Οθωμανοκρατία

Γεγονότα της περιόδου της Τουρκοκρατίας

Image

Μετά την παράδοση και της Αμμοχώστου, στις 5 Αυγούστου του 1571, στον Λαλά Μουσταφά, αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων που είχαν εισβάλει στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1570, ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους. Φεύγοντας από την Κύπρο ο Λαλά Μουσταφά άφησε πίσω του στο νησί μια μικρή δύναμη στρατιωτών του, κοντά δε σ' αυτούς προσετέθη και, σχετικά μικρός, αριθμός εποίκων που ήλθαν από τη Μικρά Ασία (και που λίγοι μόνο απ' αυτούς ήταν Μουσουλμάνοι). Σχηματίστηκε έτσι ο πρώτος πυρήνας που αργότερα θα εξελισσόταν σε «τουρκοκυπριακή κοινότητα» (όπως τη ξέρουμε σήμερα) και που, εν πάση περιπτώσει, πολλά από τα μέλη της δεν έχουν τουρκική καταγωγή.

 

Βλέπε λήμμα: Τουρκοκύπριοι

 

Ωστόσο αυτή η πρώτη παρουσία Τούρκων στην Κύπρο (στρατιωτών, διοικητικών αξιωματούχων και εποίκων) επηρέασε σοβαρά τη δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού του νησιού, λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι αρκετοί κάτοικοι είχαν σκοτωθεί ενώ πολλοί άλλοι διέφυγαν στο εξωτερικό. Εκδιώχθηκαν επίσης οι ξένοι.

 

Οι Κύπριοι (Έλληνες۠ δεν μπορεί να γίνεται από τότε λόγος για Τούρκους Κυπρίους) αρχικά δέχθηκαν με σχετική ανακούφιση την αλλαγή του κυριάρχου. Υπό τους Φράγκους, κι αργότερα υπό τους Βενετούς, δεν ήταν παρά δούλοι με τη χείριστη σημασία του όρου και χωρίς ούτε τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Το νέο καθεστώς παρουσιάστηκε κάπως πιο φιλελεύθερο και παραχώρησε μερικές ελευθερίες (όπως το δικαίωμα κατοχής γης), ενώ επέτρεψε και την αναδιοργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία είχε υποστεί άπειρους διωγμούς από τη Λατινική.

 

Βλέπε λήμμα: Η συνύπαρξη και αμοιβαία ανοχή Ορθόδοξης και Λατινικής Εκκλησίας

 

Προς τούτο, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση, αντιπροσωπεία Κυπρίων (άγνωστο ποιοι την απετέλεσαν) εστάλη στην Κωνσταντινούπολη όπου αφενός ζήτησε βοήθεια ώστε να ξεπεραστούν τα συσσωρευθέντα δεινά του πολέμου, κι αφετέρου αξίωσε όπως εκπληρωθούν οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί (άγνωστο ποιες, πιθανώς υποσχέσεις του Λαλά Μουσταφά προς τους Κυπρίους προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεργασία τους, ή έστω την αδιαφορία τους κατά τον πόλεμο). Ο μεγάλος βεζίρης επικύρωσε μερικές διατάξεις, που τις παραθέτει ο Α. Καλλέπιο, και μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

 

  1. ελεύθερη άσκηση (από τους Ορθόδοξους) των θρησκευτικών καθηκόντων τους,
  2. δικαίωμα επανάκτησης των καταληφθέντων από τους Οθωμανούς μοναστηριών,
  3. δικαίωμα αγοράς σπιτιών, χωραφιών και υποστατικών, εκμετάλλευση των αγαθών αυτών και δικαίωμα μεταβίβασής τους στους κληρονόμους τους,
  4. υπεροχή και προτίμηση των Ελλήνων από όλες τις λοιπές στο νησί χριστιανικές κοινότητες, και
  5. δικαίωμα των Ελλήνων Χριστιανών να διατηρούν τα σπίτια που τους ανήκουν στην Αμμόχωστο (βλέπε Excerpt Cypria, 1908, p. 160).

