Με το όνομα αυτό είναι γνωστά στην Κύπρο μερικά είδη ψαριών της ομοταξίας των Οστεϊχθύων. Γενικά όλα τα ψάρια που έχουν οφιοειδές σώμα και δεν έχουν ιδιαίτερο όνομα, λέγονται στην Κύπρο ασσ'έλλια. Ωστόσο το πραγματικό ασσ 'έλλιν είναι το Anguilla anguilla, είδος που ανήκει στην κατηγορία των ψαριών που συνήθως ζουν σε γλυκά νερά αλλά αναπαράγονται στη θάλασσα. Με το είδος αυτό μοιάζει πολύ το Conger conger, που είναι όμως αποκλειστικά θαλάσσιο ψάρι. Παρόλο ότι πολλοί το ονομάζουν κι αυτό ασσ 'έλλιν, ωστόσο σωστότερα λέγεται μουγκράσσ 'ελλον κι η πάνω σιαγόνα του είναι πιο μακριά από την κάτω. Πιο κοντό έχει και το ραχιαίο του πτερύγιο. Το ασσ'έλλιν φθάνει σε μήκος μέχρι 1,5 μ., ενώ το μουγκράσσ' ελλον φθάνει σε μήκος μέχρι και το διπλάσιο.
Το ασσ'έλλιν (Anguilla anguilla) ανήκει στην οικογένεια των Εγχελιδών (Αnguillidae), ομοταξίας των Οστεϊχθύων. Αγγλικά λέγεται Common or European eel. Στην Ελλάδα είναι γνωστό ως χέλι. Πριν από αρκετά χρόνια υπήρχαν πάρα πολλά ασσ'έλλια στα γλυκά νερά της Κύπρου (ποταμούς, λίμνες), όμως για διάφορους λόγους σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.
Το συνηθισμένο μήκος του ασσ’ ιελλιού είναι 40 εκ. μέχρι 1 μ., φθάνει όμως κάποτε μέχρι και το 1,5 μ. Το θηλυκό είναι μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το σώμα του είναι μακρύ κυλινδρικό και πιο συμπιεσμένο προς το μέρος της ουράς. Έχει σχετικά παχύ δέρμα με πολύ μικρά λέπια, καλύπτεται δε από μια γλοιώδη ουσία. Έχει μικρό κεφάλι, μικρά μάτια και μικρά δόντια, με παχιά όμως χείλη, μικρά βραγχιακά ανοίγματα, και το ραχιαίο πτερύγιό του είναι ενωμένο με το κάτω, μέσω της ουράς. Το χρώμα του είναι ανοιχτό ή σκούρο καφέ ώς πράσινο προς το λαδί. Η κοιλιά του είναι ασπροασημιά με ανοιχτό καφέ ή χρυσαφί. Αναπαράγεται και πεθαίνει στη θάλασσα ενώ ζει συνήθως σε γλυκά νερά και κάποτε στις ακρογιαλιές, με προτίμηση τους λασπώδεις βυθούς. Είναι λαίμαργο ψάρι που τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, μικρά μαλάκια κλπ. Το κρέας του είναι παχύ και νόστιμο. Τρώγεται βραστό, τηγανητό, ψητό, παστό ή καπνιστό. Σε παλαιότερα χρόνια εισάγονταν στην Κύπρο μεγάλες ποσότητες ασσ'ελλιών, κυρίως παστών, από την Τουρκία και τη Συρία.
Το ψάρεμά του ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην Κύπρο παλαιότερα, όταν υπήρχαν πάρα πολλά ασσ'έλλια στους ποταμούς. Λόγοι της τρομακτικής μείωσής τους, σχεδόν εξαφάνισης, είναι η χρήση εντομοκτόνων που επηρέασε σημαντικά τα νερά των ποταμών, καθώς επίσης και η αποκοπή της ροής τους προς τη θάλασσα με την ανέγερση φραγμάτων. Παλαιότερα υπήρχαν τόσα πολλά ασσ'έλλια στην Κύπρο, ώστε οι αρχές θεώρησαν συμφέρουσα την επιβολή φορολογίας στο ψάρεμα τους, ύψους 10% (δεκατία). Το ασσ'έλλιν ψαρεύεται με καμάκι και πυροφάνι ενώ σε παλαιότερα χρόνια το ψάρευαν και με τις λεγόμενες «κοφινιές», δηλαδή κοφίνες-παγίδες που τις τοποθετούσαν σε στενά περάσματα των ποταμών, κυρίως το Νοέμβριο. Ψαρευόταν επίσης (και δυστυχώς ψαρεύεται από μερικούς και σήμερα) με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή φυτών, όπως τα στερακόμηλα. Οι ουσίες αυτές λέγονται βλόμος ή φλόμος.
Το Τμήμα Αλιείας εκτρέφει σήμερα, πειραματικά, και ασσ'έλλια στον Καλοπαναγιώτη, με τα οποία έχουν εμπλουτιστεί μερικοί υδατοφράχτες όπου και τα ψαρεύουν οι ερασιτέχνες με συρτές (πεταχτάρια).
Τα ασσ'έλλια της Ευρώπης, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά των κυπριακών νερών, αναπαράγονται στα φύκια, στα βάθη του Ατλαντικού, στη Θάλασσα των Σαργασσών, και στη συνέχεια πεθαίνουν. Τα μικρά όταν εκκολαφθούν, ξεκινούν για ένα μεγάλο ταξίδι με προορισμό τα μέρη από τα οποία είχαν έλθει οι γονείς τους. Για να φθάσουν στα νερά της Κύπρου χρειάζονται 2-3 χρόνια και όταν φθάσουν έχουν μήκος 7 εκατοστά περίπου. Τότε πολλά ανεβαίνουν σε ποταμούς, συνήθως τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και αρχές Μάιο, ενώ άλλα παραμένουν κοντά στις ακτές. Στα γλυκά νερά ζουν περί τα 9-12 χρόνια, κάποτε και περισσότερα. Μεγαλώνουν, το χρώμα τους γίνεται ασημί, τα μάτια τους παίρνουν τα χαρακτηριστικά εκείνων που ζουν σε μεγάλα βάθη, το δέρμα τους χοντραίνει, και τότε, το φθινόπωρο, αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τη θάλασσα για την τελευταία φάση της ζωής τους, που είναι το μακρύ ταξίδι στη Θάλασσα των Σαργασσών και η αναπαραγωγή. Κατά τη διάρκεια της καθόδου προς τη θάλασσα, πολλές φορές μετακινούνται και στο έδαφος, περνώντας μέσα από υγρά χόρτα. Μπορούν να ζήσουν έξω από το νερό για αρκετό χρόνο, όταν δεν υπάρχει ήλιος και δεν φυσά ξηρός αέρας.
Πολλοί λανθασμένα πιστεύουν ότι τα ασσ’έλλια αναπαράγονται και στους ποταμούς του νησιού ή ότι ζευγαρώνουν με φίδια.
Παλαιότερα οι χωρικοί έριχναν ασσ'έλλια στα πηγάδια τους για να διατηρούν καθαρό το νερό, κυρίως όμως για ν' ανοίγουν τις «φλέβες» των νερών, επειδή τα ψάρια αυτά συνηθίζουν να χώνονται σε τρύπες και στη λάσπη.
Η λ. ασσ'έλλιν είναι παραφθορά της λ. έγχελυς.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια