Η Κύπρος, μετά την οθωμανική κατάκτηση του 1570/1, τέθηκε κάτω από τη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη ο οποίος διόριζε τον κυβερνήτη του νησιού με το αξίωμα του βεηλέρμπεη ή μπεηλέρμπεη (beğlerbeğ). Η διευθέτηση αυτή κράτησε ως το 1670 περίπου. Ο βεηλέρμπεης είχε πλήρη διοικητική, στρατιωτική και φορολογική ευθύνη για όλο το νησί. Σαν πρώτος βεηλέρμπεης διορίστηκε από τον αρχηγό του οθωμανικού εκστρατευτικού σώματος Λαλά Μουσταφά πασά ο Μουζαφέρ πασάς, αμέσως μετά την κατάληψη της Λευκωσίας τον Σεπτέμβριο του 1570. Από τον Λαλά Μουσταφά διορίστηκαν επίσης ένας καδής στη Λευκωσία, ένας πασάς στην Πάφο και (μετά την κατάληψη της Αμμοχώστου) ένας πασάς στην Αμμόχωστο. Οι δυο τελευταίες διοικητικές θέσεις (Αμμοχώστου και Πάφου) καταργήθηκαν γύρω στο 1641. Πολύ σύντομα διορίστηκαν και άλλοι δέκα καδήδες σαν ιεροδικαστές και διοικητές των διαφόρων κατηλλικιών (διαμερισμάτων), στα οποία χωρίστηκε η Κύπρος (βλέπε λήμμα κατηλλίκι όπου και σχετικός χάρτης). Διοικητικά η Κύπρος απετέλεσε ένα εγιαλέτι (διοικητική περιφέρεια, νομός), στο οποίο περιελήφθησαν τα τρία σαντζάκια (επαρχίες) της Κύπρου (που χωρίζονταν σε 12 ίσως, αρχικά, κατηλλίκια, ανάλογα προς τα 12 διαμερίσματα που υπήρχαν από τη Φραγκοκρατία και τη Βενετοκρατία), μαζί με άλλα τέσσερα σαντζάκια, που βρίσκονταν στην απέναντι από την Κύπρο μικρασιατική περιοχή.
Έτσι η Κύπρος από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας οργανώθηκε με βάση το ισχύον σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διοικητικό σύστημα. Μεγάλη δύναμη και επιρροή απέκτησαν οι τέσσερις αγάδες της Λευκωσίας, πρώτος από τους οποίους αναφέρεται ο διευθυντής του αρχιταμείου (hasiné-defterdari). Μεγάλη δύναμη είχαν επίσης ο defter-kiehayasi και ο timar-defterdari, που ήταν υπεύθυνοι για τη φορολογία των ζιαμετίων (δηλαδή των φέουδων που καρπώνονταν αξιωματούχοι με εισόδημα από 20.000 μέχρι 100.000 άσπρα) και των τιμαρίων (μικρότερων φέουδων των αξιωματούχων που είχαν εισόδημα από 2.000 μέχρι 20.000 άσπρα). Όλοι αυτοί οι αξιωματούχοι παρακάθονταν στο διβάνιο της Λευκωσίας, ένα διοικητικό συμβούλιο που συγκαλούσε ο βεηλέρμπεης και που αποτελούσε το επαρχιακό αντίστοιχο του μεγάλου διβανίου της Κωνσταντινουπόλεως. Στο διβάνιο της Λευκωσίας έπαιρναν επίσης μέρος ο αρχειοφύλακας (teskereji), ο αρχιγραμματέας (divan effendisi), ο γραμματέας του αρχιταμείου (defter emini), ο γενιτσάραγας (yeničeri agasi) και άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι.
Μεγάλη θέση και επιρροή στο διοικητικό σύστημα κατείχε ο μουλλάς ή καδής της Λευκωσίας, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα ο θρησκευτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων του νησιού και ο αρχιδικαστής για την απονομή της δικαιοσύνης στα κατηλλίκια της Λευκωσίας, της Ορεινής, της Κυθρέας, της Μόρφου και της Καρπασίας. Στα υπόλοιπα κατηλλίκια ανάλογη εξουσία είχαν οι υπόλοιποι καδήδες. Ο νόμος με βάση τον οποίο απονεμόταν η δικαιοσύνη ήταν το Κοράνι και οι εκάστοτε σουλτανικοί κανόνες. Ερμηνευτής του νόμου ήταν ο μουφτής.
