Η μακρά και σκοτεινή περίοδος της Οθωμανοκρατίας επέδρασε πολύ σοβαρά επί του ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου, και κατά διάφορους τρόπους. Αντανακλάσεις αυτής της επίδρασης απαντώνται ακόμη και σήμερα στη ζωή και στον χαρακτήρα των Ελλήνων Κυπρίων.
Κατά τις δυο προηγούμενες περιόδους (της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας) ο Έλληνας της Κύπρου είχε περιέλθει σε κατάσταση πλήρους δουλείας. Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας ήταν επίσης σκλάβος αλλά είχε αποκτήσει κάποια βασικά δικαιώματα, όπως η κατοχή γης και περιουσίας. Ωστόσο κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας οι κατακτητές ήταν Χριστιανοί της Δύσης, ενώ κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι κατακτητές ήταν Μωαμεθανοί της Ανατολής. Έτσι, στην πρώτη περίπτωση οι βασικές επιδράσεις προέρχονταν κυρίως από τη δυτική Ευρώπη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι επιδράσεις προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ανατολή. Δεδομένου ότι οι διαφορές στην όλη φιλοσοφία, δομή και χαρακτήρα των δυο πολιτισμών είναι θεμελιακές, γίνεται σαφές ότι η επελθούσα αλλαγή υπήρξε καθοριστική. Κι αυτή η αλλαγή αφορούσε και τον τρόπο ζωής γενικά, και τον τρόπο σκέψης.
Βλέπε λήμμα: Οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου επί Οθωμανοκρατίας
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου της Οθωμανικής κατάκτησης η Κύπρος κρατήθηκε σχεδόν απόλυτα απομονωμένη από την Ευρώπη και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αυτή η απομόνωση συνέβαλε σημαντικά στην αποδοχή από τους Κυπρίους πολλών στοιχείων της Ανατολής. Τέτοια στοιχεία μπορεί να επισημάνει κανένας σε πολλές εκφάνσεις της ζωής των Ελλήνων Κυπρίων, πρωτεύουσες και δευτερεύουσες: στη γλώσσα, στα ήθη και έθιμα, στη μουσική και στο τραγούδι, στην αρχιτεκτονική, στη διατροφή, στη στολή, στις κατασκευές κλπ.
Το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα, για παράδειγμα, που κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας εμπλουτίστηκε με ξένες λέξεις λατινικής ρίζας μεταποιημένες σε ελληνικούς τύπους (όπως απαντώνται και στα μεσαιωνικά κείμενα των Ασσιζών και στα Χρονικά των Λεοντίου Μαχαιρά και Γεωργίου Βουστρωνίου), τώρα εμποτίστηκε και με πολλές άλλες λέξεις τουρκικής ή και αραβικής προέλευσης, αρκετές από τις οποίες βρίσκονται σε χρήση ακόμη και σήμερα.
Βλέπε λήμμα: Ασσίζες
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής διακρίνουμε επίσης πολύ σημαντικές αλλαγές -βασικά στις αστικές περιοχές- που σχετίζονται άμεσα με το πνεύμα και τον τρόπο ζωής της Ανατολής. Σε αντίθεση προς τους Ευρωπαίους, οι Οθωμανοί αρνούνται τη μνημειακή μεγαλοπρέπεια, όπως αρνούνται και την ανοικτή κοινωνική ζωή στους δρόμους και στις πλατείες. Το άδυτο της οικογένειας προστατεύεται σε οικοδομήματα «κλειστά» και οι ιδιωτικές δραστηριότητες περιορίζονται στο εσωτερικό του κάθε σπιτιού και στην εσωτερική αυλή, που είναι άριστα απομονωμένη από τον δρόμο. Γενικά η οργάνωση των αστικών κέντρων δέχεται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ως αποτέλεσμα της μεγάλης διαφοράς που υφίστατο μεταξύ της δυτικής και της ισλαμικής κοσμοθεωρίας. Ακόμη γενικότερα αλλάζει ριζικά ολόκληρος ο τρόπος ζωής με την επιβολή νέων ηθών, των ηθών της Ανατολής.
Βλέπε λήμμα: Αρχιτεκτονική- Τουρκοκρατία
Τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα του κυπριακού Μεσαίωνα ερημώνονται και σταδιακά εξαφανίζονται. Εξαίρεση παρουσιάζουν μερικοί γοτθικοί ναοί που με νέες προσθήκες (όπως οι μιναρέδες και η επικάλυψη με σοβά του εσωτερικού τους που απογυμνώνεται από τη φανταχτερή του διακόσμηση) μετατρέπονται σε τζαμιά. Άλλοι ναοί (κι άλλα οικοδομήματα) χρησιμοποιούνται διαφορετικά (στη Λευκωσία, για παράδειγμα, γοτθικός ναός λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα ως τούρκικο λουτρό). Σε τζαμιά μετατρέπονται κι αρκετές ορθόδοξες βυζαντινές (ή και μεταγενέστερες) εκκλησίες, βασικά σε χωριά σε διάφορα μέρη του νησιού. Προστίθεται κι εδώ ο μιναρές και καλύπτονται με σοβά οι τοιχογραφίες (που πρόσφατα αποκαλύπτονται ξανά σε διάφορα τζαμιά, όπως στην Επισκοπή Λεμεσού, στην Πόλη Χρυσοχούς κ.α.).
Ωστόσο και οι Έλληνες της Κύπρου, που απέκτησαν δικαίωμα κατοχής περιουσίας, κτίζουν τα σπίτια τους διαμορφώνοντας σταδιακά τη δική τους λαϊκή αρχιτεκτονική, άριστα προσαρμοσμένη στις τοπικές κλιματολογικές και οικονομικές συνθήκες αλλά και σύμφωνα προς τα νέα ήθη. Απέκτησαν όμως και το δικαίωμα ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών τους ιεροτελεστιών, κι έτσι άρχισαν να οικοδομούν κι εκκλησίες αλλά χωρίς καμπαναριά αφού η χρήση κωδώνων δεν ήταν επιτρεπτή. Σήμερα, όποιος μελετήσει τις παλαιές εκκλησίες της Κύπρου, εύκολα θα διαπιστώσει ότι όλων τα κωδωνοστάσια είναι μεταγενέστερες προσθήκες.
Βέβαια ο τρόπος ζωής των Κυπρίων καθορίστηκε αναγκαστικά κι από την αθλιότητα (οικονομική και κατ' επέκταση γενική) στην οποία σταδιακά περιήλθε η Κύπρος. Βαριά και συνεχής φορολογία, μόνιμες οικονομικές αφαιμάξεις, ασυδοσία, τυραννία, εγκατάλειψη και επί πλέον σεισμοί, μακρές περίοδοι ανομβρίας, επιδρομές ακρίδων και αλλεπάλληλες επιδημίες, οδήγησαν τον ντόπιο πληθυσμό στο έσχατο όριο της εξαθλίωσης. Η παιδεία ήταν ανύπαρκτη και βασίλευε ο απόλυτος αναλφαβητισμός. Δεν υπήρχαν σπουδασμένοι άνθρωποι, ούτε και ειδικοί (όπως λ.χ. γιατροί). Η φροντίδα για τη δημόσια υγεία ήταν εντελώς ανύπαρκτη και τον πληθυσμό μάστιζαν πλήθος ασθένειες. Καμιά κοινωνική παροχή δεν υφίστατο, κι οι αγρότες βρίσκονταν μόνιμα εκτεθειμένοι στην απόλυτη δικαιοδοσία των τοκογλύφων κι όλων των εκμεταλλευτών.
Υπό τις ιδιαίτερα σκληρές αυτές συνθήκες ζωής, ο ντόπιος πληθυσμός δεν είχε τίποτα άλλο να πράξει από του να στρέψει την τελευταία του ελπίδα προς τον Θεό και να αναπτύξει σταδιακά μια έντονη θρησκευτικότητα.
Η έντονη αυτή θρησκευτικότητα είχε και θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Μεταξύ των θετικών αποτελεσμάτων κυριότερο ήταν η συσπείρωση του λαού γύρω από την Εκκλησία, η οποία απέκτησε τότε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο πνευματικού αλλά και πολιτικού καθοδηγητή και ηγέτη κι ανέπτυξε την εθναρχική της ιδιότητα. Με τη συσπείρωση αυτή και τη σχεδόν φανατική προσήλωση του λαού στα ιδεώδη που πρέσβευε η Εκκλησία, ο ίδιος ο λαός κατόρθωσε τελικά να διατηρήσει και τη συνοχή του, και τον χαρακτήρα του και την ελληνικότητά του, και τη χριστιανική του πίστη. Κατά τον 18ο και ιδίως τον 19ο αιώνα μάλιστα, χάρις στην Εκκλησία, λειτούργησαν και διάφορα ελληνικά σχολεία κι άρχισε να παρέχεται εκπαίδευση. Το γεγονός ότι ο Ελληνισμός της Κύπρου κατόρθωσε να επιβιώσει και να διατηρηθεί κατά τη μακρά και σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας, ασφαλώς οφείλεται κατά τον μεγαλύτερο βαθμό στον ρόλο και στην προσφορά της Εκκλησίας.
Μεταξύ των αρνητικών αποτελεσμάτων της τυφλής θρησκευτικότητας ήταν η καλλιέργεια, μέσα στον λαό, της άποψης (που εξελίχθηκε σε πεποίθηση) ότι η οποιαδήποτε τιμωρία και το οποιοδήποτε κακό που συνέβαινε στον τόπο και στους Έλληνες της Κύπρου ήταν η (αναπόφευκτη) έκφραση κάποιας θεϊκής οργής ή και απαρέσκειας, λόγω των αμαρτιών τους! Η άποψη αυτή, πως οποιοδήποτε κακό αποτελούσε θεόσταλτη τιμωρία, απαντάται και στον μακροσκελή «Θρήνο της Κύπρου» και σε διάφορα άλλα κείμενα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, όπως απαντάται κι εκτός Κύπρου, σε άλλα μέρη του υπόδουλου Ελληνισμού. Έτσι, λόγω των «αμαρτιών» των Ελλήνων, ο Θεός τους, τους τιμωρούσε πάντοτε, και μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρά, συνήθως μάλιστα χαρίζοντας τη νίκη σε αλλόθρησκους! Η πεποίθηση αυτή ότι το όποιο κακό αποτελεί θεϊκή τιμωρία, εκφραζόταν στην Κύπρο από στόματα ηλικιωμένων ακόμη και μετά την τουρκική εισβολή του 1974!
Η πεποίθηση αυτή απετέλεσε μια από τις πιο καταστροφικές επιδράσεις της Εκκλησίας επί του λαού, γιατί τον κατέστησε παθητικό δέκτη του κάθε κακού (είτε για φυσική καταστροφή επρόκειτο, είτε για βίαιη επιβολή των Οθωμανών επί των ραγιάδων), μοιρολάτρη και ανίκανο ν' αντιδράσει. Ακόμη και το γεγονός ότι η Κύπρος αρνήθηκε ν' ακολουθήσει τον υπόλοιπο Ελληνισμό στην εξέγερση κι επανάσταση του 1821, οι δε Κύπριοι παρέδωσαν αμέσως και τα λιγοστά όπλα που διέθεταν κι υποτάχθηκαν χωρίς καθόλου αντίδραση στο δόγμα «σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω» (και σφαγιάσθηκαν, πράγματι), ίσως να είναι αποτέλεσμα αυτής της καταστροφικής πεποίθησης. Η οποία, εξάλλου, συμπληρωνόταν από μια άλλη πεποίθηση, ότι «ο Θεός θα μας σώσει» (αφού αυτός είχε στείλει και την τιμωρία), συνεπώς ο ίδιος ο λαός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα αφού ήταν αδύνατο να τροποποιηθεί η θεϊκή θέληση.
Μαζί με την παθητικότητα αναπτύχθηκε όμως (αναπόφευκτα) και μια εκπληκτική καρτερικότητα.
Από την άποψη της οικονομίας και της απασχόλησης ο χαρακτήρας της Κύπρου ήταν απόλυτα γεωργικός και κτηνοτροφικός. Όμως μερικές παλαιές καλλιέργειες (όπως λ.χ. το ζαχαροκάλαμο) εγκαταλείφθηκαν. Ως γεωργοκτηνοτροφική χώρα, η Κύπρος εξαρτάτο σχεδόν απόλυτα από τις καιρικές συνθήκες, τις διάφορες ασθένειες και άλλα φαινόμενα (όπως λ.χ. το μύρτος), τις συχνές επιδρομές των ακρίδων κλπ. Κανένας τρόπος τεχνικής ή άλλης προστασίας της παραγωγής δεν υπήρχε, κι ο λαός κατέφευγε και πάλι, συχνά, στην Εκκλησία, που με λιτανείες αγίων εικόνων και παρακλήσεις κι άλλες τελετές προσπαθούσε να καταπολεμήσει άλλοτε την ανομβρία, άλλοτε τις ακρίδες, άλλοτε τα θανατικά. Αλλά και η υψηλή φορολογία επί της παραγωγής όπως και οι σποραδικές απαιτήσεις της αυτοκρατορίας (αρπαγή προϊόντων για ικανοποίηση στρατιωτικών αναγκών, ιδίως σε περιόδους πολέμων) απομυζούσαν τον κόπο του Κυπρίου αγρότη. Έτσι η Κύπρος περιήλθε σύντομα σε κατάσταση φτώχειας και εξαθλίωσης, με τους ραγιάδες να είναι εκείνη η τάξη των κατοίκων που υπέφεραν πιο πολύ. Οι εξισλαμισμοί απετέλεσαν, τότε, ένα φαινόμενο που διήρκεσε καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Βλέπε λήμμα: Εξισλαμισμός
Όμως εκτός από τον εθνικοθρησκευτικό της ρόλο, η Κυπριακή Εκκλησία διαδραμάτισε κι άλλο ευρύτερο ρόλο καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ήταν εκείνη που πολλές φορές αγωνίστηκε κατά της αυθαιρεσίας κι αρπακτικότητας των κρατικών οργάνων και συχνά Κύπριοι αρχιεπίσκοποι κι άλλοι ιεράρχες ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη είτε για να καταγγείλουν καταπιέσεις, είτε για να ζητήσουν βοήθεια υπέρ του λαού που υπέφερε. Μερικές φορές το έπρατταν με άμεσο κίνδυνο αυτής της ίδιας της ζωής τους. Ακόμη, τα μοναστήρια ήταν τα κατ' εξοχήν κέντρα άσκησης της πρακτικής ιατρικής της εποχής. Σ' αυτά κατέφευγαν και πολλοί πάσχοντες και «ταμένοι», που ονομάζονταν «σκλάβοι».
Η Εκκλησία, ιδίως κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, συνέβαλε σημαντικά και στον τομέα του διαφωτισμού, με ρόλο που επεκτεινόταν κι εκτός Κύπρου (λ.χ. το μοναστήρι του Κύκκου εξέδωσε αρκετά βιβλία, περιλαμβανομένων και βιβλίων στην «καραμανλίδικη» γλώσσα, για τους μη ελληνόφωνους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας).
Βλέπε λήμμα: Μικρά Ασία και Κύπρος
Η Εκκλησία της Κύπρου, και γενικότερα ο Ελληνισμός του νησιού, βοηθήθηκε κάπως μετά την ίδρυση (στη Λάρνακα) διαφόρων προξενείων χριστιανικών χωρών. Σε αρκετές περιπτώσεις διάφορα προξενεία επενέβαιναν (κάποτε μάλιστα κι αποφασιστικά) και με παραστάσεις προς τις οθωμανικές αρχές ενεργούσαν κάπως ανασταλτικά έναντι της τυραννίας και της κάθε λογής αδικίας.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας είναι από τις πιο σκοτεινές και δύσκολες ολόκληρης της ιστορίας της Κύπρου. Κι αποτελεί, ασφαλώς, πολύ μεγάλο κατόρθωμα το γεγονός ότι ο Ελληνισμός του νησιού μπόρεσε ν' αντέξει και να επιβιώσει.
Η εκχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878 απετέλεσε ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για τους Έλληνες της Κύπρου κι υπήρξε μια σπουδαίας σημασίας αλλαγή: μετά από τρεις ιδιαίτερα δύσκολους αιώνες, το νησί απέκτησε ξανά δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μάλιστα σταδιακά αποκόπηκε από τους περισσότερους δεσμούς του με την Ανατολή. Ουσιαστικά υπήρξε «επανένταξη» της Κύπρου στη Δύση, που ήταν καθοριστική.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια