Γλώσσα

Μεσαιωνική Κυπριακή διάλεκτος

Image

Η μεσαιωνική Κυπριακή διάλεκτος συνδέεται άμεσα με τη νεότερη. Η νέα Κυπριακή διάλεκτος κατάγεται, τόσο στον λεκτικό πλούτο όσο και σε πολλά συντακτικά και φωνητικά φαινόμενα, από τη μεσαιωνική. Έτσι οι μελετητές συνηθίζουν να συνεξετάζουν τη μεσαιωνική και τη νέα Κυπριακή διάλεκτο. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δυο τύπων της διαλέκτου βρίσκεται κυρίως στα φωνητικά φαινόμενα, που ανέπτυξε η νέα Κυπριακή διάλεκτος από τον 19ο αιώνα και εξής.

 

Από τα Βυζαντινά χρόνια έχουμε κείμενα Κυπρίων. Όμως αυτά είναι γραμμένα στην κοινή λογία γλώσσα του Βυζαντίου και με μεγάλη δυσκολία προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε μέσα σε αυτά κάποιο κυπριακό τύπο. Κείμενα στην Κυπριακή διάλεκτο παραδίδονται από τη Φραγκοκρατία, δηλαδή τον 13ο αιώνα, μέχρι σήμερα. Στη γραπτή παράδοση η Κυπριακή διάλεκτος κατέχει ένα προνόμιο: είναι η πρώτη νεοελληνική διάλεκτος, που παραδίδεται με κείμενα, πολύ πιο μπροστά και από την Κρητική διάλεκτο.

 

Από τα φραγκικά και βενετικά χρόνια έχουμε τις ασσίζες, δηλαδή τους νόμους του γαλλικού βασιλείου της Κύπρου για τους αστούς μεταφρασμένους ελληνικά, έχουμε τα Χρονικά του Λεοντίου Μαχαιρά και του Γεωργίου Βουστρωνίου, έχουμε τα Κυπριακά Ποιήματα της αγάπης από άγνωστο Κύπριο, που μιμείται τον Πετράρχη, έχουμε διάφορα έγγραφα στην ελληνική γλώσσα κοντά στις χιλιάδες ξενόγλωσσα.

 

Από την Τουρκοκρατία έχουμε το Θρήνο για την ἂλωση τῆς Κύπρου ἀπό τους Τούρκους, το Ἂσμα τῶν δραγομάνων Μαρκουλῆ και Γεωργ, το Ἂσμα τοῦ δραγομάνου Χατζηγεωργάκι Κορνεσίου και το Ἂσμα τοῡ  ἀπαγχονισμοῦ τοῦ  ἀρχιεπισκὂπου Κυπριανοῦ τό 1821.

 

Βλέπε λήμμα: Ποίηση

 

Έχουμε επίσης κώδικες, κυρίως σε μοναστήρια και την αρχιεπισκοπή, και διάφορα χειρόγραφα με τραγούδια, ευχές, λαϊκή ιατρική και ιστορικά σημειώματα. Μια άλλη κατηγορία κειμένων της εποχής αυτής αποτελούν οι ακολουθίες και τα συναξάρια των αγίων και τα βιβλία, που έγραψαν Κύπριοι, επηρεασμένοι από τη νεοελληνική κοινή της εποχής της Τουρκοκρατίας, όπως ο Νεόφυτος Ρόδινος και ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.

 

Από τα νεότερα χρόνια έχουμε τη δημοτική παραγωγή, που μαζεύουμε από το λαό, τα τραγούδια των ποιητάρηδων, τα βιβλία στην Κυπριακή διάλεκτο και τα κυπριακά προγράμματα του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως. Σήμερα έχουμε και το προνόμιο να μελετήσουμε την Κυπριακή διάλεκτο και όπως διαμορφώθηκε στο στόμα του λαού των χωριών και των πόλεων, ακόμη και των μορφωμένων.

 

Μια γενική παρατήρηση που ισχύει για τα κείμενα της Κυπριακής διαλέκτου, είναι η ακόλουθη: Ο γλωσσικός τύπος, που αποδίδουν, είναι επηρεασμένος λίγο ή πολύ από τη λογία γλώσσα και τον γραφόμενο τύπο, ώστε δεν αποδίδει πάντοτε τη φυσική και αβίαστη διάλεκτο. Οι μεταφραστές των ασσιζών, προ πάντων ο πρώτος, επηρεάζονται από τα λόγια ελληνικά, όσα ξέρουν, και πάρα πολύ από τη γαλλική φρασεολογία. Το ίδιο είναι επηρεασμένος και ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, ο οποίος όμως λόγω του θέματος του είναι φυσικότερος. Ο Γεώργιος Βουστρώνιος δεν έχει μεγάλες επιδιώξεἰς και το ύφος του είναι πιο απλό. Ο Νεόφυτος Ρόδινος και ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός γράφουν την κοινή της εποχής, όπως διαμορφώθηκε στα βιβλία της Βενετίας, ακριβώς όπως οι σημερινοί Κύπριοι λογοτέχνες και διανοούμενοι γράφουν τη σημερινή Νεοελληνική κοινή. Ακόμη και οι ποιητάρηδες, αντίθετα απ' ό,τι θα πίστευε κανείς, συνθέτουν σε γλώσσα εξαιρετικά επηρεασμένη από τα αναγνώσματά τους, έστω του δημοτικού σχολείου, και τις εφημερίδες.

 

Παρ' όλα αυτά μπορούμε να μελετήσουμε την Κυπριακή διάλεκτο μέσα από τα κείμενα αυτά και να χρονολογήσουμε τα διάφορα φαινόμενά της. Έτσι μπορούμε να έχουμε μια ιστορική πραγματεία για την εξέλιξη της Κυπριακής διαλέκτου από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα.

 

 

Χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής Κυπριακής διαλέκτου: Στη μεσαιωνική και τη νέα Ελληνική γλώσσα τυποποιήθηκαν παράγωγα θηλυκά ονόματα σε -έα και -ία, όπως γρονθέα, όρμασία. Οι δυο αυτές τάξεἰς παραγώγων συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται. Αλλού επικρατεί η μια τάξη και αλλού η άλλη, όπως ἐλαία - ἐλία. κλοτσέα - κλοτσιά. Στη μεσαιωνική Κυπριακή διάλεκτο επικράτησε η τάξη παραγώγων ονομάτων σε -ία, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής γλώσσας, κι αυτό όχι γιατί άρχισε η συνίζηση, αλλά ένεκα φωνολογικής συμπτώσεως τα καταληκτικά -έα και -ία είχαν την ίδια σημασία και συνέπεσαν. Φωνολογική τυποποίηση έγινε και στην κλίση, ώστε μερικές καταλήξεἰς, όπως των ουδετέρων -ίου, - ία, - ίων, έμειναν σε πολλά μέρη ασυνίζητες. Αυτό συνέβη και στη μεσαιωνική Κυπριακή διάλεκτο, αλλά σ' αυτή παρουσιάστηκε και μια τάση φωνολογικής επικρατήσεως της βαρυτονίας, ώστε κατά τα παιδία και καρφιά εγράφη και ίσως ελέχθη και ἀμαξία και χωραφία.

 

Παραδείγματα τέτοιων ασυνίζητων τύπων βρίσκουμε άφθονα στις ασσίζες, των οποίων ελληνική μετάφραση υποστηρίζεται ότι υπάρχει από τον 13ο αιώνα, όπως:

 

  1. Στον κώδικα Α': κλεψίαν. μερία, κρασιού, παιδία, τῶν παιδίων.
  2. Στον κώδικα Β': καλοταρία, φονίαν, χερίου, ψουμία, τῶν φοινικιών.
  3. Επίσης στο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά του 15ου αιώνα, όπως: ἀρκοντίες. κιτρομηλίες, σφοντυλίαν, ἀμπελία, κοπελλία, τῶν ἀδελφίων.
  4. Στο χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο του 15ου αιώνα, όπως: ἀθασίαν, χαρκία.

 

Η συνίζηση στα κείμενα γίνεται φανερή απ' τον τονισμό και την εμφάνιση συμφώνων εκεί, που συμβαίνει. Στην Κυπριακή διάλεκτο φαίνεται ότι σύμφωνο μπροστά από φωνηεντικό σύμπλεγμα με πρώτο στοιχείο το ι παθαίνει, κάποια ουράνωση. Η πρώτη μαρτυρία αυτής της ουρανώοεως στα κείμενα είναι η τροπή του α σε χ, όπως κρασία - κραχία.   Άλλα φαινόμενα της ουρανώσεως αυτής είναι η παράταση συμφώνου, ιδιαίτερα του λ και του ν, η τροπή του τσ σε κκι, και η περαιτέρω ουράνωση των ουρανικών φθόγγων, ώστε να καταστούν δασείς. Έτσι ο λεγόμενος τσιτακισμός. του οποίου αναζητείται ακόμη η αιτία και η χρονολογία, σχετίζεται προς τη συνίζηση. Προσλαμβάνοντας ουρανική δασύτητα ο φθόγγος κι μεταβαίνει προς κ, ο φθόγγος χι προς χ και ο φθόγγος γι προς γι. Αυτή είναι η εξέλιξη στην Κρητική διάλεκτο, όπως συκιά. ὀχιά, λόγια. Στην Κυπριακή διάλεκτο ακολουθούν την πορεία αυτή και οι νέοι φθόγγοι χι και κκι, που προήλθαν αντιστοίχως από σ και τς, όπως είδαμε πιο πριν, και δασύνονται σε χ και κκ. Δηλαδή οι Κύπριοι προτού πουν κραχιά είπαν κραχιά και προτού πουν παπούκκια είπαν παπούκκια. Οι τύποι κραχιά και παπούκκια μαρτυρούνται σε παλαιότερα κυπριακά κείμενα.

 

Οι ουρανικοί φθόγγοι κ, χ και κκ αρχής γενομένης από της συνιζήσεως, προσλαμβάνουν σταδιακή συριστική προφορά, η οποία γύρω στο 1800 συμπίπτει προς τη σημερινή. Προηγουμένως προφέρονταν όπως οι αντίστοιχοι συριστικοί της σημερινής Κρητικής διαλέκτου.

 

Ο ουρανικός γι, στην Κυπριακή διάλεκτο αντίθετα απο την Κρητική ξέφυγε και δεν προσέλαβε συριστική προφορά. Η αιτία βρίσκεται στην ειδική ουράνωση, που έπαθε κατά τη συνίζηση, δηλαδή εξασθενώθηκε και ύστερα ετράπη σε γι. Επίσης το ζ, στην ίδια θέση, που αναμενόταν κατά τα ανωτέρω να τραπεί σε γι και ύστερα να δασυνθεί σε γ ξέφυγε την εξέλιξη αυτή και παρατάθηκε απλώς. Ώστε η μετά από αυτό συνίζηση στην Κυπριακή διάλεκτο είναι ζγι, όπως μαζγιά, ο δε τύπος μαζ ιά είναι πρόσφατος κατ' αναλογία.

 

Συνήθως υποστηρίζεται ότι η συνίζηση της Ελληνικής γλώσσας οφείλεται σε γρήγορη προφορά. Όμως οφείλεται και αυτή σε φωνολογική τυποποίηση, δηλαδή όπως λεγόταν του μικρού, των μικρών, λέχθηκε και του μικρού παιδιού, των μικρών παιδιών, αντί του μικρού παιδιού, των μικρών παιδιών.

 

Παραδείγματα των φαινομένων, που αναφέραμε, σε κυπριακά κείμενα είναι τα ακόλουθα:

 

  1. Στον κώδικα Α' των ασσιζών βρίσκονται μόνο ο τονισμός στη λήγουσα, όπως ἐσπιτιοῦ, χωριῶν, και η ἐμφάνιση γ, αλλά μόνο κατόπιν από π, όπως νά πγή.
  2. Στον κώδικα Β' των ασσιζών βρίσκονται πάλι μόνο τα ίδια φαινόμενα, όπως τῶν συντροφιῶν, ἐτζαλόπγιεν.
  3. Στο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά βρίσκονται: α) τονισμός στη λήγουσα, όπως τῆς βασιλειᾶς σου, β) παράταση συμφώνων, αλλά μόνο στο χειρόγραφο της Οξφόρδης, όπως δουλλειές, παραγιάλλια, γ) τροπή του σ σε χ, όπως ἀρματωχίαν, ἲχια, Λευκωχιάτες δ) πάθηση του τσ προ συνιζήοεως, όπως παποῦγκια στο χειρόγραφο της Οξφόρδης, ε) εμφάνιση στοιχείου όχι μόνο γ και γι, κατόπιν από π, όπως στις ασσίζες, αλλά και γι κατόπιν από ρ. όπως ἐντόπγοι. έπγιασεν, μαχαίργια. Η εμφάνιση ι κατόπιν από τους ουρανικοϋς φθόγγους ή αντίθετα η παράλειψή του από θέσεἰς, ὂπου υπάρχει ιστορικώς στο χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, φανερώνει ότι οι φθόγγοι αυτοί πλατύνονται όπως στις συνιζήσεἰς, όπως βέργιες, κακιάς, φούοκιες και άδικες, βάγες, λυκές.
  4. Στο χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο του 15ου αιώνα βρίσκονται: α) τροπή σ σε χ, όπως ἀνακατωχίαν, β) εμφάνιση στοιχείου γι κατόπιν από ρ, όπως δοξαργία, χεργία. Εμφανίζονται και στον Γεώργιο Βουστρώνιο πλατυνόμενοι κατά τη συνίζηση ή αποπλατυνόμενοι τύποι, όπως γυναῖκιες, Γερακαῖς.
  5. Στα Κυπριακά Ερωτικά άσματα του 16ου αιώνα βρίσκονται: α) τροπή σ σε χ, όπως δροχιά, τρεμουχιασμένος. β) εμφάνιση στοιχείου γι κατόπιν από π, όπως πγιά, κατόπιν από ρ, όπως λευτεργιά, στεργιά, και κατόπιν από ζ, όπως ζγή. Σ' αυτά βρίσκεται επίσης και πλατυνόμενο κι ,κατά τις συνιζήσεἰς, όπως γλυκιαίνει, αλλά και γι. όπως βγιαίννουν, κάβγιεσαι.
  6. Στη μετάφραση της Χρονογραφίας του Στεφάνου Λουζινιανού του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα βρίσκονται ακόμη τα ίδια φαινόμενα, δηλαδή: α) τροπή σ σε χ, όπως ἳχια, φορεχιά, β) εμφάνιση στοιχείου γι κατόπιν από π, όπως άπγιαζίριν, και κατόπιν από ρ, όπως φούργια.
  7. Στο Θρήνο της Κύπρου του τέλους του 16ου αιώνα βρίσκονται: α) τροπή σ σε χ, όπως ἐκκληχιάν, κοραχιά, β) παράταση συμφώνων, όπως πετραχήλλια, παβγιούννια, γ) εμφάνιση στοιχείου κατόπιν από π, όπως νά πγιοῦν, νά πγώ, ὂπου το γ αποδίδει γι, κατόπι ν από ρ, όπως βουνάργια, κατόπιν από β, όπως βγιαστικά. κατόπιν από μ, όπως κι ἐστίμνιασά το, και κατόπιν από δ, όπως δγιαβάζει. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στο κείμενο αυτό και απουράνωση φθόγγου γι κατόπιν από ρ, όπως άργάκιν. ταιργάζει, που οφείλεται σε διφθογγοποίηση της συνιζήσεως και ιδιαίτερη υπερωική προφορά. Η απουράνωση αυτή της συνιζήσεως κατόπιν από ρ συμβαίνει σε άλλες θέσεἰς, αλλά όχι ακόμη και στις καταλήξεἰς, οι οποίες διατηρούνται ως φωνολογικά στοιχεία. Η ιδιομορφία αυτή διατηρήθηκε ως πολύ πρόσφατα στην Κερύνεια, ὂπου λεγόταν σαργιά, μανιτάργια Στο ίδιο κείμενο βρίσκεται και το πρώτο παράδειγμα τροπής τ σε δ μπροστά από συνίζηση στον τύπο σπίδια, που οφείλεται σε ιδιαίτερη προφορά της συνιζήσεως.

 

Σε επιστολή του Κυπρίου ηγουμένου Κοσινίτζης Θεοκλήτου του 1632 εμφανίζεται στοιχείο γι και κατόπιν από τ, όπως τέτγια, τέτγιος.

 

Στην Ιστορία του μακαρίτου Μάρκο του τέλους του 17ου αιώνα βρίσκονται: α) εμφάνιση σε συνίζηση στοιχείου ν κατόπιν από μ, όπως συμνιακόν, γ και γι κατόπιν από π, όπως κάπγοια, κάπγοι, πγιάννει, γι κατόπιν από ρ σε φωνολογικά στοιχεία, όπως, κεργιά, Μεσαργιάν, β) απουράνωση κατόπιν από ρ, αλλά όχι ακόμη σε καταληκτικά, όπως λοαργάζω, ταιργάζω, γ) τροπή τ σε δ μπροστά από συνίζηση, όπως σπίδια, δ) διπλασιασμός συμφώνου μπροστά από συνίζηση, όπως τέλλεια.

 

Αξιοσημειώσεως είναι ότι στην Ἱστορία τοῦ μακαρίτου Μάρκο βρίσκεται για πρώτη φορά σύμπτωση κατά την απόδοση των ελληνικών ουρανωμένων φθόγγων προς τους ξένους συριστικούς, δηλαδή κραχιά κοντά στο ξένο δεφτίχιν, κακοριζικες κονιά στο ξένο χακ   αφαγήλης, κοκκίνην κοντά στο ξένο κκιφλϊκια, σφονγγελλ κοντά στο ξένο Μεγιτανγγῆν. Το φαινόμενο αυτό δεν μαρτυρεί ότι οι ουρανικοί φθόγγοι κατέληξαν στην Κυπριακή διάλεκτο από τότε σε πλήρως συριστικούς, όπως προφέρονται σήμερα, αλλά ότι οι ξένοι συριστικοί φθόγγοι προφέρονταν από μερικούς Κυπρίους όπως οι δικοί τους ουρανικοί φθόγγοι, που διατηρούσαν ακόμη την ταυτότητά τους, όπως μαρτυρείται σήμερα στην Κρητική και Δωδεκανησιακή διάλεκτο. Υπάρχουν εκεί δηλαδή ιδιώματα, που τους ξένους φθόγγους dz και s τους προφέρουν, όπως τους ελληνικούς συριστικούς, όπως χόκας, χοκολάτα. Οι κυπριακοί ουρανικοί φθόγγοι, όπως είπαμε, διαστέλλονται κατά την απόδοση στα κεἰμενα από τους ξένους συριστικούς μέχρι του τέλους του 17ου και των αρχών του 18ου αιώνα, οπότε συμπίπτουν και λαμβάνουν την προφορά που έχουν σήμερα. Τότε βρίσκονται για πρώτη φορά γραφές όπως χόκιας αντί χότζας και συτζά αντί συκιά. Επίσης για πρώτη φορά μαρτυρείται στο κείμενο αυτό η τροπή του συμπλέγματος σχι, που προήλθε από το σκι κατά κάποια ιδιαίτερη προφορά ήδη στον Λεόντιο Μαχαιρά, όπως τα σχέλια, σε χχ, το οποίο κατά τα δεδομένα του κειμένου αὑτοῦ πρέπει να προσέλαβε ήδη συριστικότητα, όπως νηχχιού, χχύλλου. Όμως μαρτυρείται στο ίδιο κείμενο και τύπος νησκιοϋ. που σώθηκε ως τελευταία κάπου στην Πάφο και εμφανίζει διάφορο διάθεση σε συνίζηση του παρατεταμένου σσ από το απλό. Αλλά και ο τύπος κάτερκον του ιδίου κειμένου αποτελεί το πρώτο παράδειγμα τροπής του συμπλέγματος ργ σε ρκ στην Κυπριακή διάλεκτο, η οποία φαίνεται ότι οφείλεται σε ξένη επίδραση.

 

Την εξέλιξη του φαινομένου της συνιζήσεως στην Κυπριακή διάλεκτο μπορούμε να παρακολουθήσουμε και σε πλείστα άλλα κεἰμενα των επομένων αιώνων. Έτσι στο Ἀσμα τού δραγομάνου Χατζηγεωργάκι Κορνεσίου του 1837 βρίσκονται τύποι, όπως χωργιόν, ἀσκεργού, δεφτέργα, χωργά, Κυρκάν. χέρκα, τεςόν, ὂπου το σ δηλώνει συριστικό φθόγγο χ, όπως του σημερινό. Σε κυπριακά στιχουργήματα του 1848 βρίσκονται τύποι, όπως φωδιά, θεργόν. πομιλόργα, χόργα. Τέλος σε παραλλαγή του Ἂσματος του δραγομάνου Χατζηγεωργάκι Κορνεσίου του 1884 βρίσκονται τύποι, όπως φωδιάν, μεργάν, παλληκάρκα, κορασές, ὂπου το σ παριστά τον δασύ φθόγγο χ.

 

Έτσι είχε η συνίζηση στην Κυπριακή διάλεκτο, ως πρόσφατα, οπότε αναπτύχθηκε σ' αυτή μια τάση εμπροσθώσεως. Σύμφωνα με αυτή την τάση, η ουράνωση μετακινήθηκε εμπροσθιώτερα, ώστε το ουρανικό κ σχηματίστηκε στα φατνία, όπως προφέρεται σήμερα στην Πάφο και τη Δωδεκάνησο, και αναπτύχθηκε ημίκλεἰςτος φθόγγος ηχηρός di. και άηχος τι στις συνιζήσεἰς. Η εμπροσθίωση διατηρείται ακόμη στην Πάφο, αλλά στην άλλη Κύπρο αναπτύχθηκε παλίνδρομος τάση ουρανώσεως, στην οποία οφείλονται τα ποικίλα φαινόμενα συνιζήσεως της σημερινής Κυπριακής διαλέκτου, όπως μολύβκια. ποδκιά, καλάθκια. πκιάννω, χωράφκια.

 

Παραδείγματα μεσαιωνικής και νεώτερης Κυπριακής διαλέκτου:

 

1. Από το πρώτο κείμενο των ασσιζών:

 

... Ἐάν γένηται ἀπό καμμίαν ἀφορμήν ὃτι κανείς μπουργέζης ἢ καμμία μπουργέζαινα βάλλει κανέναν πράγμαν ἒξω τούς τοίχους τοϋ ἐσπιτιοϋ του, ἢ  ἐπάνω σκαμνιού, ἢ  πάνω μιᾶς κρεμάστας, και γίνεται ότι εἷς ἂνθρωπος φορτωμένος ξύλα, ἢ  ἓτερου ἂλλου φορτίου, ἢ μία καμήλα, ἢ  ἒναν γονικόν, ἢ  ἓτερον κτῆνος φορτωμένον διαβαίνοντα ἀπ’ αὑτοῦ καί χαλᾶ  ἐκεῖνον τόν ἐκεῖνος ὁ μπουργέζης ἢ  ἡ μπουργέζαινα ἒβαναν ἒξω τοῦ  ἐσπιτιοῦ τους, τό δίκαιον καί τό κείμενον ὁρίζει ὃτι κανείς οὐδέν ἒχει τίποτες, οὐδέν ἐντέχεται νά τούς ἀμαντιάση ἀπ' ἐκείνην τήν ζημίαν μέ δίκαιον, διότι κανείς οὐδέν ἒχει τίποτες ἒξω τοῦ τοίχους τῶν ἐσπιτιῶν τοῦ· άμε ἐάν γίνεται ὃτι κανείς ἂνθρωπος νά ἐβρούθησεν αὑτόν θεληματικῶς τό κτηνόν τό φορτωμένον, ἢ τόν ἂνθρωπον τόν φορτωμένον, ἒνι κρατημένος νά ἰκανώση ὂλην τήν ζημίαν τήν ἐποίκεν ἐκείνος ὂπου ἒπεσεν πάνω τοῦ μπουργέζη ἢ τῆςμπουργέζαινας, ἢ  ἂλλου τινός· καί  ἒνι δίκαιον, ἐάν τό κτηνόν λαβωθῇ  ἢ  ἐχενώθην, ἢ  ἐτσακίστην τό ἒβάσταν, ὃλον ἐντέχεται νά τό ἀμαντιάση μέ δίκαιον καί  ἐάν ἐκείνον τόν πτωχόν τόν ἂνθρωπον τόνἐρριψεν εἰς τήν γήν μέ τό βρούθισμάν του, ἂν ἐλαβώθην, ἒνι κρατημένος νά ποίςῃ νά τόν ὑγιάνουν, και νά τοῦ δώση τήν ζωήν του ἒως ὃπου νά ὓγιάνη οὓτως ώς γιόν ἧτον ὃντα τόν ἒρριψεν· εἰ δέ ἐμίσαν τόν ἐκείνον καί ἐπαράβλεπέν τον νά τοῦ κακοποίηση, καί διό τοῦτον τόν ἐβρούθησεν καί ἐλαβώθην διά πάντοτε, τό δίκαιον ὁρίζει ὃτι ἐκείνος ὂπου τοῦτο ἐποίκεν, ἂν ἓνῃ  ὃτι ἐπιάσαν τον, πρέπει νά κόψουν τόν γρόθον του, καί μέ τό αὑτόν νά ἒνι κίτες ἀπ' ἐκείνην τήν κακοπραξίαν, μέ δίκαιον...

 

2. Από το δεύτερο κείμενο των ασσιζών σε πιο απλή γλώσσα:

 

... Ἐάν γίνεται ὃτι ὀ κάτις ᾶνθρωπος θέλει νά πάρη γεναῖκαν, τοιοῦτος ώς γιόν νά ἒνι, κάντε καβαλλάρης οὒ βουργέσης, τό δίκαιον κελεύει ὃτι ἡ  ἐκκλησία οὐδέν τούς ἐντέχεται να τούς ἀρμάση, ἀν οὐ μή πρῶτον νά χαρτωθούν εἰς τοιοῦτην ὁπλήν, τουτέστιν ὃτι ἐκείνος ὂπου θέλει νά λάβη γυναῖκαν, θέλει νά ὁμόση εἰς τά άγια ότι οὐδέν ἒχει γυναῖκαν οὐτε ὡμοσμένη οὐδέ χαρτωμένη, οὐδέ συνμπαμένην, καί οδέν πήρεν κανέναν τάμαν παρά τό ποίον οδέν ἠ νπορεῖ καλά καί πιστά νά λάβη αὑτήν τήν γυναῖκαν τήν θέλει νά πάρη τώρα, καί μετά τό ποιῆσαι τόν ρηθέντα ὃρκον, ἐντέχεται ὁμοίως β' ἂνθρωποι νά ὁμόσουν διά λόγου του εἰς τοιούτην τάξιν, καθά ἂνωθεν ἐλαλήθην καί  ὁμοίως ἒνι κρατημένες δύο γυναῖκες νά ὁμόσουν μετά τους, καθά ἀνωθεν έλαλήθην, καί οὓτως ἐντέχεται νά γένη καί τοῦτον νά ἀξιάζη τό χάρτωμαν καί μετά τοῦτον ἐντέχεται ἡ  ἐκκλησία νά βάλλη καιρόν διά τήν ὁρμασίαν, και διατί μέσα εἰς ἐκείνον τό τάρμε νά διαλαλήσουν τρεῖς πρωνάδες εἰς τήν πρώτην λουτουργίαν, καί θέλει νά πή εἰς τοιούτην ὀπλίον ὁ   ιερεύς «ἐσᾶς ἀφέντες καί κυράδες, πολομῶ σας νά ἠ ξεύρετε, ἡ  ἁγια τοῦ θεοῦ  ἐκκλησία ὃτι ὁ δεῖνας ἃνθρωπος μέλλει νά λάβη τήν ὁδεῖναν γυναῖκα ἂχρι τήν ὁδεῖναν ἡμέραν, καί ἀν ἒνι κανείς οὐ   καμμία ἠ ξεύρουν κανέναν πράμαν ὃπου αὑτή ἡ  ὁρμασία νά μηδέν γένη, άς ἒρτη, ὀνμπρός καί άς τό εἰπῇ πρίν ὁρμαστούσιν και ὂπου οδέν ἒρτη μέσα ες τό ατόν τάρμε, μετά ταῦτα πλείον οδέν νά τοῦ πιστεύσουν ἀπέ κανέναν πράγμα τό νά εἰπῇ κανέναν κορμίν που νι ες τήν χώραν καί ες τόν τόπον καί οδέν τό πή μέσον τοῦ ατοῦ καιροῦ πρίν ὁρμαστοῦσιν». Καί οὗτη ή ὁρμασία πρέπει νά ἀξιάζη μέ δίκαιον, μέ τοιοῦτον μηδέν συνκενιάζουν ἀπού καμμίαν συγκένειαν, καθώς ἂνωθεν ἐλαλήθην αὑτό νι δίκαιον, μέ τό κείμενον καί κατά τήν ἀσίζαν τοῦ ρηγάτου τῶν Ιεροσολύμων...

 

3. Κείμενο από τον χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά:

 

...Καί ες τούς ᾳτνθ' ρτεν ες τήν Ἀμόχουστον ἑνεῖς Κατελάνος μέ ἓναν καράβιν δικόν του· καί  ἧτον κουρσάρης. Και ἒφερεν μιτά του μίαν πέτραν πρετζιούσαν, γροικῶντα τήν πλουσιότητα τής Κύπρου, διά νά τήν πούληςῃ. Καί τινάς δέν ἐπήγεν νά τήν άγοράς· καί ἐδισφάμιασεν τήν Κύπρον. Καί ἐπῆγαν καί εἶπαν το τοῦ Λαχανεστούρη. Καί ἐβγήκεν καί ἐπήγεν ες τό καράβιν καί ἐσύντυχεν μέ τόν καραβοκύρην, καί λαλεῖ τοῦ: «Δεῖξε μου τήν τζόγιαν που ἒφερες νά πουλήσῃς καί εἶπαν μου πῶς ἐριφούτιασες τούς Κυπριῶτες, καί ἐγώ εἶμαι ὁ περίτου πτωχός καί ἦρτα νά τήν ἀγοράσω». Καί θωρῶντά τον ὁ καραβοκύρης μέ τά παπούγκια κατζούφτερνα, εἶπέν του: «Ἂμε 'ς τό καλόν και εἶναι ἀντροπή νά συντύχω μετά σου». Καί ὁ Λαχανεστούρης λαλεῖ του: «Λαλῶ σου, δεῖξε μού την". Καί βιγλίζει ὁ καραβοκύρης καί θωρεῖ τον πῶς έφόρεν δ' δακτυλίδια πρετζιόζα. Δείχνει του τήν πέτραν και σάζουνται διά δ' χιλιάδες δουκάτα. Καί βγάλλει τά δακτυλίδια και διδεῖ του τα διά ἀραβῶνα, καί λαλεῖ του: «Δός μου τήν πέτραν, κι ἒλα μιτά μου νά σέ πλερώσω». Καί παίρνει τήν πέτραν, και πᾶσιν ἒσσω του. Και λαλεῖ του: «Κάτσε νά φάμεν». Καί τον Τετράδη, καί πέμπει καί αγοράζει κουκκία. Καί πγιάνει τήν πέτραν και βάλλει την ες τό γδίν και κοπανίζει την. Θωρῶντά τον ὁ καραβοκύρης πς ἐτσάκκισεν τήν πέτραν, ἒθελεν νά τό σκοτώςῃ. Λαλεῖ του: «Ἀδελφέ, δέν τήν ἐγόρασα; Κάτσε νά φᾶμεν, καί ἀν δέν σέ κουσεντιάσω. ἒχεις δίκαιον νά παραπονηθῆς". Καί μοναῦτα ἐποίκεν τήν πέτραν ώς γοιόν ἀρτύματα και ἐβαλέν την ες τά κουκκία καί ἐφαγαν. Καί ὃσον ἐφάγαν, πήρεν τον ες τά μαχαζένια και θωρντα τόσον πλήθος ἀσήμιν, χρυσάφιν, ἀπέτζιες, επεν του: «Δέ ἀπόθεν χεις ἀπλαζίριν νά σέ πληρώσω». Θωρντα ἒμεινεν πολλά σπαβεντιασμένος ὁ καραβοκύρης, διτι θωρντα πς δέν ἒθελεν νά τοῦ πούληση τήν τζόγια ἐσάστην καί ἐπούλησέν του καί τό καράβιν διά ς' χιλιάδες δουκάτα. Καί ὁ καραβοκύρης ἐθάρεν πς δέν ἒχει νά τόν πλερώση, και ἐσάσθην καί πούλησεν τό καράβιν, καί επεν, κερδαίνει τήν ἀραβώνα. Διτι ἀν εἶχεν του πάρειν τό καράβιν, ἐθελεν πεθάνειν ἀπέ τήν πλήξίν του. Καί λαλεῖ του Λαχανεστούρη: «Ἀδελφέ, δέν ἐθάρουν καί ἡ Κύπρος ἒχει ἢτζου μεγάλους νθρώπους. Τήν τζόγιαν ἐποῖκές την ώς γοιόν σοῦ   'φάνην·  νά και τήν ἀραβῶναν που μοῦ  ἒδωκες. Καί τό καράβιν μεν μοῦ τό σηκώσης, διτι εἶναι τό κουντέντον μου». Λαλεῖ του ὁ Λαχανεστούρης: «Ἒξευρε νά ξεύρης πς ἐγώ εἶμαι ὁ περίτου πτωχός ες τήν Κύπρον, καί ἐθέληαα νά ποίσω τούτην τήν πρέζαν διά νά μέν πάγης καί διαφαμιάσης τό νησσίν». Καί ἐχάσεν τήν τζόγιαν και πήρεν τό καράβιν και ἐπήγεν. Καί μανθάνοντά το ὁ ρήγας καί ὃλοι οἱ καβαλλάριδες ἐπήραν μεγάλην χαράν τό 'ποίκεν ὁ Λαχανεστούρης, καί ὃσην πλουσιότηταν εἶχεν ὁ Λαχανεστούρης καί ὁ  ἀδελφός του...

 

4. Από τον χρονογράφο Γεώργιο Βουστρώνιο:

 

.. Καί ες τήν ἐχρονίαν αυξγ' πέψαν πό τήν Κερυνίαν τόν κούντη τέ Τζάφ τόν φλουρήν ες τήν Πόλιν διάμαντατοφόρον καί τήν ἀδελφήν τῆς γυνακας του εἶχέν την ἓνας παχιάς, οἱ ποῖες τον Κατακουζηνές. Καίι ἐτραχτίασεν ὁ παχιάς μέ τόν κούντη, νά μηνύςῃ νά πάγῃ  ἡ   γυνακα του ες τήν Πόλιν, διά νά τήν ἱδῇ  ἡ  δελφή της, ή τά παιδία του και ἐμήνυσεν ὁ κούντης, καί ἡ γυνακα του δέν ἐθέλησε νά πά', οδέ τά παιδία της νά πέψη· καί ἒχοντα καί δέν ἐθέλησε νά πάγη ἡ γυνακά του οδέ τά παιδία του, ἐτραχτίασεν ὁ παχιάς καἰ  βαλεν τόν κούντην εἰς τήν φυλακήν, καί εἰς ὀλίγες ἡμέρες ἐβγάλαν τον και ἐκόψαν τον ἀπέ τήν ζῶσιν, καί ἐκατσαν τον ες τό λαμπρόν και ἐκάψαν τον....

 

5. Από την καγκελλαρία του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου του Νόθου. Γράμμα του ηγουμένου της μονής Αγίου Σάββα της Καρόνου Γερασίμου:...  

 

Τρισυψηλότατε καί τρισεκλαμπρότατε μέγα ῥήξ Ἱεροσολύμου, Κύπρου καί Ἀρμενίας, Κύριος ὁ Θεός ν' ἂξη τά έτη τῆς μεγάλης σου βασιλλείας, Γεράσιμος καθηγόμενος τοῦ μοναστηρίου τοῦ  ἁγίου Σάβα τῆς Καρόνο, μικρός δοῦλος καί εὐχέτης τῆς μεγάλη σου βασιλλείας, ταπεινά ἀναφέρνω τῆς μεγάλη σου βασιλλείας ὃτι τόν αυτό μοναστήρι τῆς βασιλλεία σου νι, καί ἡ  ἀβεντούρα ἒφερε τι τόν διαβόντα δικέβριο μήνα ες τάς ζ' τοῦ μηνός, που τον μεθαύριο τοῦ  γίου Νικολάου, τή νύχτα ἒπεσε λαμπρόν συναφουρμής, ὂπου ἐπυρώννουντα οἱ λάς πό τή μεγάλη ·γριάδα. καί ἐκάγην ὃλον τό μοναστήρι, που οὐδένε ἐγλύτωσεν. παρού ἡ  ἐκκλησία καί ἓνα δύο σπίτια, ὀπού ἐκάγησα ἀνώγια καί κατώγια, σιτάρι, κριθάρι, τά ρόχα μας, βιβιλία μας καί ἓτερα που ἐγίνετο μία μεγάλη ζημία καί ἐξωλεθρεύθημαν τελείως. Λοιπόν τό αὑτό μοναστήρι ἒχει μία γήν ὀνόματι Λακρίδα, ἡ ποία πλερώνει ες τόν σύνγκριτο τῆς βασιλλεία σου σιτάρι μόδια θ' καί κριθάρι μόδια ιστ' καί προσπέφτω καί παρακαλώ, καθώς τά ψυσικά τῆς βασιλλεία σου νι ες περισούς, καί παρακαλώ διά τή μαγρία σου ζωγή, οὒτως νά ἐφτάση τόν ψυχικό σου καί τό αὑτό μοναστήρι καί ὁ ψηλό σου ὁρισμό νά νι νά ἀφήσουν τό ἂνωθε σιτάρι καί κριθάρι καί δ' πεζάντια, τά πλερώνει, ψυχικόν ες τόν ἂνωθε μοναστήρι διά βοήθειαν, που νά ἐνπορήσω νά χτίσω καί νά ἀναστήσω ἀπού ἐκείνα ἀπού ἐκάγησαν, καί, πολλομῶντα τόν αὑτό ψυχικόν θέλει ἒσται διά μακάριοι τοῦ κάποτε ἀφεντός μακαρίτο πατρός τῆς βασιλλεία σου καί διά τά πολλά καί καλλά ἒτη τῆς βασιλλεία σου...

 

6. Από τα Κυπριακά Ερωτικά τραγούδια:

 

... Ἒκλαιγεν ή κυρά μου

ἒκλαιν τό μίσεμάν μου

κι πό τά δάκρυα λόγον δέν τυπώννει.

ἦτον ἣγλιος καί θωρῶντα

ἀπού τήν λύπην ἒκλαιγεν μιτά μας

κι ἒραξεν τά βουνάργια μου κλαμῶντα.

Τότε ἡ βροχή γροικᾶ μας

κι ἒβρεξεν ες τήν βούθεια μας θωρῶντα

μιτά της νά σβηστοῦσιν τά λαμπρά μου.

Ἁμμέ τοῦ πόθου τά λαμπρά νά σβήσῃ 

βροχή μηδέν θωρήσῃ,

μηδέ τά δάκρυα ὁ  ἣγλιος δέν στεγνώννει...

 

7. Από το Θρήνο της Κύπρου:

 

...Καί πάλιν ὁ πατέρας των κλαίει κι ἀναστενάζει,

Θυμᾶται τέκνων καί γυνῆς, τήν τύχην τ’ ἀτιμάζει·

τό πς ἐχάσεν σύντομα ὃλην τήν φαμελιάν του,

θρηνεί γιά τήν γυνακάν του, κλαίει γιά τά παιδιά του.

δέρνεται γιά τόν βίον του, λυπᾶται τ' ἂρματα του,

ὀπού ‘λπιζεν τόν πλοῦτόν του νά μείνῃ ‘ς τά παιδιά του.

νά τόν ἐμνημονεύουσιν καί νά τόν μακαρίζουν,

κι ἐπήράν τον ἀλλόφυλοι ἂνθρωποι καί τόν μακαρίζουν,

καί τά παιδιά του δέν ἒχουν νά ζήσουν ες τά ξένα,

μηδέ νά φαν μηδέ νά πγιούν, σάν τον μαθημένα.

Ες τά βουνά περιπατεί, σάν λέοντας φωνάζει

καί διά τά παιδάκια του κλαίει κι ἀναστενάζει:

«Ποῦ εἲστε, τά παιδάκια μου, κουφέρτιασις δική μου,

νά σᾶς ἱδοῦν τ’ ἀμμάτια μου, προτοῦ νά βγ' ή ψυχή μου,

προτοῦ νά δώσω θάνατον, προτοῦ νά μπω ‘ς τόν δην,

προτοῦ νά δώσω τήν ψυχήν, νά βγῶ  πό τά βάρη.

προτοῦ τό χῶμαν σκεπαστῶ καί τάφος με καλύψη,

νά χω ες τήν καρδοῦλλάν μου τήν ἐδικήν σας θλῖψιν.

Βρέξε φαρμάκιν. Πλάστη μου, νά πγ(ι)ῶ νά ξηψυχήσω,

ὰφής ‘ς τόν κόσμον σκοτεινός δέν ἠ μπορώ νά ζήσω,

καί σκοτεινός μοῦ φαίνεται, που κι ἀν καταντήσω,

μέ τές πικρίες νά στέκωμαι, ὃσον καιρόν κι ἀν ζήσω.

Χαράν πλέον δέν καρτερώ οδέ θέλω νά ποίσω,

‘ς τά ὃρη καί ‘ ς τούς ἐγκρεμνούς ἐκεί νά καταντήσω,

νά ‘χω τά δένδρα συντροφιάν, πουλλιά νά κιλαδοῦσιν,

κάθε πωρνόν τόν ταπεινόν ἐμενα νά ξυπνοῦσιν.

Ὁ θρήνος καί τά κλάματα νά ‘ ναι αἱ  ἐντολές μου,

νά σβήννουσιν τά βάσανα καί ὃλες τές πικρίες μου,

ἀφής ἐγώ στερεύθηκα παιδάκια τά δικά μου

καί σκλαβωμένα βρίσκονται διά τά κρίματά μου.

Χριστιανοί, γροικήσετε τί ἒλεγεν ὁ κῦρις

καί δεῦτε καί συνάχθητε ὂλοι, δικοί καί φίλοι.

Ὂστις ἠ ξεύρει γράμματα καί γράφει με κονδύλιν

κοντά μ’ ἂς ἐλθῃ νά σταθῇ, γιά νά τοῦ παραγγείλω,

νά γράψῃ μοιργολογικά, ὂλοι νά λυπηθῆτε,

γιατί παιδιά ‘χετε κι ἐσεῖς καί ξεύρω πς πονείτε...

 

8. Από την Ἱστορία τοῦ μακαρίτου Μᾶρκο:

 

... Ἀρχοντες και ὃλ’  οι χριστιανοί, σήμερον ἀγροικᾶτε,

παρακαλῶ σας τό λοιπόν λοι σας σιωπτε,

ν' ἀκούσετε ἐξήγησιν τοῦ Μαρκουλή τοῦ χχύλλου,

τοῦ παρανόμου ἀσεβοῦς, ἐχθροῦ καί ὂχι φίλου,

που 'χάλασεν κι ἐξήλειψεν τήν Κύπρον τήν καμένην,

πού 'τον νησσίν περίφημον ἀπ' ