Οι αρχές της αστικής ζωής και των εκδηλώσεών της —σχετικά μεγάλοι συνοικισμοί με κάποιο πολεοδομικό σύστημα, δημόσια κτίρια, αυτονομία, μεγάλα σπίτια κ.λπ. , αποτέλεσμα αυξημένης γεωργικής παραγωγής κάποτε βασισμένης στη δουλεία, στους αιχμαλώτους και στις κατακτήσεις, που επιτρέπει τη διατροφή των αστικών πληθυσμών από τα περισσεύματά της — χάνονται στα βάθη της προϊστορίας. Βέβαια οι πρώτοι αστικού τύπου συνοικισμοί δεν μπορούσαν να μη έχουν και μερικά αγροτικά χαρακτηριστικά — αυτό εξ άλλου ουδέποτε συμβαίνει στην ιστορία, ούτε και σήμερα ακόμη.
Οι νεολιθικοί συνοικισμοί όπως της Χοιροκοιτίας 7000/ 6800 - 4500 π.Χ.) κι άλλοι στο νησί μέχρι της Χαλκολιθικής εποχής (3900 -2500 π.Χ.) με την ακρόπολη και την ανεπτυγμένη αρχιτεκτονική, παρά την «έλλειψη προμελετημένου σχεδίου» στη Χοιροκοιτία σύμφωνα προς μια άποψη, με την προφανή λατρεία της Μητρός -Θεάς, με την κατανομή του οικιστικού χώρου σε ειδικές λειτουργίες κ.ά. στοιχεία, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρωτοαστικά κέντρα ή τύποι μεταβατικοί προς την αστική δομή. Η ερμηνεία αυτή είναι αντίθετη προς την παλαιότερη αντίληψη ότι τουλάχιστον η Χοιροκοιτία ήταν χωριό που αναπτυσσόταν παράλληλα στις δυο πλευρές ενός «κεντρικού δρόμου», σήμερα θεωρούμενου ως τοίχου.
Βλέπε λήμμα: Χοιροκοιτία
Η αύξηση του πάχους των τοίχων, η επέκταση του πληθυσμού έξω από τα τείχη και η μεγέθυνση των κυκλικών πολλαπλών κτιρίων της Χοιροκοιτίας, καθώς και τα μεγάλα κυκλικά σπίτια στην Κισσόνεργα -Μοσφίλια, με την ειδικευμένη οικοδομική τους μεθοδολογία, τα ίχνη βιομηχανικής δραστηριότητας στα δάπεδα των οικημάτων στον Άγιο Επίκτητο -Βρυσί (Νεολιθική εποχή II 4500 - 3900/ 3800 π.Χ.) κ.ά., αποτελούν τεκμήρια κάποιας αστικοποιημένης ροπής. Η ροπή αυτή αναπτύσσεται περαιτέρω κατά την Χαλκολιθική περίοδο (3900 / 3800 - 2900 / 2500 π.Χ.) και κυρίως κατά την εποχή του Ορειχάλκου και του Χαλκού (2500 - 1050 π.Χ.). Η τεχνολογική επανάσταση που προκάλεσε ο χαλκός και η μεταλλουργική βιομηχανία και εμπορία διευκολύνουν και ωθούν προς την αστική δομή, αν και βασικά η κοινωνία και η οικονομία παραμένουν αγροτικές - γεωργικές. Η υπό ειρηνικές συνθήκες διαίρεση της Κύπρου κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500 -1900 π.Χ.) σε βορειοδυτική και νοτιοανατολική περιοχή —την πρώτη βασικά μεταλλουργική με οικιστικά κέντρα πλάι στα χαλκωρυχεία και τη δεύτερη γεωργική— ευνόησε την αστικοποίηση εστιών της βορειοδυτικής περιοχής όπου έδρευε η μεταλλουργία και παρατηρήθηκε η πιο μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και πληθυσμιακή άνοδος. Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (1900 -1650 π.Χ.) η διαίρεση συνεχίζεται, αλλά η Καλοψίδα στην ανατολική Κύπρο αναδεικνύεται σε «πρωτεύουσα» της ανατολικής Κύπρου στα πρώτα χρόνια και η Λάπηθος (αντί των Βουνών στο Πέλλα Παΐς) «πρωτεύουσα» της βορειοδυτικής. Σπουδαίο κέντρο είναι επίσης η Επισκοπή - Φανερωμένη, πιθανώς όλες κέντρα εξαγωγής χαλκού παρά την ύπαρξη συνθηκών αναταραχής, μαρτυρουμένων από φρούρια και οχυρώσεις για εσωτερική ασφάλεια σε διάφορα σημεία μιας ιδεατής γραμμής ανάμεσα στην ανατολική και στη δυτική περιοχή, όχι στο νότο.
Βλέπε λήμμα: Χαλκός
Το σπίτι από δέκα δωμάτια στην Καλοψίδα, τα διώροφα σπίτια στην Επισκοπή - Φανερωμένη, τα μεγάλα τετράγωνα δωμάτια στην Αλάμπρα-Μούττες κ.α. ίσως υποδηλούν κάποια αστική δομή ˙ η τελευταία τουλάχιστον θεωρείται ως κατοικημένη από αυτάρκη αγροτική κοινότητα. Η τεχνική οικοδομική φροντίδα στην Αλάμπρα, όπου υπήρχαν αυλές και διάδρομοι σε οργανωμένα σύνολα, μπορεί να μη είναι άσχετη προς κάποια αστική δομή του συνοικισμού που πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιη στους συνοικισμούς της Ύστερης Μέσης εποχής του Χαλκού III (1725 -1650 π.Χ.) Χαλά Σουλτάν Τεκκέ και Έγκωμης, τα νέα λιμάνια και εμπορικά κέντρα εξαγωγής του χαλκού.
Κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.), που στο μεγαλύτερο μέρος της συμπίπτει με τον μυκηναϊκό εποικισμό και τον εξελληνισμό της Κύπρου, οι παράλιες αυτές «πόλεις», όπως και άλλες στο Μαρώνι, στη Μόρφου, στην Αγία Ειρήνη κ.α., αναπτύχθηκαν σε «κοσμοπολίτικα βιομηχανικά κέντρα», ιδίως μετά το 1475 σε συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής ειρήνης και έντονης εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως εξαγωγικής, που όμως δεν γνωρίζουμε ακόμη αν ελεγχόταν από κάποια κεντρική εξουσία. Η σταδιακή «συμφιλίωση» των δυο περιοχών, ανατολικής και δυτικής, ή νοτιοανατολικής και βορειοδυτικής, που φαίνεται να ακολούθησε την καταστροφή της Καλοψίδας και της Επισκοπής - Φανερωμένης (από τους Υκσώς*; ή από εσωτερικές έριδες;) και την παρακμή της Λαπήθου και της Δένειας, και η συνακόλουθη πολιτιστική ομοιογένεια ολόκληρης της Κύπρου μπορεί να οφείλονταν σε κάποιου είδους κεντρική εξουσία αστικής μορφής, αλλά μπορεί και σε πολλαπλή αύξηση της επικοινωνίας και των ανταλλαγών μεταξύ των ραγδαία αναπτυσσομένων αστικών κέντρων. Η αλληλεξάρτηση γεωργικών και αστικών βιομηχανικών περιοχών ήταν η προϋπόθεση της ανάπτυξης των δευτέρων με βάση την κατανάλωση των γεωργικών περισσευμάτων μιας όμοια ακμαίας αγροτικής οικονομίας. Η αρκετά περίπλοκη σύνθετη μορφή των κτισμάτων στην Καλαβασό - Άγιο Δημήτριο, με γενικό αρχιτεκτονικό - πολεοδομικό σχέδιο παρά την επί μέρους μορφολογική ποικιλία, η συμμετρική τοποθέτηση των ανατολικών - δυτικών τοίχων σε κάθε πλευρά του δρόμου, τα ίχνη μεταλλουργικής επεξεργασίας και εργαλείων που «χύθηκαν» επί τόπου για τοπική χρήση, είναι σοβαρές ενδείξεις αστικού βίου, όπως και η ύπαρξη άριστης ποιότητας κεραμικής, και δη μυκηναϊκής, αποχετευτικού αγωγού, πελεκητών λίθων, διαδρόμων, δρόμων, προδόμων, δευτέρου πατώματος, αποθηκών και χώρων εργασίας σε συμπλέγματα κατοικιών που ανήκαν σε προύχοντες, κτιρίων με απόλυτη συμμετρικότητα και ακρίβεια όπως το τριμερές κτίριο Χ, κλπ.
Ο αστικός χαρακτήρας της Έγκωμης βασίζεται, ανάμεσα σ' άλλα, και στη στενή σύνδεση μεταλλουργίας και θρησκείας, εφόσον ο ένοπλος θεός παρουσιάζεται σε ναό του 1150 π.Χ. ως προστάτης της πρώτης στα εργαστήρια τήξης του χαλκού στα βόρεια της πόλης, πλάι στο τείχος. Το σαφές και καλά οργανωμένο πολεοδομικό σχέδιο της Έγκωμης μαρτυρεί διευθύνοντα νου, που δεν μπορεί να ήταν άλλος από δυνατή εξουσία˙ ίσως και μόνο αυτό συνηγορεί υπέρ της ταυτίσεως Αλασίας -Έγκωμης, πρωτεύουσας ισχυρού κράτους. Παρόμοια σύνδεση έχουμε και στους Γόλγους, στη Μύρτου - Πηγάδες, στη Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, στη Μόρφου, στην Αγία Ειρήνη, στην Παλαίπαφο, στο Κίτιον (πλάι στα «Κυκλώπεια» τείχη) κλπ., και προϋποθέτει ισχυρό ιερατείο που ελέγχει και διαχειρίζεται τη μεταλλουργική βιομηχανία και το εμπόριο χαλκού και των παραγώγων του, όπως και αλλού στον ανατολικό μεσογειακό χώρο.
Μικρότερα πολίσματα, όπως στα Κατύδατα, στην Αχερά κ.α. συνδέονται πάλι προς την εμπορία χαλκού και προς τη μεταλλουργία, που ένα από τα «αστικού τύπου» αποτελέσματά τους ήταν η δημιουργία ή βελτίωση ενός αξιόλογου οδικού δικτύου. Και πάλι δεν υπάρχει βεβαιότητα για το πολιτικό καθεστώς του νησιού στην περίοδο αυτή, αν και μια αιγυπτιακή επιγραφή του 1194 -1162 π.Χ. επί Ραμσή Γ' μιλά για εχθρικές πόλεις στην Κύπρο: Σαλαμίνα, Κίτιον, Σόλους, Ιδάλιον και Μάριον. Αυτή η κατάτμηση πρέπει να σημαίνει χωριστά «κράτη - πόλεις». Αλλά η ομοιογενής κεραμική σ' όλο το νησί μπορεί να σημαίνει κάποιου είδους κρατική ενότητα όπως στα μεγάλα κράτη της Εγγύς Ανατολής, πιθανώς με πρωτεύουσα την Έγκωμη - Αλασία, ή πάντως τουλάχιστον φιλικές σχέσεις ανάμεσα στις πόλεις - κράτη. Είναι όμως προφανές ότι η μετέπειτα διαίρεση της Κύπρου σε πόλεις - κράτη έχει την αρχή της στην περίοδο αυτή και είναι καρπός του μυκηναϊκού εποικισμού που διασπά την οποιαδήποτε παλαιότερη ενότητα του νησιού με την ίδρυση πόλεων - κρατών ανεξαρτήτων, από τον κάθε ένα Έλληνα εποικιστή αρχηγό, από τον 14ο ως τον 11ο π.Χ.
Η εισαγωγή στο νησί της Κυπρομινωικής γραφής στην Έγκωμη γύρω στα 1500 ή λίγο πιο πριν, ευνοήθηκε από την αστική ανάπτυξη που είχε προηγηθεί και συνέβαλε στην περαιτέρω πρόοδό της. Από αυτήν, όμοια (κατά μερικούς ειδικούς) προς την Κρητική Γραμμική Γραφή Α, ή (σύμφωνα με άλλους) γραφή αιγαιακού χαρακτήρα, προέκυψε η κυπριακή συλλαβική γραφή στους επόμενους αιώνες, που όμως τροποποιήθηκε για να προσαρμοστεί στην ελληνική γλώσσα. Αυτά τα δυο γεγονότα δείχνουν τη «ζύμωση» της γραφής αυτής με την αστική ζωή του νησιού. Χαρακτηριστικά δείγματα της Κυπρομινωικής γραφής βρέθηκαν στα Κατύδατα, στο Κίτιον (άδυτο του ναού 2) και στη Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, ενώ της Κυπρομινωικής 2 γραφής στην Έγκωμη και της 3 στην Ουγκαρίτ της Συρίας.
Όλες οι πόλεις του νησιού τον 13ο αι. π.Χ. είχαν φρούρια και ναούς συνήθως με ιερούς κήπους, εργαστήρια χαλκού, σπίτια με αυλές, λουτρά, τουαλέτες και βόθρους και καλοφτιαγμένο σύστημα αποχέτευσης. Τα χαλκουργεία - χυτήρια ήταν αστέγαστα για να φεύγει ο καπνός, και στα πατώματά τους υπήρχαν κανάλια, λάκκοι και φούρνοι, ενώ τα σπίτια — ιδίως στην Έγκωμη — είχαν τετράγωνη αυλή με δωμάτια στις τρεις πλευρές. Τα κοιμητήρια των αστικών κέντρων παρουσιάζουν ποικιλία τύπων, με κύριο τύπο τους θολωτούς τάφους, ενώ η κεραμική έχει προοδεύσει σημαντικά, ακολουθώντας προηγμένους υστερομινωικούς, μυκηναϊκούς και υστεροελλαδικούς τύπους, καθώς και τον τύπο Tell el Yahudiya από τον Νείλο, κλπ., κατάλληλους για εύπορο αστικό περιβάλλον.
Το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια επιχειρηματιών των πόλεων, που εργάζονταν με βάση το κέρδος και δεν ρυθμιζόταν, όπως πιστεύεται, από διακρατικές εμπορικές συμφωνίες (R. S. Merrillees, Trade and Transcendence in the Bronze Age Levant, Göteborg, SIMA 39,1974). Τα μυκηναϊκά εμπορεία που εγκαθίστανται στο νησί ως σταθμοί, ιδίως στις νότιες και νοτιοανατολικές ακτές, ως βάσεις για εμπορική διείσδυση στις συροπαλαιστινιακές ακτές, αποβαίνουν —τα πιο πολλά— αναπόφευκτα μικρά ή μεγάλα αστικά ή πρωτοαστικά κέντρα: Έγκωμη, Πύλα – Βεργίν, Μάα - Παλαιόκαστρον, Μαρώνι, Κούριον, Παλαίπαφος κλπ. Ανάμεσα στα προϊόντα που εξάγουν είναι λεβαντομυκηναΐκή ή απλώς μυκηναϊκή κεραμική κατασκευασμένη στην και/ ή εξαγόμενη από την Κύπρο προς την Ουγκαρίτ μαζί με μεγάλες ποσότητες «καθαρά» κυπριακής κεραμικής. Αυτή η εμπορική δραστηριότητα, που φέρνει σ' επαφή με την κοσμοπολίτικη Ουγκαρίτ, συντελεί στην περαιτέρω ανάπτυξη των αστικών κέντρων και ειδικότερα της Έγκωμης.
Το Βεργίν, η Μάα και το Μαρώνι έχουν πιο πολύ χαρακτήρα οχυρών, που η εξάρτηση τους από τη γύρω γεωργική ενδοχώρα τους δίνει και κάποιο αστικό χαρακτήρα, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις έχουμε καθαρά αστικά κέντρα. Με την ανώτερη στρατιωτική τεχνολογία τους οι Μυκηναίοι, σύμμεικτοι αρχικά προς τους πλάνητες «Λαούς της Θάλασσας», δάμασαν τους ντόπιους γύρω στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 12ου αι. και επέβαλαν ένα νέο αστικό πολιτισμό, που αφομοίωσε πολλά από τα στοιχεία του προηγουμένου και καθιέρωσε οριστικά τους πελεκητούς λίθους (ashdar blocks) στην αρχιτεκτονική, πιθανώς εισάγοντάς τους από την Ανατολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Μυκηναίοι αμυντικοί - φρουριακοί συνοικισμοί της Μάας, της Πύλας και της Χαλά Σουλτάν Τεκκέ κ.ά., του δεύτερου μισού του 13ου αι., μετακινούνται κατά τις αρχές του 12ου αι. προς μεγαλύτερα κέντρα αστικά, όπως η Παλαίπαφος και το Κίτιον, ενισχύοντάς τα με νέο πληθυσμό και συντελώντας στην επέκτασή τους. Τμήμα του μυκηναϊκού - αχαϊκού εποικισμού στην Κύπρο ήταν, όπως είδαμε, οι θρυλούμενες ιδρύσεις πόλεων -κρατών από ηγέτες όπως ο Τεγεάτης Αγαπήνωρ (Νέα Πάφος), ο Χαλκάνωρ (Ιδάλιον), ο Χύτρος (Χύτροι), ο Δημοφών (Αίπεια), ο Ακάμας, αδελφός του Δημοφώντος, γιος του Θησέα και ο Αθηναίος Φάληρος (Σόλοι και όνομα ακρωτηρίου Ακάμας), ο Τεύκρος (Αχαιών Ακτή, Σαλαμίς), ο Κηφεύς (Κερύνεια), ο Πράξανδρος (Λάπηθος) κλπ. Οι εποικισμοί αυτοί συνέβησαν «μετά τα Τρωικά», που, αν δεχθούμε τη χρονολογία του Πάριου μαρμάρου, ανάγονται στην περίοδο 1209-1200 π.Χ. Δηλαδή ακριβώς στην εποχή της μετακίνησης των πληθυσμών των οχυρών στα πλησίον αστικά κέντρα και της συμπλήρωσης του μυκηναϊκού ελέγχου στην Κύπρο, που επομένως είναι ταυτόσημη με τη ραγδαία αστικοποίηση μεγάλων κέντρων του νησιού και την ενδυνάμωση της αστικής του ζωής. Η ζωή αυτή επηρέασε θετικά και την αστική ζωή στην ίδια την Ελλάδα, από όπου οι Αχαιοί έποικοι ήλθαν μετά από καταστροφή των εκεί πόλεων και όπου ξαναγύριζαν κατά καιρούς από την Κύπρο μεταφέροντας ανατολικά πολιτιστικά στοιχεία που άκμαζαν στη νέα τους πατρίδα, τώρα πια ουσιώδη χώρο του ελληνικού αστικού πολιτισμού, με λαμπρά ιερά όπως της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο - Κούκλια ήδη από το 1200 π.Χ., και του Διός στη Σαλαμίνα στην ίδια εποχή, με αθλητικούς αγώνες και θρησκευτικά και άλλα μοτίβα μυκηναϊκής και/ η κρητικής προέλευσης ανάμεικτα προς ανατολικά.
Η Σαλαμίς, διάδοχος της Έγκωμης (Αλασίας) από τον (12ο-) 11ο αι., οπότε ευδαιμονεί, θα είναι εφεξής το σπουδαιότερο αστικό κέντρο του κυπριακού ελληνισμού.
Ο ποιμενικός ρυθμός των κυπριακών αγγείων των Υστερομυκηναΐκών χρόνων, που μιμείται παραστάσεις ζώων από πλάκες ελεφαντοστού, αποτυπώνει διασκεδάσεις Αχαιών αστών, εμπόρων και αριστοκρατών.
Με την εισαγωγή του σιδήρου και την τεχνολογική επανάσταση που προκαλεί το «δημοκρατικό μέταλλο» κατά τη Γεωμετρική εποχή (1050 ή λίγο πιο πριν -700 π.Χ.), η αστική ζωή παίρνει νέα ώθηση, καθώς νέοι τύποι όπλων εισάγονται και γι' αρκετό διάστημα συνυπάρχουν προς μυκηναϊκούς ή τους διαδέχονται ή αντιγράφουν — ένδειξη της προσαρμογής των φορέων του σιδήρου «Δωριέων» στον μυκηναϊκό πολιτισμό της Κύπρου και των πόλεών της. Στην Κύπρο αναπτύσσεται τώρα βιομηχανία σιδηρών εργαλείων και όπλων που εξάγονται και στην Ελλάδα από τους Έλληνες εποίκους.
Στις κυπριακές πόλεις - κράτη της Γεωμετρικής εποχής άκμαζε η επική ποίηση με μεγαλοπρεπείς κηδείες που κατέληγαν στην πυρά — κάψιμο του νεκρού κατά τη νέα συνήθεια, ταφές αλόγων, θυσίες ζώων κλπ., ανάμεσα στους απογόνους των Μυκηναίων ανάμεικτους με τους νεοφερμένους «Δωριείς» και τους παλαιότερους «Ετεοκυπρίους», ιδίως στις περιοχές Αμαθούντος και Κουρίου.
Η είσοδος των Φοινίκων, αρχικά ως εμπορικών συνεργατών των Ελλήνων Κυπρίων (9ος - 8ος π.Χ. αι.) με κύριο κέντρο το Κίτιον, δεν συνοδεύθηκε σε πρώτο στάδιο από ρήξη στην αστική παράδοση του τόπου, διότι οι Φοίνικες στο Κίτιον υιοθέτησαν πολλά από τα υπάρχοντα˙ οι ναοί τους αποτελούν συνέχεια μυκηναϊκών ιερών, στις ίδιες διαστάσεις και δομή πλην του τριμερούς σχήματος, η δε Αστάρτη τους αφομοιώθηκε από την Αφροδίτη, όπως και στην Πάφο. Στο Κίτιον οι Φοίνικες εγκατέστησαν εργαστήρια βιομηχανικής επεξεργασίας του χαλκού, συνεχίζοντας την μυκηναϊκή παράδοση, και επεκτάθηκαν (800 π.Χ.) και προς την Ταμασσό, αναγκαίο συμπλήρωμα της οικονομίας τους στο Κίτιον και κέντρο ανάμειξης φοινικικών και ελληνικών θεοτήτων. Στη Λάπηθο υπάρχει διάκριση του αυτόχθονος πληθυσμού από τον ελληνικό˙ οι πρώτοι ζουν και θάβονται στις πεδινές Πλάκες, οι δεύτεροι στον μυκηναϊκού τύπου οικισμό και κοιμητήριο στο Κάστρο υψηλότερα, στο λόφο, που πρέπει να ήταν η ακρόπολη. Παρόμοια και στο Κούριον, στη Σαλαμίνα κ.α.
Κατά την Κυπρο - Αρχαϊκή εποχή (750/ 725-475 π.Χ.), εποχή πλούτου, η Κύπρος σαν σύνολο θαλασσοκράτησε πιθανότατα μεταξύ 742 ή 732 και 709 μετά την υποταγή της Φοινίκης στους Ασσυρίους, που έδωσε την ευκαιρία προφανώς στους Έλληνες Κιτιείς να επανακτήσουν την κυριαρχία του Κιτίου που τους είχαν αφαιρέσει οι Φοίνικες. Μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Ασσυρίους* στα 709 π.Χ., οι Φοίνικες με ασσυριακή τώρα κι αυτοί υποστήριξη πέτυχαν να γίνουν θαλασσοκράτες ως τα 664. Η σύγκρουση κυπριακής και φοινικικής αστικής, κυρίως εμποροναυτικής, τάξης υποδηλώνει ίσως κάποια χαλαρή ενότητα των κυπριακών πόλεων - κρατών μεταξύ τους στα χρόνια αυτά, που σημαδεύονται και από την κοινή κυπριακή και ελληνική εγκατάσταση και εμπορία κυρίως σκύφων και άλλων αγγείων στην Αλ Μίνα* της βορείου Συρίας.
Παρά την ασσυριακή κατοχή οι 8ος και 7ος αι. χαρακτηρίζονται από ευμάρεια, της οποίας κύρια παραδείγματα είναι οι πλούσιοι «βασιλικοί τάφοι» της Σαλαμίνος. Ο μυκηναϊκής προελεύσεως βασιλικός θεσμός στις κυπριακές πόλεις - κράτη φαίνεται ότι αφομοίωσε και ανατολικά συγκεντρωτικά δεσποτικά στοιχεία και έθιμα, και λαμπρύνθηκε από την ευρεία χρήση, της τότε ακμάζουσας Ομηρικής ποίησης και τη δημιουργία, στο ίδιο το κυπριακό αστικό περιβάλλον, του έπους Κύπρια του Στασίνου ή Ηγησίνου, και των Ομηρικών Ύμνων. Και τα δυο τραγουδιόνταν ή απαγγέλλονταν στις εορτές των πόλεων, που οι πολυτελείς «βασιλικές» συντηρητικές ταφές τους (π.χ. στη Σαλαμίνα) επηρεάστηκαν και από την κυκλοφορία των επών, τόσο των Κυπρίων όσο και της Ιλιάδος και της Οδύσσειας κ.ά. και από την «ιδεολογία» τους. Ο συντηρητισμός εκφράζεται και στο σύστημα της ταφής, αντί της καύσης, που μόνο σε δυο περιπτώσεις εμφανίζεται στην αρχαϊκή Σαλαμίνα. Από την κατάρρευση των Ασσυρίων (669 π.Χ.) ως την υποταγή των Κυπρίων στον Αιγύπτιο φαραώ Άμασι (570 π.Χ.) το νησί ήταν τελείως ανεξάρτητο και το ακμαιότατο εμπόριό του με Ρόδο, Σάμο, Ναυκράτιδα κλπ. έδωσε στην αστική ζωή δύναμη και ποικιλία, χωρίς να συμβάλει στην ενοποίηση των πόλεων. Μέσω των κυπριακών πόλεων κυρίως εισέδυσε η αιγυπτιάζουσα ροπή στην ελληνική γλυπτική και η νέα κυπροφοινικική συνεργασία παρήγαγε νέο μεικτό στιλ κεραμικής, φαγεντιανής, χαλκού και ελεφαντοστού στα εργαστήρια των πόλεων (Σαλαμίνος, Κιτίου κ.ά.).
Η αυτονομία των κυπριακών πόλεων συνεχίστηκε και κατά την περσική κυριαρχία (545 - 332 π.Χ.) οπότε, παρά την ανατολική απόλυτη μοναρχική δομή των πολιτευμάτων τους και την ανατολική συμβολική των νομισμάτων π.χ. του βασιλιά Ευέλθοντος της Σαλαμίνος (538 π.Χ. κ.ε.), κ.α., η ελληνική τέχνη, κυρίως ιωνική,, κυκλοφορούσε ή/ και παραγόταν ευρύτατα στην Κύπρο και ευνοήθηκε από την αστική τάξη. Πλάι στον απολυταρχικό βασιλιά (που ήταν και η προσωποποίηση του κράτους, μέγας ιερέας, κληρονομικός, εκχωρούσε προνόμια, γη για εκμετάλλευση, ήταν στρατάρχης, κύριος των μεταλλείων, των γαιών και του δασικού πλούτου), βρίσκονταν η βασιλική οικογένεια και οι ευγενείς προνομιούχοι συνεργάτες του. Ανάμεσα σ' αυτούς ήσαν οι κόλακες, στη Σαλαμίνα οι Γεργίνοι (= κατάσκοποι) που αναμειγνύονταν με το λαό, και οι Προμάλαγγες που έλεγχαν ως ανακριτές τις πληροφορίες των Γεργίνων. Ατμόσφαιρα καχυποψίας, αστυνόμευσης και αλληλοϋπονόμευσης, λοιπόν, επικρατούσε στην αστική ζωή του νησιού όπως και στην περσοκρατούμενη Ανατολή γενικά, αλλά και στη Σπάρτη και στις Συρακούσες και αλλού, και συγχρόνως πολυτέλεια, απολαύσεις και ασωτία ανάμεσα στις προνομιούχες τάξεις, συμπόσια που σπάνια απέβαιναν φιλοσοφικά.
Η αξονική δομή, η μετωπικότητα και η συμμετρία των ανακτόρων εκφράζουν την ανατολική δεσποτική δομή του πολιτεύματος, και ο αυστηρός διαχωρισμός των νεκροπόλεων των βασιλέων και των ευγενών από εκείνες του λαού και των μεσαίων τάξεων αντανακλά τις κοινωνικές διακρίσεις στη ζωή των πόλεων. Μισθοφόροι και δούλοι ήσαν συνηθισμένες φιγούρες στις πόλεις κι ο βασιλικός στρατός χρησιμοποιούσε κατά τον 5ο αι. τα απαρχαιωμένα ήδη από δυο αιώνες άρματα και το ιππικό. Στις παράλιες πόλεις τα ναυπηγεία έδιναν τον τόνο και οι Κύπριοι φημίζονταν για τον κέρκουρο, αποκλειστικότητα της δικής τους ναυπηγικής, όπως αργότερα για τον κάραβο. Ανεξήγητα παραμένουν τα μερικά δημοκρατικά στοιχεία στα πολιτεύματα του Ιδαλίου και των Σόλων.
Η συμμετοχή των Κυπρίων βασιλιάδων στην ιωνική επανάσταση του 499 κ.ε. απέληξε σε ήττα και επιβολή περσόφιλων ελληνικών και φοινικικών δυναστειών στις πόλεις, αν και αυτό δεν σήμαινε καθόλου αποκοπή τους από την ελληνική τέχνη, που μαρτυρείται, π.χ. στους Σόλους υπό τους νέους κυρίους των Φοίνικες βασιλείς του Μαρίου (Δόξανδρο κ.α.), που για τους εαυτούς των έκτισαν αξονικό συμμετρικό ανάκτορο στο Βουνί, παρατηρητήριο και κατασκοπευτήριο. Η αποτυχία των ελληνικών προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου από τους Πέρσες ως τα μέσα του 5ου αι., επισφραγίστηκε με τη συνθήκη του Καλλία (449 π.Χ.) που την παραχωρούσε στην περσική κυριαρχία, εξασφαλίζοντας όμως τις αγορές της Ανατολής για τους Αθηναίους. Η εμπορική επαφή διατήρησε και ενίσχυσε τον ελληνικό χαρακτήρα της αστικής ζωής της Κύπρου, που αντανακλάται σε πλήθος ευρήματα, μερικά έργα επηλύδων Αθηναίων γλυπτών και ντόπιων που τους μιμούνταν. Η ελληνική επίδραση στον αστικό βίο εμφαίνεται και σε περιπτώσεις όπως η οικοδόμηση ορθογωνίου ελληνικού μεγάρου και ελληνικού ναού της Αθηνάς στο Μάριον όταν ο Έλληνας βασιλιάς του Στασίοικος αντικατέστησε τον Φοίνικα Σασμάι στα 450 με την βοήθεια του Κίμωνος, του τελευταίου στρατηγού που ήλθε —και πέθανε— στην Κύπρο πριν από τη συνθήκη του Καλλία. Στοιχεία της ελλαδικής αστικής ζωής και πολιτισμού μεταφυτεύθηκαν εφεξής από πολυάριθμους νέους εποίκους, ιδίως από τη Σαλαμίνα (Κόνων, Κτησίας κ.α.). Η παγκυπριακή πολιτική του Ευαγόρα της Σαλαμίνος απέτυχε τελικά να συνενώσει τις πόλεις - κράτη του νησιού και κατέληξε σε συμβιβασμό με την Περσία (380 π.Χ.), που επέτρεψε και πάλι στον ελληνικό πολιτισμό να ακμάσει με εστίες τα ανεξάρτητα, πάντα, αστικά κέντρα του νησιού και ιδιαίτερα τη Σαλαμίνα.
Η Αλεξανδρινή περίοδος (332-30 π.Χ.) ήταν, αντίθετα προς ό,τι πίστευε ο Rostovtsev πριν από λίγες δεκαετίες, η αποθέωση της αστικής ζωής στο νησί, για της οποίας τους θεσμούς έχουμε τις πιο πολλές και συγκεκριμένες πληροφορίες. Επήλθε ανακατάταξη στον αριθμό και την έκταση μερικών βασιλείων όταν ο Πνυταγόρας της Σαλαμίνος πήρε την Ταμασσό με τα ορυχεία της που αφαιρέθηκαν από το Κίτιον, του οποίου ο Φοίνικας βασιλιάς Πουμιάθων την είχε αγοράσει από τον χρεοκοπημένο βασιλιά της Στασίκυπρο. Αν και οι βασιλιάδες διατήρησαν τους θρόνους τους, υποχρεώθηκαν να κόβουν νομίσματα του τύπου και με το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με εξαίρεση τη Σαλαμίνα που έκοβε νομίσματα στ' όνομα των πολιτών της — στροφή προς τη δημοκρατία. Η τελική υπαγωγή της Κύπρου υπό τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου, έφερε και νέες ανακατατάξεις. Το Μάριον κατεδαφίστηκε και οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν στην Πάφο, κι όλες οι άλλες εχθρικές στον Πτολεμαίο πόλεις (Λάπηθος, Κερύνεια και Κίτιον) δημεύθηκαν και εκχωρήθηκαν στον Νικοκρέοντα της Σαλαμίνος, που ανακηρύχθηκε σατράπης του νησιού με στρατηγό τον Μενέλαο (312 π.Χ.). Η ζωή στην Αυλή του Νικοκρέοντος ήταν άσωτη, εμπαθής αλλά «κουλτουριάρικη», με συχνούς διανοούμενους επισκέπτες καλεσμένους από την Ελλάδα. Στην Πάφο παρατηρούμε πνεύμα ανεξαρτησίας στην «κρυφή» εγγραφή του ονόματος του βασιλιά Νικοκλέους με μικρά γράμματα στα αλεξανδρινά τετράδραχμα που εξέδιδε (320 π.Χ.).
Η ναυπηγική άνθησε υπό τους Πτολεμαίους στην Κύπρο —κυρίως στην Πάφο— και τρεις νέες πόλεις ιδρύθηκαν στο νησί, και οι τρεις με το όνομα Αρσινόη*: η μια νότια της Σαλαμίνος, η δεύτερη μεταξύ Παλαιπάφου και Νέας Πάφου και η τρίτη στα ερείπια του Μαρίου (γύρω στο 272/271 π.Χ.). Οι Πτολεμαίοι δραστηριοποίησαν για δικό τους λογαριασμό τα νομισματοκοπεία της Σαλαμίνος, της Πάφου και του Κιτίου από το 294 π.Χ., ενώ από τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. η αυξημένη στρατιωτική σημασία του νησιού επέβαλε την οργάνωση της διοίκησής του σε στρατιωτική βάση υπό στρατηγό που ήταν και ἀρχιερεύς της Κύπρου, έδρευε στη Σαλαμίνα (αργότερα στη νέα πρωτεύουσα Πάφο), και ήταν «συγγενής» των Πτολεμαίων. Από το δεύτερο μισό του 2ου αι. ήταν ναύαρχος και ο βοηθός του αντιστράτηγος διοικητής των μεταλλείων (επί των μετάλλων), ενώ οι δυο γραμματεῖς του ήταν υπεύθυνοι του πεζικού και του ιππικού. Υπήρχε επίσης ο θεσμός του φρουράρχου διαφόρων πόλεων, του ἐπί τῆς πόλεως ἡγεμόνος καί ἱππάρχου ἐπ' ἀνδρῶν, των ἡγεμόνων των «ξένων» μισθοφόρων, τῶν κοινῶν που υπηρετούσαν στην Κύπρο, π.χ. ἡγεμών τῶν ἐν τῇ νήσῳ τασσομένων Κρητῶν. Τα κοινά (Λυκίων, Κρητών, Κιλικίων κλπ.) ήταν πάντα χωρισμένα μεταξύ τους για να μη μπορούν να οργανώσουν εξέγερση, και στάθμευαν στις διάφορες πόλεις, σε ποικίλλοντες αριθμούς με τις οικογένειές τους. Στους απόστρατους διανέμονταν γαίες στις χώρες των πόλεων, την ύπαιθρο γύρω που ανήκε διοικητικά μαζί με τα χωριά της στην περιοχή τους (εξ ου και το νεοελληνικό χώρα = πόλη). Οι χαρακτηριστικότεροι αστικοί θεσμοί των ελληνικών πόλεων υπήρχαν και στην Κύπρο: γυμνάσια με γυμνασιάρχους, ἐφήβαρχος, ἀγωνοθέτης, γραμματεύς, χρεωφύλακες, ὁ τῆς πόλεως στρατηγός, πολιτικός στρατηγός, στρατηγός και ἐπιστάτης τῆς πόλεως, βασιλικός δικαστής, βουλή και δήμος, οἱ περί τόν Διόνυσον τεχνῖται [= ηθοποιοί, θίασος θεατρικός], το Κοινόν Κυπρίων με έδρα στην Πάφο, στο ιερό της Αφροδίτης, και λειτουργίες θρησκευτικές, οργάνωση αγώνων, νομισματοκοπεία κλπ. Υπήρχε ακόμη ο ἠρχευκώς τῆς πόλεως, ο ἂρχων (Κούριον κ.α.), ο ἀγορανόμος, οι διάδοχοι (παιδιά των ἀρχισωματοφυλάκων), οι θεωροδόκοι και οι θεωροί για συμμετοχή στα Δελφικά, οι παλαιστρῖται καί οι παισί λαμπαδαρχοῦντες (Χύτροι, Λήδροι), ο φοινικικός θεσμός rab'eres (τοπάρχης ή χωράρχης στη Λάπηθο, διοικητής συνοικίας) κ.ά.
Κάθε πόλη εδικαιούτο να καθιερώσει τη λατρεία οποιουδήποτε θεού ήθελε, με τοπικό αρχιερέα, αλλά πάντοτε υπό την εποπτεία του βασιλικού αντιπροσώπου στην Κύπρο, που ήταν ο ανώτατος ἀρχιερεύς του νησιού — εκδήλωση περικοπής της τοπικής αστικής αυτονομίας. Ο οικονόμος της Κύπρου διαχειριζόταν τα δημόσια οικονομικά και ήταν φοροσυλλέκτης, ενώ ο δεκατηφόρος εισέπραττε τις απαρχές ή δεκάτες από τους γεωργούς των βασιλικών γαιών για το κράτος ή από γεωργούς σε ιδιοκτησίες πλουσίων ιδιωτών που ζούσαν συνήθως στις πόλεις.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (30π.Χ. - 4ος αι. μ.Χ.) οι αστικοί θεσμοί παραμένουν βασικά οι ίδιοι όπως στην Αλεξανδρινή, αλλά με άμεση εξάρτηση από τους Ρωμαίους κυριάρχους, που δεν εκχώρησαν αστικά δικαιώματα στους Κυπρίους, θεωρώντας τους «εχθρούς» φορολογούμενους, γιατί η τύχη τους ταυτίστηκε προς εκείνη της Κλεοπάτρας στο Άκτιον (30 π.Χ.). Οι βουλές διορίζονταν διά βίου από τον τιμητή ή κήνσορα και προεδρεύονταν από τους άρχοντες, βοηθούμενους από δυο ταμίες, δυο αγορανόμους και μόνιμο γραμματέα. Ο δήμος είχε μόνο τιμητικές αρμοδιότητες και γερουσία φαίνεται να υπήρχε μόνο στη Σαλαμίνα με θρησκευτικά και τιμητικά καθήκοντα. Οι ανώτατοι Ρωμαίοι αξιωματούχοι proconsul ή ανθύπατος, quaestor ή ταμίας, procurator ή επίτροπος κ.ά. έλεγχαν τα πάντα.
Η αριστοκρατία των πόλεων προσαρμόστηκε στο ρωμαϊκό καθεστώς και με ψηφίσματα και άλλους τρόπους κολάκευε τους κατακτητές. Στις πόλεις η μεσαία τάξη αποτελείτο από απελεύθερους, που πάλι υπηρετούσαν τις θεότητες ως δούλοι, και από τεχνίτες, όπως οι λινύφοι (λιναράδες).
Επαρχιακοί αρχιερείς της Κύπρου εκλέγονταν ανάμεσα στους δια βίου αρχιερείς ως ετήσιοι αρχιερείς τού Αυγούστου Θεού Καίσαρος, που προήδρευαν και του Κοινού Κυπρίων. Προς τιμήν των αυτοκρατόρων οργανώνονταν αγώνες, π.χ. μετά τη ναυμαχία του Ακτίου για τον Καίσαρα στη Λάπηθο. Στην Πάφο οργανώθηκαν από το Κοινόν Κυπρίων στα 18 π.Χ. για πρώτη φορά ιεροί πενταετηρικοί αγώνες με παγκύπρια συμμετοχή προς τιμή του Γερμανικού κι άλλοι για τον Νέρωνα (54 - 68 μ.Χ), καθώς και οικουμενικοί αγώνες στο Κίτιον (μέσα 1ου αι. μ.Χ.). Ανδριάντες αυτοκρατόρων και μελών της οικογένειάς τους αφιερώνονταν από τις πόλεις, κτίζονταν ναοί προς τιμήν τους, και έγκριτοι πολίτες αυτοδιορίζονταν ιερείς των αυτοκρατόρων. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ανταποδίδοντας την κολακεία, και για άλλους λόγους, ίδρυαν με δαπάνες τους δημόσια κτίρια στις πόλεις, ιδίως μετά από σεισμούς. Επί Σεβήρων (153 - 235 μ.Χ.) κτίστηκε η μαρμάρινη ρωμαϊκή αγορά του Κουρίου, που καταστράφηκε στο σεισμό του 370 μ.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε από μέτριο σύμπλεγμα δωματίων και το υλικό της χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση χριστιανικής βασιλικής. Στα 15 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος χρηματοδοτεί την ανοικοδόμηση της Πάφου μετά την καταστροφή της από σεισμό και η Πάφος προς τιμήν του υιοθετεί το αυτοκρατορικό ημερολόγιο. Μετέπειτα η Πάφος τιτλοφορείται Σεβαστή Κλαυδία Φλαυΐα Πάφος, ἱερά μητρόπολις τῶν κατά Κύπρον πόλεων (2ος - 3ος αι. μ.Χ.).
Με την αναβίωση του Κοινού Κυπρίων στα 30/ 29 π.Χ. οι εντεταλμένοι για υπηρεσίες και οι τιμώμενοι από αυτό θεωρούνταν ευεργέτες όλης της Κύπρου, και τέτοιοι ήσαν πλούσιοι αστοί. Το ειδικό νόμισμα του Κοινού Κυπρίων με κυκλικό δάφνινο στεφάνι για τις εορτές και τους αγώνες σ' όλο το νησί έδινε έμφαση στην ενότητα της αστικής ζωής, που παρήγαγε ένδοξους για την εποχή τους αθλητές με διεθνή φήμη και επιδόσεις, γιατρούς, φιλοσόφους, ιστορικούς και άλλους λογίους.
Βλέπε λήμμα: Κοινόν Κυπρίων
Στην πρωτεύουσα Νέα Πάφο στα 46 μ.Χ. συνέβη ο πρώτος προσηλυτισμός Ρωμαίου αξιωματούχου στον χριστιανισμό, του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου*. Έτσι αρχίζει η διάδοση του χριστιανισμού από τις πόλεις, ενώ σε άλλη πόλη, τη Σαλαμίνα, εξερράγη η αιματηρή επανάσταση των Εβραίων στα 115/6 μ.Χ. κατά των Ελλήνων αστών με στόχο την ίδρυση δικού τους κράτους στη θέση του «ελληνοκρατούμενου», όπως νόμιζαν, ρωμαϊκού. Η κατεστραμμένη Σαλαμίνα ανοικοδομήθηκε με αυτοκρατορική χορηγία, ενώ ο Τίτος αν και είχε κατάσχει τους θησαυρούς του ναού της Αφροδίτης στην Πάφο, πήρε ευνοϊκό χρησμό για το μέλλον του από τον ιερέα της. Η δύναμη του ιερατείου της, όπως και εκείνου της Αμαθουσίας Αφροδίτης και του Σαλαμινίου Διός ήταν τόση, ώστε πήραν ασυλία (22 μ.Χ.). Η ανοικοδόμηση της Πάφου στα 78 μ.Χ. μετά τον σεισμό με αυτοκρατορική χορηγία συνοδεύθηκε με την ευεργετική μεταφορά του νομισματοκοπείου της Αντιόχειας της Συρίας σ' αυτήν. Τα λαμπρά διακοσμημένα με μωσαϊκά δημόσια και ιδιωτικά ρωμαϊκά οικοδομήματα της Νέας Πάφου μαρτυρούν ακμαία αστική ζωή ανώτερης ποιότητας, όπως και στο Κούριον, στη Σαλαμίνα και άλλες πόλεις.
Στο Κούριον ο Νέρων ανοικοδομεί το θέατρο και τον δεύτερο ναό του Απόλλωνος Υλάτου (64-66 μ.Χ.). Αργότερα στο Κούριον η μετάβαση στον χριστιανισμό τεκμηριώνεται στα μωσαϊκά του Οίκου του Ευστολίου (4ος - 5ος αι. μ.Χ.), όπου συνυπάρχουν η ελληνιστική Κτίσις με την Δημιουργία και ο χαιρετισμός στον Απόλλωνα, προστάτη της πόλης, με ευχή στον Χριστό, προστάτη του Οίκου. Όταν η Σαλαμίς ξανακτίστηκε μετά τους σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ. σε μεγαλύτερη έκταση ως χριστιανική πόλη, το θέατρό της μετατράπηκε σε θέατρο μίμων αντί μονομαχιών, σημαντική στροφή στο περιεχόμενο της αστικής ζωής. Το ίδιο συνέβη και με τη χρήση ακέφαλων ή ακρωτηριασμένων αγαλμάτων θεών στη διακόσμηση των στοών του λουτρού του ρωμαϊκού γυμνασίου ˙ η παλαίστρα του έγινε τόπος συγκέντρωσης και οι τουαλέτες του κρύφτηκαν σύμφωνα με την χριστιανική ηθική φιλοσοφία για το σώμα και τις λειτουργίες του. Στο Κίτιον τα μόνα κατάλοιπα των Φοινίκων αστών ήταν τώρα τα εξελληνισμένα παππωνυμικά τους στις επιγραφές.
Η Βυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από ακμή της αστικής ζωής στον 4ο αι. μετά τις ανοικοδομήσεις, έντονη οικοδομική δραστηριότητα, εμπόριο, ναυπηγήσεις κλπ. Η υπαγωγή της Κύπρου στο praefectus praetorii orientis (293 μ.Χ.) με έδρα την Αντιόχεια, συνδέει την αστική ζωή του νησιού πιο πολύ προς εκείνη της Συρίας παρά της Αιγύπτου, και στο κέντρο της σταδιακά οι εκκλησιαστικοί υποκαθιστούν τους πολιτικούς θεσμούς. Οι επίσκοποι είναι τώρα και εφεξής οι πραγματικοί άρχοντες των πόλεων, από τις οποίες αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα η Σαλαμίς (μέσα του 4ου αι. μ.Χ.), έδρα και του αρχιεπισκόπου. Η δύναμη του επισκόπου Οφελλίου, antistes urbis [Κωνσταντίας] στα 346 μ.Χ., εκφραζόμενη στη διεύθυνση δημοσίων υποθέσεων στις οποίες εκπροσωπεί τον αυτοκράτορα, θα συνεχιστεί και αργότερα, οπότε οι αρχιεπίσκοποι Κωνσταντίας θα ασχολούνται και με κοινωφελή κοσμικά έργα. Η δράση ισχυρών προσωπικοτήτων στις επισκοπικές έδρες στους 4ο - 7ο αι. ενισχύει την κοσμική τους δύναμη και την εκκλησιαστική επιρροή στην αστική ζωή. Λίγο προ του 641/2 μ.Χ, ο αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Αρκάδιος εμφανίζεται σε στενή σχέση προς ένα βαθύπλουτο Αμμοχωστιανό εφοπλιστή, τον Φιλέντολο Ολυμπίου, του οποίου η φιλανθρωπική δράση είχε εκφρασθεί σε οικοδόμηση κοινωφελών ιδρυμάτων στην πόλη — μεγάλο πτωχείο-νοσοκομείο κλπ.— σαφής ένδειξη της μεγάλης ανισότητας εισοδημάτων και των ταξικών διαφορών στις πόλεις.
Λίγο προ της πρώτης αραβικής επιδρομής κατά της Κύπρου (649 μ.Χ.) χρονολογούνται οι έξοχοι δίσκοι της Λάμπουσας, τεκμήριο πλούτου και αστικής ευημερίας. Χωρίς ισχυρή αστική ζωή κυριαρχημένη από την Εκκλησία, δύσκολα θα μπορούσε η τελευταία να διεξαγάγει νικηφόρα τους αγώνες της για το αυτοκέφαλον* (4ος - 5ος αι.).
Κατά τις αραβικές επιδρομές (649 - 963/4 μ.Χ.) η αστική ζωή υπέστη καίρια πλήγματα, που ανάγκασαν τους κατοίκους αρκετών παραθαλάσσιων πόλεων να μετακινούνται ή να μετακινηθούν μόνιμα σε ασφαλέστερα ορεινά σημεία (π.χ. τους κατοίκους της Λαπήθου, της Καρπασίας, της Κωνσταντίας - Αμμοχώστου, της Αμαθούντος, της Πάφου, του Κουρίου κ.α.). Η ανθρωπογεωγραφική δομή του νησιού αλλοιώθηκε τότε σημαντικά. Σημειώθηκαν εσωτερικές μεταναστεύσεις πληθυσμών, ακόμη και μετανάστευση υποχρεωτική, προπάντων μεγάλου μέρους των παρακτίων και άλλων αστικών πληθυσμών, όπως π.χ. στα 691-698 ή 705 στον Ελλήσποντο και στη Συρία. Η συγκυριαρχία/ ουδετερότητα που επιβλήθηκε στην Κύπρο στα 653 ή 688 επέτρεπε τη συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Αράβων σε παράλληλα πολίσματα, όπως στην Πάφο, όπου εγκαταστάθηκαν αραβική φρουρά και Σύροι εξισλαμισμένοι έποικοι, τεχνίτες, ναυπηγοί κ.ά. (12.000) μετά την κατάληψη και καταστροφή της πόλης (και ίσως και της Κωνσταντίας) στα 653/4. Απέναντι στην αραβική εγκατάσταση, που είχε και τζαμιά, υψώθηκε το φρούριο Σαράντα Κολώνες από τους Βυζαντινούς.
Με την ανακατάληψη της Κύπρου από τους Βυζαντινούς στα 963/4 η στροφή προς τη στρατιωτική αναδιοργάνωση και την ίδρυση μοναστηριών και φρουρίων σε κρίσιμα, ορεινά κυρίως, σημεία και διαβάσεις, επηρέασε την αστική ζωή, δίνοντάς της πιο πολύ στρατιωτικό χαρακτήρα, καθώς τα βασικά στρατηγικά αστικά κέντρα (Αμμόχωστος, Λευκωσία, Λεμεσός, Κερύνεια κ.α.) οχυρώθηκαν με ισχυρά τείχη. Ως την κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο στα 1191 το νησί υπέστη επανειλημμένες επιδρομές από Σταυροφόρους (1156, 1161, 1186) και Μουσουλμάνους (1158) που έπληξαν και παράλιες πόλεις. Η οχύρωση που απέβλεπε και συνέβαλε και στην εξυπηρέτηση των Σταυροφόρων με προμήθειες και στρατό, δεν ήταν επαρκής για την απόκρουση των επιδρομών, που τώρα αποκτούν και τη μορφή διεισδύσεως. Στα 1148 στους Βενετούς εκχωρούνται προνόμια που τους εισάγουν νόμιμα στην αστική ζωή της Κύπρου ως ανταγωνιστές των Ελλήνων. Η χωριστική κίνηση του Ισαάκιου Κομνηνού* (1184-1191) αρχικά στηρίχθηκε και σε Κυπρίους ευγενείς αστούς δυσαρεστημένους με τη βυζαντινή διοίκηση.
Με την έναρξη της Φραγκοκρατίας, η παλαιά βυζαντινή άρχουσα τάξη διώχνεται και αντικαθίσταται από Λατίνους, Σύρους, Αρμενίους κ.α. Η οργάνωση του νέου καθεστώτος είναι στρατιωτική - φεουδαρχική, αλλά προνοεί και για υπολογίσιμη μη ελληνική αστική τάξη, που κυριαρχεί κατά τα πρώτα χρόνια στις κυπριακές πόλεις. Σταδιακά, όμως, ως τα τέλη του 13ου - μέσα του 14ου αι., παρά τους σκληρούς διωγμούς της ελληνικής Εκκλησίας από τη λατινική, η αστική ελληνική τάξη αναγεννάται και συνεργάζεται με την Εκκλησία της για την επιβίωση και των δυο, και του Ελληνισμού στο νησί ˙ με χορηγίες Ελλήνων εμπόρων οικοδομούνται οι περικαλλείς ελληνικοί καθεδρικοί ναοί Λευκωσίας και Αμμοχώστου στα μέσα του 14ου αι., αμιλλώμενοι τους λατινικούς και εκείνους άλλων δογμάτων. Στα 1335 ο Ιάκωβος ντε Βερόνα έρχεται να χαρακτηρίσει την Αμμόχωστο καθαρά ελληνική πόλη, παρά την εκεί ισχυρή παρουσία πολλών ξένων. Τόση ήταν η αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού κυπριακού αστικού περιβάλλοντος ώστε πολλοί Λατίνοι προσέρχονταν στην ορθοδοξία και εξελληνίζονταν. Σ' αυτό συνέβαλε η γρήγορη κάθοδος των τεσσάρων ορθοδόξων επισκοπών που απέμειναν, από τα ορεινά χωριά όπου τους περιόρισαν οι Λατίνοι με την Bulla Cypria του 1260, στις πόλεις, όπου τους συμπαραστάθηκαν οι Κύπριοι αστοί. Παρά τον φραγκοβυζαντινό ρυθμό των εκκλησιών που τελικά προέκυψε από την ανάμειξη αυτή και την εκκοσμίκευση μερικών πλευρών της ζωής του κυπριακού κλήρου, η προσήλωση των Κυπρίων Ελλήνων αστών και μοναχών στη βυζαντινή ορθοδοξία είναι αναμφισβήτητη κι υπήρξε στήριγμα ισχυρό της Εκκλησίας ελλείψει αριστοκρατίας ευγενών γαιοκτημόνων.
Τον χαρακτηριστικό θορυβώδη τόνο στη ζωή των κυπριακών πόλεων έδιναν, βέβαια, οι Φράγκοι ευγενείς, αυλικοί, στρατιωτικοί και αστοί, αν και αρκετοί διέθεταν και αγροκτήματα στα οποία διέμεναν κατά καιρούς. Τα δυτικά ιπποτικά έθιμα, τραγούδια, θρησκευτικά δράματα, μονομαχίες, νομοθεσία κλπ., αυτοί τα εισήγαγαν και είχαν στα χέρια τους. Οι δυο Αυλές, η Άνω και η Κάτω ή της Βουργησίας, με το χωριστό δίκαιό τους, ήσαν τα ισχυρά σώματα της πολιτικής ζωής, αλλά η μετάφραση των ασσιζών* της Βουργησίας, δηλαδή των εμπόρων και αστών, στην κυπριακή διάλεκτο είναι τεκμήριο της δύναμης των Κυπρίων αστών, οι οποίοι δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν καθώς αυξάνονταν με την προσχώρηση σ' αυτούς περπυριαρίων απελεύθερων και φραγκομάτων. Η κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες την οδήγησε σταδιακά στην παρακμή.
Αστικό και φεουδαρχικό μαζί περιβάλλον μαρτυρούν τα τελευταία πνευματικά προϊόντα της Κύπρου στη Φραγκοκρατία, τα «Κυπριακά Ερωτικά Τραγούδια» (αρχές 16ου αι.) που αποτελούν κυρίως παραφράσεις ποιημάτων του Πετράρχη από Ελληνοϊταλό, ενώ στον καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στην Αμμόχωστο η ζωγραφική διακόσμηση αποπνέει τον αέρα της Αναγέννησης, ειδικά του Τζιόττο, παρά τον βυζαντινό της πυρήνα.
Η Τουρκοκρατία κατέστρεψε τον πολιτισμό αυτό σχεδόν ολοκληρωτικά.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι πόλεις της Κύπρου εξακολουθούσαν να υφίστανται, όμως όχι πια με τη μορφή και τον πλούτο των προηγουμένων περιόδων και ιδίως της Φραγκοκρατίας. Οι αστοί, όσοι κατόρθωσαν να διασωθούν μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και την κατάληψη απ' αυτούς του νησιού στα 1570/1, είτε διέφυγαν και απεσύρθησαν σε χωριά όπου έκρυψαν την πραγματική τους ταυτότητα και παρέμειναν στην ύπαιθρο ασκώντας διάφορα ταπεινά επαγγέλματα, είτε μετανάστευσαν σε άλλες χώρες. Εκείνοι που απέμειναν στις πόλεις ήσαν λίγοι, ωστόσο μπόρεσαν σιγά - σιγά να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την (ολιγάριθμη πια) αστική τάξη, συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές.
Στη Λευκωσία, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η αστική τάξη συγκεντρώθηκε γύρω από τον αρχιεπίσκοπο και τον μεγάλο δραγομάνο, ενώ στη Λάρνακα συγκεντρώθηκε γύρω από τις ξένες διπλωματικές αποστολές που στάθμευαν εκεί. Προύχοντες ζούσαν σ' όλες τις πόλεις. Ως τα μέσα του 18ου αι. εξελληνισμένοι και εξισλαμισμένοι Φράγκοι προύχοντες συνεργάζονταν κρυφά για την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Τούρκους (τελευταία τέτοια περίπτωση αναφέρεται στα 1668/9), ενώ ταυτόχρονα εντάχθηκαν στο νέο καθεστώς και φανερά συνεργάζονταν μαζί του.
Εξακολουθούσε βέβαια να υπάρχει και η τάξη των ντόπιων εμπόρων, όμως τώρα δεν ήταν τόσο πολυάριθμη, ούτε και τόσο πλούσια πια, γιατί και το εμπόριο είχε περιοριστεί σημαντικά. Η τάξη αυτή συνεργαζόταν με τους ξένους εμπόρους και προξένους.
Οι άσχημες συνθήκες που επεκράτησαν, η κακή διοίκηση, η εκμετάλλευση του λαού, η βαρία φορολογία και η ανυπαρξία οποιωνδήποτε αναπτυξιακών κινήτρων, είχαν ως αποτέλεσμα να περιέλθει σταδιακά το νησί σε συνθήκες αθλιότητας και οι συνθήκες αυτές επηρέαζαν τόσο τους αστούς όσο και τους αγρότες, ιδιαίτερα τους τελευταίους, οι οποίοι επανειλημμένα είχαν εξεγερθεί κατά της διοίκησης (και μερικές φορές και κατά της ελληνικής ηγεσίας που εκπροσωπείτο κυρίως από την Εκκλησία), ζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.
Ο μαρασμός και η μιζέρια που επήλθε στις τάξεις του αγροτικού πληθυσμού, επηρέασε σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό και την τάξη των αστών και τις ίδιες τις πόλεις, γιατί οι πόλεις και οι κάτοικοί τους εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από την ύπαιθρο. Όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κύπρο το 1878, οι πόλεις ήσαν πια χωριά περισσότερο παρά αστικά κέντρα, και ο πληθυσμός παρουσίαζε την πιο κάτω χαρακτηριστική εικόνα, σύμφωνα με την απογραφή του 1881:
Λευκωσία: 11.536 κάτοικοι
Λάρνακα: 7.833 κάτοικοι
Λεμεσός: 6.131 κάτοικοι
Αμμόχωστος: 2.564 κάτοικοι
Πάφος: 2.204 κάτοικοι
Κερύνεια: 1.192 κάτοικοι
Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα της ερήμωσης που είχε στο μεταξύ επέλθει, είναι ότι οι Άγγλοι, όταν έφθασαν στην Κύπρο το 1878, βρήκαν στο νησί ένα μόνο δρόμο, κι αυτόν σε κακά χάλια. Ήταν ο δρόμος που ένωνε την πρωτεύουσα Λευκωσία με τη Λάρνακα, λιμάνι και έδρα των ξένων προξενείων.
Η αστική ζωή ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γιατί οι νέοι κατακτητές του νησιού οργάνωσαν τα αστικά κέντρα της Κύπρου με βάση τη δική τους ισλαμική κοσμοθεωρία στην αντίληψη της πόλης. Η κοσμοθεωρία τους αυτή αρνείται, μεταξύ άλλων, την ανοικτή κοινωνική ζωή, τη μνημειακή αρχιτεκτονική μεγαλοπρέπεια, τις ποικίλες κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ περιορίζει τη ζωή των αστών πίσω από κλειστές αυλές με μόνη ίσως μαζική κοινωνική εκδήλωση το παζάρι.
Η Λευκωσία παρέμεινε το διοικητικό κέντρο του νησιού, περιορισμένη όμως στα ασφυκτικά πλαίσια των βενετικών τειχών που την περιέβαλλαν. Οι κάτοικοι της ζουν σε χωριστές γειτονιές, σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τη θρησκεία, την εθνικότητα και την κοινωνική τους τάξη. Η Αμμόχωστος πέφτει σε πλήρη παρακμή. Η Λεμεσός μεταβάλλεται σε ένα είδος ημιαστικού οικισμού. Η Πάφος (Κτήμα) και η Κερύνεια, το ίδιο. Εξαίρεση αποτελεί η Λάρνακα, στην οποία αναπτύσσεται ένας ανοικτός τρόπος αστικής ζωής, που οφείλεται στις ξένες διπλωματικές αποστολές και στους ξένους εμπορικούς οίκους που υπάρχουν εκεί και συντηρούν ακόμη, σε κάποιο βαθμό, τις δυτικές αντιλήψεις και συνήθειες.
Κίνητρα για την ανάπτυξη εκ νέου των κυπριακών πόλεων και της αστικής τάξης, εμφανίζονται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας που ακολούθησε. Τέτοια κίνητρα ήταν η ενθάρρυνση του εμπορίου, τα έργα υποδομής (όπως οδικό δίκτυο, κατασκευή λιμανιού στην Αμμόχωστο, ηλεκτροφωτισμός κλπ.) και η διοίκηση με τρόπο περισσότερο φιλελεύθερο. Έτσι οι πόλεις αρχίζουν πάλι σιγά - σιγά ν' αναπτύσσονται. Η Λευκωσία, για πρώτη φορά, σπάζει το φράγμα των τειχών που την περιβάλλουν και αρχίζει να διευρύνεται. Την ανάπτυξή της ακολουθούν, σε ισάξιο ή σε μικρότερο βαθμό, και οι άλλες πόλεις. Η δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών μονάδων στην περιφέρεια των πόλεων, καθώς και η ύπαρξη άλλων κινήτρων απασχόλησης, αρχίζει πια να προσελκύει στις πόλεις τους κατοίκους της υπαίθρου, ιδίως μετά το τέλος του 19ου αιώνα. Η μαζική αστυφιλία, που πλήττει καίρια πολλά χωριά της κυπριακής υπαίθρου ενώ αναπτύσσει ραγδαία τις πόλεις, εμφανίζεται κυρίως μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου (1960 κ.ε.). Δημιουργείται τότε το φαινόμενο των χωρικών που μεταβάλλονται ξαφνικά σε αστούς, αλλάζουν εντελώς τον τρόπο ζωής τους και προσπαθούν να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον, χωρίς να το κατορθώνουν πάντοτε.
Το μεγάλο κύμα αστυφιλίας δεν ενίσχυσε μόνο ή απλώς τις ίδιες τις πόλεις αλλά, κατόπιν, και τους κάποτε μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν κοντά και γύρω από αυτές. Τέτοιοι οικισμοί ήσαν στο παρελθόν μικρά ή μεγαλύτερα χωριά. Όπως, γύρω από τη Λευκωσία, η Αγλαντζιά, ο Άγιος Δομέτιος, ο Στρόβολος, τα Λατσιά κ.α., κοντά στη Λεμεσό η Αγία Φύλαξη, τα Πολεμίδια, το Ζακάκι, ο Άγιος Τύχωνας, ο Ύψωνας, κοντά στην Πάφο η Γεροσκήπου, τα Κονιά, η Αναβαργός, η Χλώρακα κλπ. Με τη ραγδαία ανάπτυξη τέτοιων οικισμών, ουσιαστικά οι περιοχές τους αστικοποιήθηκαν. Επίσης, διάφορα κεφαλοχώρια, όπως για παράδειγμα το Παραλίμνι, η Μόρφου, η Αραδίππου, γνώρισαν και αυτά αλματώδη ανάπτυξη μετά το 1960 ώστε στην ουσία μετετράπησαν από αγροτικές σε αστικές περιοχές.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι, κατά την πρώτη επίσημη απογραφή πληθυσμού, που έγινε το 1881, υπερτερούσαν κατά πολύ οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών: Από ένα σύνολο 186.173 κατοίκων, στις 6 πόλεις του νησιού διέμεναν μόνο 31.460 άνθρωποι. Δηλαδή στις πόλεις ζούσε μόνο το 16,9% του πληθυσμού, ενώ στις αγροτικές περιοχές ζούσε το 83,1%, δηλαδή 154.713 άνθρωποι. Πέραν του ότι μερικές από τις πόλεις, όπως η Πάφος και η Αμμόχωστος, στην ουσία δεν ήσαν τότε παρά αγροτικοί οικισμοί. Εκατόν δέκα χρόνια αργότερα, τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί πλήρως. Συγκεκριμένα, κατά την απογραφή πληθυσμού του 1992 (που αφορούσε στο ελεύθερο τμήμα του νησιού) από ένα σύνολο 602.025 κατοίκων, στις αστικές περιοχές ζούσαν οι 407.324 (ποσοστό 67,7%) και στις αγροτικές περιοχές οι 194.701 (ποσοστό 32,3%). Όπως διευκρινίζεται στην απογραφή αυτή, αστικές περιοχές θεωρήθηκαν εκείνες που καλύπτονται από τα τοπικά σχέδια των πόλεων και περιλαμβάνουν τα όρια των ιδίων των πόλεων καθώς και των προαστίων και των κοντινότερων χωριών.
Έτσι, η ευρύτερη αστική περιοχή Λευκωσίας περιλαμβάνει επίσης: Άγιο Δομέτιο, Έγκωμη, Στρόβολο, Αγλαντζιά, Λακατάμεια, Λατσιά, Γέρι και Ανθούπολη (πρώην χωριά όπως το Καϊμακλί και η Παλλουριώτισσα είχαν ήδη ενσωματωθεί ενωρίτερα στην πόλη της Λευκωσίας).
Η ευρύτερη αστική περιοχή Λάρνακας περιλαμβάνει επίσης: Αραδίππου, Λιβάδια, Δρομολαξιά, Μενεού και παραλιακή ζώνη Ορόκλινης και Πύλας.
Η ευρύτερη αστική περιοχή Λεμεσού περιλαμβάνει επίσης: Κάτω και Πάνω Πολεμίδια, Μέσα Γειτονιά, Άγιον Αθανάσιο, Αμαθούντα, Γερμασόγεια και Ύψωνα.
Η ευρύτερη αστική περιοχή Πάφου περιλαμβάνει επίσης: Γεροσκήπου, Αγία Μαρινούδα, Κολώνη, Ανατολικό, Αχέλεια, Κονιά, Χλώρακα, Έμπα, Λέμπα, Μάα, Κισσόνεργα, Τάλα, Τρεμιθούσα, Μεσόγη και Μέσα Χωριό.
Στην πραγματικότητα, το μικρό μέγεθος της Κύπρου και η συνολική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς που γνώρισε το νησί, αλλά και η τεχνολογική πρόοδος που, μεταξύ άλλων, εκμηδένισε και τις ήδη μικρές αποστάσεις, όλα αυτά επηρέασαν καίρια και διαφοροποίησαν ριζικά και τη ζωή στις αγροτικές περιοχές. Μπορεί δε να θεωρηθεί ότι, στην ουσία, μετέτρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου σε αστική περιοχή. Μπορεί δηλαδή, επισήμως, να θεωρούνται αστικές περιοχές η Λακατάμεια, η Ορόκλινη, τα Πολεμίδια και η Λέμπα, αλλά στην πραγματικότητα δεν διαφέρουν αντιστοίχως από τη Δευτερά, το Κίτι, την Ερήμη και την Πέγεια. Πόσο μάλλον από το Παραλίμνι, την Αγία Νάπα και άλλους οικισμούς.
Στην πραγματικότητα, κατά τη σύγχρονη εποχή δεν υπάρχουν πλέον ιδιαίτερα μεγάλες διαφορές στον τρόπο ζωής των κατοίκων των αστικών περιοχών με εκείνο των κατοίκων των αγροτικών. Τούτο είναι πολύ φυσικό άλλωστε. Βεβαίως η ουσιαστική διάκριση παραμένει, στο ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, ενώ οι κάτοικοι των αστικών περιοχών με όλα τα άλλα επαγγέλματα, ωστόσο η ποιότητα ζωής δεν διαφέρει πλέον αισθητά. Πρέπει όμως να επισημανθεί το γεγονός ότι οι περιοχές που καταφανώς υπέστησαν ουσιαστικές αλλαγές κατά τον τελευταίο αιώνα και μετετράπησαν από καθαρά γεωργικές σε αστικές, είναι βασικά οι πεδινές και παράκτιες που, μεταξύ άλλων, συγκέντρωσαν και το σύνολο σχεδόν της τουριστικής βιομηχανίας. Έτσι, σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς την αστική ζωή να εκτείνεται κυρίως στις παράκτιες και πεδινές εκτάσεις του νησιού και την αγροτική ζωή να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις ημιορεινές και στις (συνεχώς φθίνουσες) ορεινές περιοχές της Κύπρου.
(Για την ανάπτυξη των πόλεων, κυρίως από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ύστερα, βλέπε για την κάθε πόλη το ανάλογο λήμμα. Βλέπε επίσης και συναφή με το θέμα λήμματα, όπως Αγγλοκρατία, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία κλπ.).
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