Τουρκοκύπριοι

Εμφάνιση των Τούρκων

Image

Πριν από την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου, το 1570-71, δεν υπήρχαν Τούρκοι στην Κύπρο, αν και στη γεωγραφική της περιοχή (Μέση Ανατολή, Εγγύς Ανατολή, Μικρά Ασία) εμφανίστηκαν από τον 10ο/11ο αιώνα (Σελτζούκοι Τούρκοι). Στην πραγματικότητα οι Τούρκοι ήταν μεγάλη φυλετική ομοσπονδία διαφόρων λαών που, αφού επεκράτησαν αρχικά στη Σιβηρία (όπου και πρωτοεμφανίστηκαν τον 5ο μ.Χ. αιώνα), εξαπλώθηκαν αργότερα προς την Ασία και τελικά βάδισαν δυτικά, μέχρι τη Μεσόγειο θάλασσα. Και οι σημερινοί Τούρκοι (οι κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας) εξάλλου, είναι μέλη διαφορετικών λαών (περιλαμβανομένων Κούρδων, ακόμη κι Ελλήνων). Στα κυπριακά μεσαιωνικά Χρονικά (Λεόντιος Μαχαιράς, Γεώργιος Βουστρώνιος) αρκετά συχνά αναφέρονται Τούρκοι, οργανωμένοι σε αυτόνομα μικρά κρατίδια στη Μικρά Ασία, οι οποίοι μόνιμα βρίσκονταν σε πολεμική αντιπαράθεση προς το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου. Ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α'* (1359-1369) ήταν εκείνος που διεξήγαγε τις πιο εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον Τούρκων στη Μικρά Ασία, μάλιστα με επιτυχία. Γενικότερα, κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια, Τούρκοι εμφανίζονται συχνά στον κυπριακό ορίζοντα, συνήθως να διενεργούν πειρατικές επιδρομές μικρής κλίμακας στα βόρεια παράλια της Κύπρου και στη χερσόνησο της Καρπασίας. Αλλά και κυπριακά πολεμικά καράβια το ίδιο συχνά διενεργούσαν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τους, αλλά και ληστρικές επιδρομές.

 

Αργότερα, μετά την ίδρυση κι εξάπλωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθιερώθηκε να εννοούμε με τον όρο Τούρκοι τους λαούς της αυτοκρατορίας αυτής (αλλ' όχι τους υπόδουλους, τους ραγιάδες), αν και πάλι επρόκειτο για περισσότερους του ενός λαούς. Τελικά, σήμερα με τον όρο Τούρκοι εννοούμε μόνο τους λαούς που κατοικούν στην Τουρκία. Η χώρα αυτή θεωρεί ως Τούρκους και κατοίκους άλλων χωρών που είναι τουρκόφωνοι (όπως λ.χ. μειονότητες της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, που οι χώρες αυτές δεν αναγνωρίζουν ως Τούρκους αλλά ονομάζουν Μουσουλμάνους).

 

Έτσι, ο όρος Τούρκοι που απαντάται κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια αλλά κι αργότερα, κατά την περίοδο ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν πρέπει να εξομοιώνεται με τον σημερινό όρο με τον οποίο εννοούμε τους κατοίκους της σημερινής Τουρκίας. Κατά το παράδειγμα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, οι θεωρούμενοι σήμερα ως Τούρκοι της Κύπρου σωστό ήταν να ονομάζονταν Μουσουλμάνοι, όπως εξάλλου απαντώνται και σε απογραφές πληθυσμού της περιόδου της Αγγλοκρατίας.

 

Ο πληθυσμός της σημερινής Τουρκίας αποτελείται από πολλούς διαφορετικούς λαούς, μάλιστα με διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικά ήθη κι έθιμα και διαφορετικές παραδόσεις, όπως Λαζοί, Κούρδοι, Γιουρούκοι, Ζεϊμπέκη-δες, Κιζιλμπάσηδες, Ανσαρίτες, Κιρκάσιοι, Γεωργιανοί, Έλληνες κλπ. Η πραγματικότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται, βέβαια, από το τουρκικό κράτος, που απαγορεύει αυστηρά την ύπαρξη και χρήση χωριστών φυλετικών χαρακτηριστικών (όπως λ.χ. διαφορετικές γλώσσες), γιατί μια τέτοια αναγνώριση διαφορετικών εθνοτήτων θα ήταν ίσως η απαρχή κατακερματισμού της χώρας. Είναι, βέβαια, εντελώς αδύνατο να επιχειρηθούν συγκρίσεις των λεγομένων Τουρκοκυπρίων προς ένα έκαστο των διαφορετικών και πολλών εθνών που αποτελούν τον πληθυσμό της Τουρκίας και" να προβληθούν ομοιότητες και διαφορές. Έτσι μπορούμε ευκολότερα να εξετάσουμε το ζήτημα της καταγωγής των ιδίων των Τουρκοκυπρίων, προκειμένου να οδηγηθούμε σε μερικά συμπεράσματα.

 

Πρώτη παρουσία Τούρκων στην Κύπρο: Στις πηγές βρίσκουμε τις πρώτες αναφορές για εγκατάσταση Τούρκων στην Κύπρο αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου, το 1570-71. Φεύγοντας με τον πολυάριθμο στρατό του από το νησί ο Λαλά Μουσταφάς, τον Οκτώβριο του 1571, κι αφού μετά την κατάκτηση της Κύπρου είχε συμπληρώσει τις πρώτες διοικητικές ρυθμίσεις που έγιναν, άφησε πίσω του μια στρατιωτική φρουρά μικρής σχετικά αριθμητικής δύναμης. Μερικοί ανεβάζουν τη δύναμη αυτή σε 20.000 (George Hill), όμως ο αριθμός αυτός φαίνεται ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Η προσωπική μαρτυρία (άμεση κι όχι έμμεση, αφού έζησε ο ίδιος τα γεγονότα) του Αγγέλου Καλλέπιο, ήταν ότι οι Τούρκοι άφησαν στο νησί μια φρουρά από 2.000 ιππείς και 2.000 στρατιώτες «για να παραμείνουν ως κάτοικοι». Η φρουρά αυτή φαίνεται ότι είχε μειωθεί ακόμη περισσότερο αμέσως μετά (μετά την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου), γιατί ο Α. Καλλέπιο λέγει ότι τον Φεβρουάριο του 1572 σ' ολόκληρη την Κύπρο η φρουρά υπολογιζόταν σε 2.000 στρατιώτες και 800 ιππείς. Η πανικόβλητη, μάλιστα, τουρκική διοίκηση της Κύπρου είχε ζητήσει ενίσχυση της (Excerpta Cypria, p. 162), όταν μερικά καράβια που πλησίασαν τις κυπριακές ακτές θεωρήθηκαν ύποπτα.

 

Ο Τούρκος ιστορικός Gengiz Orhonlu υποστηρίζει ότι ο αριθμός της φρουράς που αφέθηκε στην Κύπρο ήταν 3.779 στρατιώτες ('The Ottoman Turks settle in Cyprus, 1570-1580', Πρακτικά Α' Διεθνοῦς Κυπρολογικοῦ Συνεδρίου, τόμος Γ', μέρος Α', 1973, σ. 258). Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ( Ἱστορία Χρονολογική..., έκδ. του 1902, σ. 448) ανεβάζει τον αριθμό τους σε 3.666 στρατιώτες.

 

Συνεπώς οι παλαιές πηγές συμφωνούν ότι στην Κύπρο αφέθηκαν το 1571 όχι περισσότεροι από 4.000 άνδρες. Θα μπορούσε δε να υποτεθεί πως οι άνδρες αυτοί (αφού αφέθηκαν στην Κύπρο «ως κάτοικοι») έφεραν στο νησί και τις οικογένειες τους. Τούτο υποστηρίζει ο Τουρκοκύπριος ερευνητής Vergi Bedevi, που προσθέτει ότι αρκετοί απ' αυτούς, που δεν είχαν οικογένειες, πήραν συζύγους που τις έφεραν από τη Μικρά Ασία, «για να αποφευχθεί η μείξη με τους ντόπιους». Τούτο όμως αποτελεί απλώς μια φανατική υπόθεση που δεν αποδεικνύεται.

 

Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει σίγουρα ν' αποδεχθούμε ότι ένας μικρός αριθμός Τούρκων εγκαταστάθηκε στην Κύπρο μετά το 1570.

 

Το 1573 και το 1574 έχουμε δυο μαρτυρίες από δυο σωζόμενα σουλτανικά διατάγματα, που ομιλούν και για μεταφορά πληθυσμού από τη Μικρά Ασία στην Κύπρο. Φαίνεται ότι μετά τον πόλεμο (που μείωσε τον πληθυσμό αφού υπήρξαν πολλοί νεκροί, ακόμη περισσότεροι φυγάδες που εγκατέλειψαν την Κύπρο αλλά και χιλιάδες θάνατοι από επιδημίες), είχε διαταχθεί μεταφορά εποίκων. Το πρώτο φιρμάνι (του Αυγούστου του 1573), δίνει έμφαση στην πληροφορία: ο διάσημος αρχιτέκτονας Σινάν (που είχε εξισλαμισθεί), αναφέρεται ότι είχε κάνει παραστάσεις στις αρχές κι είχε επιτύχει την απαλλαγή των κατοίκων της γενέτειρας του από τη διαταγή για μεταφορά τους στην Κύπρο. Αλλά οι κάτοικοι της γενέτειρας του Αγίων Αναργύρων (Aģirnas) ήταν Έλληνες Χριστιανοί. Από το σχετικό έγγραφο συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην Κύπρο ως έποικοι είχαν σταλεί, κατά το 1573-1574, Χριστιανοί   Έλληνες της Μικράς Ασίας, από την περιοχή, βασικά, της Καισαρείας. Εξάλλου δεν γίνεται λόγος για αποστολή εποίκων αλλά για εξορία τους στην Κύπρο. Σχετικό είναι και το δεύτερο φιρμάνι (του Ιανουάριο του 1574), που αποτελεί συνέχεια στο ζήτημα των συγχωριανών του Σινάν (και των δυο εγγράφων τα κείμενα βλέπε στο έργο του Π. Σαμάρα  Ἡ  Ἑλληνική καταγωγή τῶν Τουρκοκυπρίων. Αθήνα, 1987, σσ. 14-15, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).

 

Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι ο εποικισμός της Κύπρου κατά το 1573-1574 ήταν πολύ περιορισμένης κλίμακας, οι δε περισσότεροι απ' όσους ήλθαν (εξορίστηκαν) και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ήταν Μικρασιάτες Έλληνες.

 

Εκτός από τα προαναφερθέντα δυο φιρμάνια σώζονται κι άλλα, συνολικά 8, που εξεδόθησαν από τις 9 Απριλίου του 1571 (πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, αφού η Αμμόχωστος άντεξε ως τον Αύγουστο του 1571) μέχρι τις 22 Αυγούστου του 1577, τα οποία φανερώνουν μια προσπάθεια εποικισμού της Κύπρου με παραγωγικό πληθυσμό αδιακρίτως φυλής αλλά κυρίως χριστιανικό. Τέτοιοι έποικοι επρόκειτο να μεταφερθούν στην Κύπρο από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας (Ανατολίας) και της Βόρειας Συρίας. Με δυο από τα φιρμάνια, που εξεδόθησαν στις 8 Οκτωβρίου 1576 και στις 22 Αυγούστου 1577, διατασσόταν η μεταφορά στην Κύπρο Εβραίων και η εγκατάσταση τους βασικά στην Αμμόχωστο. Δεν είναι βέβαιο αν τελικά ήλθαν Εβραίοι. Πάντως με άλλα δυο φιρμάνια (της 23 Μαϊου 1578 και της 5 Ιανουαρίου 1579) ο σουλτάνος άλλαζε γνώμη κι απαγόρευε την εκτόπιση Εβραίων στην Κύπρο. Συμπερασματικά θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι μικρός αριθμός Εβραίων είχε σταλεί στην Κύπρο, διαφορετικά δεν θα εκδίδονταν τα δυο φιρμάνια που απαγόρευαν (στο εξής) τέτοιου είδους εποικισμό. Και πράγματι, μικροί αριθμοί Εβραίων απαντώνται στην Αμμόχωστο και σε άλλα μέρη της Κύπρου στα κατοπινά χρόνια.

 

Η ανάγκη εποικισμού της Κύπρου με παραγωγικό πληθυσμό προφανώς προέκυψε και από το γεγονός ότι αμέσως μετά τον καταστροφικό κι ιδιαίτερα αιματηρό πόλεμο του 1570-71 συνέβη μεγάλο θανατικό (επιδημία). Σύμφωνα προς χειρόγραφο σημείωμα σε κενή σελίδα μεταξύ των δυο χειρογράφων των Χρονικών του Λεοντίου Μαχαιρά και του Γεωργίου Βουστρωνίου που σώζονται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, αμέσως μετά την τουρκική καταστροφή του νησιού:

 

... ἦρτεν ἕναν θανατικό ἀποῦ κράτησε ὁκτώ μῆνες καί ἐπεθάναν ἀπό τά τρία μερτικά τά δύο... (Α. Παυλίδη, Διήγησις Γεωργίου Βουστρωνίου, 1989, σ. 158).

 

Πιθανώς είναι υπερβολικό να δεχθούμε ότι πέθαναν από την επιδημία τα δύο τρίτα του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου. Ωστόσο σε άλλο παρόμοιο σημείωμα αναφέρεται και νέα μεγάλη επιδημία λίγα χρόνια αργότερα:

 

... 'Σ ταῖς ᾳφπθ' τοῦ Χριστοῦ [= στα 1589] ἦρτεν ἕναν θανατικόν ὅπου ἐκράτησεν δέκα μῆνες καί ἀπόθαναν πολλύς λαός ἄνδρες τε καί γυναῖκες, τό περισσότερον μικρά παιδιά ἀπό τήν ἡλικίαν χρονῶν δέκα, δεκαπέντι καί ὁ θεός νά τους μακαρίς... (Α. Παυλίδη, Διήγησις..., 1989, σ. 160).

 

Πάντως ο πόλεμος, τα θανατικά, οι σεισμοί (ένας ιδιαίτερα καταστροφικός σεισμός μαρτυρείται με σημείωμα ό.π.π, στις 28 Ιανουαρίου 1577), οι επιδρομές των ακριδών, είχαν καταστήσει την Κύπρο ένα «καταραμένο» μέρος όπου ως «εξορία» εθεωρείτο η αποστολή εποίκων.

 

Το σημείωμα που ομιλεί για τον σεισμό του Ιανουαρίου του 1577 (Α. Παυλίδη, Διήγησις..., 1989, σ. 160) αναφέρει και μεγάλη πλημμύρα στη Λεμεσό την ίδια εποχή που ἐπῆρεν τά σπίτια τοῦ Γαθυμπέρτου καί τοῦ Σύρου καί τοῦ Ταουτη καί τό παζάρι καί τά χανουτία τούς Τούρκους και τά μαγαζένια...

 

Συνεπώς μόλις το 1577 (6-7 χρόνια μετά την τουρκική κατάκτηση) μαρτυρείται η παρουσία «Τούρκων» στη Λεμεσό, που είχαν κιόλας «νοικοκυρευτεί» κι είχαν χανουτία (= σιδεράδικα) και μαγαζένια (= καταστήματα). Τι είδους «Τούρκοι» ήταν αυτοί, δεν μπορούμε να ξέρουμε. Πιθανότατα επρόκειτο για μικρό αριθμό εποίκων, γιατί δεν νομίζουμε πως Έλληνες είχαν κιόλας προλάβει όχι μόνο να εξισλαμισθούν αλλά ιδίως να καθιερωθούν στις συνειδήσεις των συμπατριωτών τους (όπως τον άγνωστο συγγραφέα του σημειώματος) ως «Τούρκοι». Αλλά και πάλι τι είδους έποικοι ήταν, είναι άγνωστο. Διότι ο όρος «Τούρκοι» είναι δυνατό να χαρακτηρίζει εδώ οποιουσδήποτε είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο (με βάση τα σουλτανικά φιρμάνια), που μπορεί να ήταν Σύροι, Χριστιανοί ή άλλοι.

 

Η πρώτη, λοιπόν, παρουσία Τούρκων στην Κύπρο ήταν πολύ μικρή σε αριθμητική δύναμη. Κοντά στη στρατιωτική φρουρά και τους λίγους εποίκους/ εξόριστους θα πρέπει βέβαια να προστεθεί κι ένας μικρός αριθμός διοικητικών και θρησκευτικών αξιωματούχων και υπαλλήλων. Αλλά και η μικρή στρατιωτική φρουρά των 3.600-4.000 που είχε αφεθεί στην Κύπρο το 1571 περιελάμβανε 1.000 έως 1.500 γενίτσαρους (yeniçeri = νέος στρατός) που κι αυτοί ήταν Χριστιανοί στην καταγωγή, που στρατολογήθηκαν από μικρή ηλικία (με τη μέθοδο του παιδομαζώματος). Μάλιστα για τη συντήρηση του σώματος αυτού των γενιτσάρων είχε ορισθεί να καταβάλλουν ειδικό φόρο διάφορα κυπριακά χωριά. Οι γενίτσαροι αυτοί αποτελούσαν περίπου τη μισή από τη στρατιωτική δύναμη που είχε αφεθεί στην Κύπρο. Την υπόλοιπη αποτελούσε το ιππικό, οι λεγόμενοι σπαχήδες.