 

Αλλ' οι ελπίδες των Κυπρίων για μια κάπως καλύτερη ζωή σύντομα διαψεύστηκαν και από το νέο καθεστώς. Και σύντομα απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για όλους όσοι έγιναν τώρα ραγιάδες, δηλαδή υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας υποχρεωμένοι σε εργασία και καταβολή υψηλών φόρων.

 

Τα πρώτα σουλτανικά φιρμάνια μιλούν για δικαιοσύνη έναντι των ραγιάδων κι απαγορεύουν τις υπερβασίες, τις υπερβολικές φορολογίες και την τυραννία, συστήνουν δε στους αξιωματούχους να μη καταπιέζουν τους νέους υπηκόους της αυτοκρατορίας αλλά να τους προστατεύουν. Επετράπη επίσης η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, αλλά η Λατινική Εκκλησία καταργήθηκε και τα εναπομείναντα μέλη της υποχρεώθηκαν είτε να γίνουν Ορθόδοξοι είτε να γίνουν Μουσουλμάνοι.

 

Στο μεταξύ το νέο καθεστώς ανησυχούσε ζωηρά για τυχόν προσπάθεια των Βενετών ή και άλλων Ευρωπαίων να ανακαταλάβουν την Κύπρο, παρά το ότι το 1573 υπογράφτηκε βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Και πράγματι, με την υποκίνηση των Βενετών, σημειώθηκε μια πρώτη σοβαρή εξέγερση στην Κύπρο το 1578, για την οποία όμως δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες. Η εξέγερση, πάντως, φαίνεται ότι δεν ήταν καλά οργανωμένη, αλλ' ασυντόνιστη υποκίνηση του λαού, που εύκολα πνίγηκε στο αίμα. Σοβαρότερη ήταν η προσπάθεια υπό τον Βίκτωρα Ζεμπετό κατά το 1606 κ.ε., επί αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, που έγινε σε συνεννόηση ή με γνώση του δούκα της Σαβοΐας και που κι αυτή κατεστάλη. Ο ηγέτης της εξέγερσης Βίκτωρ Ζεμπετός διέφυγε στην Ευρώπη, αλλά τα μέτρα που πάρθηκαν κατά των Κυπρίων ήταν σκληρά και περιελάμβαναν παιδομαζώματα۠ αρκετοί Κύπριοι εξισλαμίσθηκαν προκειμένου να σωθούν.

 

Βλέπε λήμμα: Σαβοϊα και Κύπρος

 

Στη συνέχεια έχουμε μια σειρά από εκκλήσεις των Κυπρίων ηγετών προς τον Οίκο της Σαβοΐας για βοήθειά τους προς αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Κύπριοι, στρεφόμενοι προς τη χριστιανική Ευρώπη για βοήθεια, από τούδε και στο εξής δεν αποτείνονται προς τη Βενετία αλλά προς τη Σαβοΐα κυρίως, και κατά δεύτερο λόγο προς την Ισπανία. Τον εκάστοτε δούκα της Σαβοΐας θεωρούν ως τον νόμιμο διεκδικητή της Κύπρου (από τότε που η Λουζινιανή βασίλισσα της Κύπρου Καρλόττα είχε σχετιστεί με γάμο της με τον Οίκο της Σαβοΐας και τελικά, αν και έκπτωτη, είχε εκχωρήσει τα δικαιώματά της στον Οίκο αυτό). Έγιναν επίσης νέες προσπάθειες για οργάνωση επαναστατικής δράσης στην Κύπρο και συνεννοήσεις του Οίκου της Σαβοΐας με τους Κυπρίους, ιδίως κατά το 1600, με τη δραστηριότητα του Φραγκίσκου Ακκίδα, ειδικού απεσταλμένου του δούκα της Σαβοΐας Καρόλου Εμμανουήλ. Τέτοιες συνεννοήσεις όμως δεν κατέληξαν πουθενά και στο εξής, και σχεδόν καθ' όλο τον 17ο αιώνα, οι Κύπριοι περιορίστηκαν σε εκκλήσεις και επιστολές προς τον Οίκο της Σαβοΐας και τον βασιλιά της Ισπανίας, χωρίς να επιτύχουν ο,τιδήποτε. Στις αρχές του 17ου αιώνα εκδηλώθηκε προσπάθεια του Φερδινάνδου Α' των Μεδίκων, δούκα της Τοσκάνης, να καταλάβει την Κύπρο.   Αν και μικρός στόλος με 2.200 στρατιώτες έφθασε μέχρι το νησί, δεν κατόρθωσε τίποτε (1607).

 

Στο μεταξύ η Κύπρος επλήττετο τακτικά από θεομηνίες (άλλοτε σεισμούς, άλλοτε ανομβρίες), από επιδρομές τεραστίων σμηνών ακρίδων που προξενούσαν τρομερές καταστροφές στη γεωργική παραγωγή και από επιδημίες (πανούκλα κ.α.) που προκαλούσαν μαζικούς θανάτους και αποδεκατισμό του πληθυσμού. Τα κακά αυτά, σε συνδυασμό προς την ανικανότητα της διοίκησης στη διακυβέρνηση του νησιού και την αδιαφορία της στην επιτέλεση έργων κοινής ωφελείας, όπως και προς τις ποικίλες αυθαιρεσίες, αδικίες, υπερβολικές φορολογίες και διωγμούς, οδήγησαν το νησί σε κατάσταση πλήρους παρακμής, μέχρι βαθμού εξαθλιώσεως. Οι εκκλήσεις προς τη χριστιανική Ευρώπη σταμάτησαν από τα τέλη του 17ου αιώνα, ενώ πολλαπλασιάστηκαν οι αποστολές αρχιεπισκόπων και επισκόπων στην Κωνσταντινούπολη για εξασφάλιση βοήθειας από την Πύλη. Τούτο φανερώνει πως οι   Έλληνες της Κύπρου είχαν πλέον απελπισθεί ότι θα είχαν οποιαδήποτε βοήθεια από τις χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης κι απέθεταν πλέον τις ελπίδες τους στη μεγαλοψυχία της Πύλης και στη μεσολάβηση προς αυτήν και υπέρ αυτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.

 

Βλέπε λήμματα: Σεισμοί, Ανομβρία, Επιδημίες και Ακρίδα

 

Ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι αναγνωρίστηκαν από την Πύλη ως οι εκπρόσωποι των ραγιάδων Ελλήνων της Κύπρου, και η Κυπριακή Εκκλησία άσκησε σχεδόν καθ' όλη την περίοδο τα εθναρχικά της καθήκοντα, έχοντας μεταξύ άλλων και την ευθύνη είσπραξης των φόρων.

 

Βλέπε λήμμα: Εθναρχία- Οθωμανική περίοδος

 

Βέβαια οι εξουσίες που εδόθησαν στους Κυπρίους αρχιερείς δεν χρησιμοποιήθηκαν πάντοτε απ' αυτούς για το γενικό καλό του Κυπριακού Ελληνισμού. Αντίθετα, υπήρξαν κι αρκετές περιπτώσεις αρχιερέων που διακρίθηκαν για τις αυθαιρεσίες κι άλλες αισχρές πράξεις, ενώ όχι σπάνια εκδηλώνονταν κι αντιζηλίες κι έχθρες ανάμεσά τους που δημιουργούσαν σοβαρές κρίσεις. Αλλά για αυθαιρεσίες, αισχρότητες, ποικίλα εγκλήματα και προσπάθειες πλουτισμού με κάθε είδους παρανομίες, διακρίθηκαν ιδιαίτερα μερικοί Τούρκοι κυβερνήτες της Κύπρου, εναντίον των οποίων η Κυπριακή Εκκλησία διεξήγαγε σκληρούς αγώνες. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις περιπτώσεις των κυβερνητών: Τζηλ Οσμάν, που το 1764 κι αφού καταλήστεψε τους Κυπρίους, προσπάθησε να δολοφονήσει τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Παΐσιο κι άλλους Έλληνες και Τούρκους ηγέτες για να καλύψει τις αυθαιρεσίες του, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί ο λαός της Λευκωσίας και να σκοτώσει τον ίδιο ۠    Χατζημπακκή Στραομπακκή ή απλώς Μπακκή) αγά, που καταδυνάστευσε τους Κυπρίους κατά τη 10ετία του 1780 και που η Εκκλησία αγωνίστηκε και κινδύνευσε μέχρι να επιτύχει την απαλλαγή της Κύπρου από την παρουσία του ۠  Κουτσιούκ Μεχμέτ, που οργάνωσε κι εκτέλεσε τις φοβερές σφαγές τον Ιούλιο του 1821.

 

Βλέπε λήμμα: Κουτσιουκ Μεχμέτ

 

Από τους υπόλοιπους (των οποίων κατάλογος δημοσιεύεται στο λήμμα κυβερνήτης) ελάχιστοι ήταν οι έντιμοι κι ακόμη πιο λίγοι ενδιαφέρθηκαν να κάνουν κάποια έργα ανάπτυξης. Οι περισσότεροι είτε ήταν ανίκανοι να διοικήσουν, είτε ήταν μέθυσοι κι αδιάφοροι, όλοι δε προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατό περισσότερο κέρδος κατά το σύντομο διάστημα της θητείας τους στην Κύπρο. Έτσι, αρκετά συχνά σημειώνονταν στάσεις κι εξεγέρσεις κατά της διοίκησης, άλλοτε Τούρκων αγάδων, άλλοτε και με συμμετοχή λινοβαμβάκων, άλλοτε και με συμμετοχή Χριστιανών.

 

Κυριότερες από τις εξεγέρσεις αυτές ήταν εκείνη του Μεχμέτ αγά Βογιατζίογλου, γύρω στα 1683, που κράτησε 7 περίπου χρόνια και κατεστάλη μετά από αποστολές στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, κι εκείνη του Χαλήλ αγά, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα.

 

Εξεγέρσεις έγιναν κι αρκετές άλλες, κοινωνικού περισσότερο παρά εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα, και στρέφονταν τόσο ενάντια στις τουρκικές αρχές, όσο κι ενάντια στην ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου, ιδίως όταν η ηγεσία αυτή κατόρθωσε να αποκτήσει μεγάλη δύναμη. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά την εξέγερση του 1804 στη Λευκωσία, επί αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, που στρεφόταν κυρίως κατά του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου. Η εξέγερση αυτή κράτησε μήνες, με τους στασιαστές να έχουν υπό τον έλεγχό τους τη Λευκωσία και τα στρατεύματα που ήλθαν από τη Μικρά Ασία να πολιορκούν την πρωτεύουσα. Η Λευκωσία σώθηκε χάρις στους επιδέξιους χειρισμούς και τη διπλωματικότητα του Κυπριανού, του μετέπειτα αρχιεπισκόπου και εθνομάρτυρα.

 

Βλέπε λήμμα:  Κορνέσιος Χατζηγεωργάκης

 

Ο θεσμός του δραγομάνου ήταν σημαντικός κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γι’ αυτόν δε γίνεται ειδική αναφορά στο χωριστό λήμμα δραγομάνος. Μεταξύ του 1670 και του 1676 περίπου έχουμε τη γνωστή έριδα των δραγομάνων Μαρκουλλή και Γεωργή που αναστάτωσε την Κύπρο.

 Δραματική ήταν η περίοδος εκείνη της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης του 1821. Η ηγεσία των Ελλήνων της Κύπρου, αν και είχε από νωρίς επαφές με τη Φιλική Εταιρεία, και φαίνεται ότι είχε συνεισφέρει και χρηματικά ποσά για την επανάσταση, δεν μπόρεσε (για διάφορους λόγους) να ακολουθήσει τον υπόλοιπο Ελληνισμό και να ξεσηκώσει και την Κύπρο. Ωστόσο, παρά το ότι η Κύπρος δεν επαναστάτησε, δεν μπόρεσε ν' αποφύγει τα δεινά. Τον Ιούλιο του 1821 εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες έγιναν εκ μέρους των Τούρκων, και μεταξύ των εκατοντάδων εκτελεσθέντων ήταν ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, οι τρεις επίσκοποι (Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος), αρκετοί άλλοι κληρικοί και πολλοί προύχοντες και δημογέροντες. Αν και δεν επαναστάτησε η Κύπρος, έδωσε όμως τη συνεισφορά της στον αγώνα με τη συμμετοχή σ' αυτόν εκατοντάδων εθελοντών αγωνιστών που πήγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου, μάλιστα, αρκετοί απ' αυτούς διακρίθηκαν σε μεγάλες κι αποφασιστικές μάχες, υπό τις διαταγές γνωστών ηρώων όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης, ο Μακρυγιάννης, ο Κανάρης κλπ. Γνωρίζουμε τα ονόματα αρκετών απ' αυτούς, ιδίως αγωνιστών που μετά το τέλος της επανάστασης παρέμειναν στην ελεύθερη Ελλάδα όπου και δημιούργησαν οικογένειες· τελικά, πένητες ρακένδυτοι οι πιο πολλοί, υπέβαλαν στο κράτος τα πιστοποιητικά και τους τίτλους ανδρείας που είχαν αποκτήσει, αιτούμενοι κάποια σύνταξη, κι από τα σωζόμενα αυτά έγγραφα μάς είναι γνωστή η δράση τους. Στο πλαίσιο της ελληνικής επανάστασης ανελήφθη το 1826 και προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου, με αποστολή από την Ελλάδα δύναμης από 2.000 άνδρες και 14 καράβια. Η όλη επιχείρηση, που σχετιζόταν και με προσπάθεια υποδαύλισης εξέγερσης στον Λίβανο, απέτυχε και κατέληξε σε ληστρική επιδρομή.

 

Βλέπε λήμμα: Ελληνική επανάσταση και Κύπρος

 

Μετά την ελληνική επανάσταση και τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους, άρχισε να προβάλλεται για πρώτη φορά και το αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα κι άρχισε να επανέρχεται ο πόθος για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και για απελευθέρωση του νησιού. Το 1833 εκδηλώνονται τρία κινήματα: ένα υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο στην Καρπασία, με προσανατολισμούς απελευθερωτικούς, ένα υπό τον στρατηγό Νικόλαο Θησέα της γνωστής οικογένειας Κυπρίων αγωνιστών, με χαρακτήρα κοινωνικό αλλά και προοπτική εξέλιξης του αγώνα σε απελευθερωτικό, και με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας - Σταυροβουνίου, το δε τρίτο υπό τον Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου, μάλλον κίνημα λινοβαμβάκων και με υποκίνηση του Μωχάμεντ Άλι, τυράννου της Αιγύπτου.

 

Ο Μωχάμεντ Άλι εποφθαλμιούσε την Κύπρο, όπως και την Κρήτη κι άλλες περιοχές, μάλιστα είχε θέσει κι επίσημα τις αξιώσεις του το 1832, ύστερα από στρατιωτικές επιτυχίες του κατά του Οθωμανού σουλτάνου. Αλλά κι ο καλόγερος Ιωαννίκιος, και πιθανότατα κι ο Νικόλαος Θησεύς, είχαν υποκινηθεί από τους Ευρωπαίους, σε μια εποχή κατά την οποία είχαν εκδηλωθεί και γερμανικό αλλά, κυρίως, γαλλικό ενδιαφέρον για την Κύπρο. Η Πύλη, προκειμένου ν' αποφύγει τέτοιες αξιώσεις, και ιδίως τις απαιτήσεις του Μωχάμεντ  Άλι, είχε τότε με διπλωματικότητα προσφέρει την Κύπρο στη Μεγάλη Βρετανία, όμως η τελευταία είχε απορρίψει τότε την προσφορά (την οποία επανέφερε και πέτυχε μισό περίπου αιώνα αργότερα, οπότε το 1878 η Κύπρος προσφέρθηκε στην Αγγλία από την οποία και καταλήφθηκε).

 

Τα τρία κινήματα του 1833 ήταν τα τελευταία μιας αρκετά μεγάλης σειράς κινημάτων κι εξεγέρσεων κατά τους τρεις περίπου αιώνες της Τουρκοκρατίας. Και τα τρία κατεστάλησαν σχετικά εύκολα από στρατεύματα που, για μια ακόμη φορά, εστάλησαν στην Κύπρο από την κοντινή Μικρά Ασία. Θα πρέπει να τονισθεί ότι κάθε φορά που έρχονταν στην Κύπρο τέτοια στρατεύματα ο λαός της Κύπρου υπέφερε ιδιαίτερα. Οι λεηλασίες δεν αποφεύγονταν, ούτε οι σκοτωμοί και οι εκτελέσεις, ενώ ο λαός του νησιού επωμιζόταν και τις σχετικές οικονομικές δαπάνες που προσετίθεντο στην ήδη υψηλή φορολογία και στις λοιπές αρπαγές των αρχών και των διαφόρων διοικητικών οργάνων που ένα των κυρίων χαρακτηριστικών τους ήταν η απληστία και το πάθος του κέρδους.

 

Βλέπε Ψηφιακός Ηρόδοτος- Αρχείο ΡΙΚ: Το τέλος της Τουρκοκρατίας

 

Καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας σημαντικό ρόλο στη ζωή των υπόδουλων Ελλήνων της Κύπρου διαδραμάτισε η Κυπριακή Εκκλησία, για την οποία γίνεται αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο του παρόντος λήμματος. Κατά τους τρεις περίπου αιώνες της Τουρκοκρατίας διετέλεσαν αρχιεπίσκοποι Κύπρου οι ακόλουθοι:

 

1. Τιμόθεος (1571/2-1579;).

2. Λαυρέντιος (1579;-1586/7;).

3. Νεόφυτος Β' (1586/7;-1592).

4. Αθανάσιος Α' (1592-1598).

5. Βενιαμίν (1601-1604).

6. Χριστόδουλος (1606/7-1639).

7. Παρθένιος (1639-1640).

7α. Χριστόδουλος και πάλι (1640-1641).

8. Νικηφόρος (1641-1674).

9. Ιλαρίων Κιγάλας (1674-1679).

10. Ιάκωβος Α' (1679-1689).

11. Γερμανός Β' (1690-1705).

12. Αθανάσιος Β’ (1705-1707).

13. Ιάκωβος Β' (1707-1718).

14. Σίλβεστρος (1718-1733).

15. Φιλόθεος (1733-1759).

16. Παΐσιος ( 1759-1761).

16α. Κυπριανός (επιβάτης, 1761-1762).

16β. Παΐσιος και πάλι (1762-1768).

17. Χρύσανθος (1768-1810).

18. Κυπριανός (εθνομάρτυς, 1810-1821).

19. Ιωακείμ (1821-1823).

20. Δαμασκηνός (1824-1827).

21. Πανάρετος (1827-1839).

22. Ιωαννίκιος (1840-1849).

23. Κύριλλος Α' (1849-1854).

24. Μακάριος Α' (1854-1865).

25. Σωφρόνιος Γ' (1865-1900).

 

Ο Σωφρόνιος Γ' (Φοινιεύς) ήταν ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της περιόδου της Τουρκοκρατίας (που τερματίστηκε το 1878) και ο πρώτος αρχιεπίσκοπος της περιόδου της Αγγλοκρατίας. 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image