενουατών.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια