Η Αστάρτη ήταν η κυριότερη θεότητα της Σιδώνος και ταυτόχρονα όλων των Φοινίκων, «θεά της Συρίας και της Κύπρου», αντίστοιχη με την Ίσιδα των Σουμερίων, την Ishtar των Βαβυλωνίων, την Hathor και την Ίσιδα των Αιγυπτίων και την Αφροδίτη των Ελλήνων. Λατρευόταν σαν δημιουργός των θεών, Μητέρα Γη, θεά του έρωτα, της γονιμότητας, της αφθονίας, των ζώων και του πολέμου, φοβερή στις μάχες και πάντα νικήτρια. Στην Αίγυπτο λατρευόταν και σαν κυρά των αλόγων και των πολεμικών αρμάτων, προστάτιδα των φαραώ κατά τη διάρκεια της μάχης. Στην τέχνη, η Αστάρτη αποδιδόταν ως γυμνή γυναίκα, ως κουροτρόφος και ως πολεμίστρια, συνήθως πάνω σε άρμα που το έσερναν λιοντάρια.
Σύμφωνα με τις μυθολογίες ανατολικών λαών, η Αστάρτη ήταν ερωμένη του Ταμμούζ - Άδωνι, σύζυγος ή σύντροφος του Βάαλ, θεού της καταιγίδας, της βροχής και της αφθονίας, και μητέρα του Αστάρτ. Κατά την Ελληνιστική εποχή ήταν γνωστή και ως Αφροδίτη - Αστερία, μητέρα του θεού Μελκάρτ.
Η Αστάρτη λατρεύτηκε σε όλη σχεδόν την Ανατολή, και στην Κύπρο. Τα πιο σημαντικά της ιερά βρίσκονταν στη Βύβλο, στη Σιδώνα, στην Τύρο, στη Μέμφιδα κ.α. Ένας μύθος αναφέρει ότι το ιερό της θεάς στην Καρχηδόνα ιδρύθηκε από την Ελίσσα ή Διδώ, αδελφή του Κυπρίου Πυγμαλίωνος, η οποία μετέφερε μαζί της από την Κύπρο τον αρχιερέα της Αστάρτης και 80 ιερόδουλες.