Η φρουρά του νησιού αποτελείτο αρχικά από τον στρατό που άφησε ο Λαλά Μουσταφά μετά την αποχώρησή του από την Κύπρο. Τη φρουρά αποτελούσαν 1.000 γενίτσαροι (πεζικό) με αρχηγό ένα γενιτσάραγα (yeničeri agasi), ο οποίος ιεραρχικά ερχόταν μετά τον βεηλέρμπεη και μπορούσε να τον αντικαθιστά κατά την απουσία του. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας ακόμη ένα σώμα από 2.666 ιππείς (σπαχήδες, sipahis) με 42 ζαΐμηδες και τρεις αλαγημπέηδες (ανώτερους αξιωματικούς) συμπλήρωναν τη φρουρά της Κύπρου κατανεμημένοι στα διάφορα φρούρια του νησιού. Αυτή η φρουρά ήταν αρκετά ανεπαρκής κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ώστε να ενθαρρύνονται σχέδια για επανάσταση των Κυπρίων με τη συνεργασία ξένων Οίκων που είχαν δεσμούς ή «δικαιώματα» ή βλέψεις για την Κύπρο.
Βλέπε λήμμα: Κάρολος Εμμανουήλ Α'
Όταν αργότερα σταθεροποιήθηκε η οθωμανική κατοχή της Κύπρου, ο αριθμός των στρατιωτών μειώθηκε σημαντικά και σε περίπτωση εσωτερικών αναστατώσεων και κρίσεων η Πύλη αναγκαζόταν να στέλλει στρατεύματα από άλλες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με έξοδα των Κυπρίων, για να καταστέλλουν τις στάσεις. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας τη φρουρά της Κύπρου αποτελούσαν 400-500 κληρωτοί Μουσουλμάνοι -οι Έλληνες ραγιάδες δεν στρατεύονταν- που ήταν κυπριακής καταγωγής και που με την επιρροή του μεγάλου βεζίρη Κιμπρισλί Μεχμέτ πασά, που καταγόταν από την Πάφο, υπηρετούσαν στην Κύπρο και δεν μεταφέρονταν σ' άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Υπήρχε και αστυνομική δύναμη από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που αποτελείτο από αριθμό ζαπτιέδων υπό τις διαταγές ενός αρχιαστυνόμου, που έφερε τον τίτλο του σούμπασ’η (sū bāsi). Οι ζαπτιέδες, εκτός από τα καθήκοντα που είχαν για την τήρηση της τάξης, βοηθούσαν τους φοροεισπράκτορες στη συλλογή των φόρων. Ο αριθμός τους κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν 275.
Κάτω από την ευθύνη του μεγάλου βεζίρη η Κύπρος έμεινε μέχρι το 1670 περίπου. Η διοίκηση είχε αποδειχτεί όχι μόνο ότι ήταν ανίκανη να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις μιας χρηστής διακυβέρνησης αλλά και ότι συντελούσε στη συνεχή εξάντληση των πόρων του νησιού και των κατοίκων. Εκείνη την εποχή, ύστερα από παραστάσεις των αρχιερέων της Κύπρου προς την Πύλη, για να σταματήσει η εκμετάλλευση και κακοδιοίκηση του νησιού από τους κυβερνήτες και τα άλλα όργανα της διοίκησης, η Κύπρος αφαιρέθηκε από την ευθύνη του μεγάλου βεζίρη και τέθηκε κάτω από την εξουσία του καπουδάν πασά (αρχιναύαρχου), ο οποίος μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος και επιρροή στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Κάτω από την εξουσία του η Κύπρος παρέμεινε από το 1670 περίπου μέχρι το 1703 και ξανά από το 1785 μέχρι το 1839. Διοικητικά η Κύπρος απετέλεσε ένα σαντζάκι στο εγιαλέτι των Νησιών του Αρχιπελάγους. Ως κυβερνήτης του νησιού διοριζόταν από τον καπουδάν πασά αξιωματούχος που έφερε τον τίτλο του μουχασίλη (muhassil) ή μουσελλίμη (müsellim). Κατά την περίοδο 1703-1785 η Κύπρος περιήλθε ως χάσι, δηλαδή ως προσωπικό τιμάριο που δινόταν σε αξιωματούχους με εισόδημα πάνω από 100.000 άσπρα, για δεύτερη και τελευταία φορά κάτω από την εξουσία του μεγάλου βεζίρη.
Μετά την εξαγγελία των μεταρρυθμίσεων του τανζιμάτ το 1839 και πιθανόν από το 1840 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές από το 1849 ή το 1856) μέχρι και το τέλος της Τουρκοκρατίας, το 1878, η Κύπρος παρέμεινε διοικητικά ένα σαντζάκι της διοίκησης του Αρχιπελάγους (πασαλίκι της Ρόδου), που υπαγόταν στον νομό Καλλιπόλεως (Δαρδανελλίων). Οι κυβερνήτες της Κύπρου κατά την περίοδο αυτή φέρουν τον τίτλο του mütasarrif, που σημαίνει τον έπαρχο. Οι επαρχίες (καζάδες), που ως τότε ήταν κάτω από τη διοίκηση των καδήδων, τέθηκαν κάτω από τη διοίκηση των καϊμακκάμηδων (qā im-maqām), και τα διαμερίσματα (nahiéhs) που ήταν κάτω από τη διοίκηση των ναίπηδων (naib) δόθηκαν στους μουδίρηδες (mudīr).
Με τις μεταρρυθμίσεις του 1856 αναδιοργανώθηκε το Μέγα Συμβούλιο της Λευκωσίας (Mejlis-i Kebir ή Divan), για να επιλαμβάνεται με συμβουλευτική και δικαστική δικαιοδοσία διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών και δικαστικών ακόμη υποθέσεων (πολιτικών αγωγών). Σ' αυτό προήδρευε ο κυβερνήτης και συμμετείχαν 5-7 ανώτεροι Μουσουλμάνοι αξιωματούχοι, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου και ο καδής της Λευκωσίας, όλοι ως ex officio μέλη, και 6 ακόμη εκλεγμένα μέλη, 3 Έλληνες και 3 Μουσουλμάνοι. Το συμβούλιο αυτό με την ονομασία Mejlis-i Idaré (διοικητικό συμβούλιο) διατηρήθηκε ως το τέλος της Τουρκοκρατίας και κατά τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, με ανάλογη σύνθεση και αρμοδιότητα. Ανάλογα διοικητικά συμβούλια συνεστήθησαν και λειτούργησαν και στις πρωτεύουσες των έξι επαρχιών υπό την προεδρία των αντιστοίχων διοικητών. Σ' αυτά από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο επίσκοπος κάθε επαρχίας και δυο εκλεγμένα μέλη.
Την ίδια εποχή μεταρρυθμίστηκαν και τα οθωμανικά δικαστήρια. Σε κάθε επαρχία ιδρύθηκαν τα επαρχιακά δικαστήρια (mejlis-i daavi), στα οποία οι καδήδες ως πρόεδροι απένειμαν τη δικαιοσύνη με τη βοήθεια 4 εκλεγμένων παρέδρων, 2 Ελλήνων και 2 Μουσουλμάνων. Ο νόμος που εφαρμοζόταν ήταν ο ιερός μουσουλμανικός νόμος (sheri’at) μαζί με τους κανόνες των σουλτάνων και μόνο περί το τέλος της Τουρκοκρατίας (1876) εισήχθη, χωρίς να γίνει χρήση της, ή ορθή χρήση της, η νέα οθωμανική νομοθεσία που ήταν γνωστή ως mecelle και που βασιζόταν πάλι στον ισλαμικό νόμο, αλλά εκσυγχρονισμένο με βάση τον γαλλικό ναπολεόντειο κώδικα. Οι σοβαρότερες υποθέσεις (για φυλάκιση μέχρι τριών χρόνων) εκδικάζονταν στο ανώτερο δικαστήριο της Λευκωσίας που ονομαζόταν mejlis-i temiz. Για καταδίκες πέραν των τριών χρόνων χρειαζόταν η έγκριση του νομάρχη (βαλή) της Ρόδου και για καταδίκη σε θάνατο η έγκριση της Πύλης.
Για εμπορικές ή ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν τους Ευρωπαίους οι οποίοι κατοικούσαν κυρίως στη Λάρνακα, αλλά και σ' άλλες πόλεις, ιδρύθηκε το εμποροδικείο (mejlis-i tijaret) στη Λάρνακα. Σ' αυτό προήδρευε ο μουδίρης και δίκαζε με άλλα 12 μέλη, από τα οποία οι 6 ήταν Ευρωπαίοι, οι 3 Έλληνες και οι 3 Μουσουλμάνοι.
Υποθέσεις οικογενειακού δικαίου (γάμοι, διαζύγια, κληρονομιές) συνέχιζαν να εκδικάζονται όπως και προηγουμένως, για μεν τους Έλληνες από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, για δε τους Μουσουλμάνους από τα δικαστήρια που ήταν γνωστά ως mehkéme-i sheri.
Γύρω στο 1856 δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά δημαρχεία στη Λευκωσία και στις άλλες πόλεις. Τους δημάρχους, που ήταν Μουσουλμάνοι, τους διόριζε ο κυβερνήτης, και τα δημοτικά συμβούλια, που ήταν μεικτά με ίσο αριθμό Ελλήνων και Μουσουλμάνων, τα εξέλεγαν οι δημότες.
Ως προς τη διοικητική διαίρεση της Κύπρου κατά την Τουρκοκρατία δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, για να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα. Ιδιαίτερα σκοτεινοί παραμένουν οι δυο πρώτοι αιώνες της Τουρκοκρατίας. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει ότι το 1777 η Κύπρος χωριζόταν σε 4 επαρχίες και 17 κατηλλίκια. Η Λευκωσία, σαν πρωτεύουσα του νησιού, δεν ανήκε τότε (ούτε και αργότερα εξ άλλου, ως το τέλος της Τουρκοκρατίας) σε καμιά επαρχία. Συγκεκριμένα η επαρχία Λευκωσίας περιελάμβανε τα κατηλλίκια Μεσαορίας, Αμμοχώστου, Καρπασίας, Ορεινής και Κυθρέας, η επαρχία Λάρνακας τα κατηλλίκια Λάρνακας, Λεμεσού, Επισκοπής και Κοιλανίου, η επαρχία Πάφου των Κουκλιών, της Χρυσοχούς και της Αυδήμου και η επαρχία Κερύνειας της Κερύνειας, της Μόρφου, της Πεντάγυιας και της Λεύκας.
Βλέπε λήμμα: Κυβερνήτης
Με ορισμένες κατά καιρούς τροποποιήσεις η διαίρεση αυτή κρατήθηκε ως το 1878. Το 1825 αναφέρονται 12 κατηλλίκια ή καζάδες (εκτός της Λευκωσίας), ενώ το 1862 16 κατηλλίκια, τα οποία διοικούνταν από 12 μόνο μουδίρηδες, διότι τα 4 ήταν συνδεδεμένα με άλλα 4. Τέλος, την τελευταία δεκαετία της Τουρκοκρατίας (από το 1868 και μετά) η Κύπρος παρουσιάζεται διαιρεμένη σε 6 επαρχίες (qaimaqamliks) που εκυβερνώντο από ένα καϊμακκάμη -ο οποίος έφερε τον βαθμό του συνταγματάρχη- και σε 17 καζάδες ή κατηλλίκια. Από το 1872 μέχρι το 1878 οι επαρχίες ονομάζονταν καζάδες και τα διαμερίσματα ναχιέδες (nahiéhs).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια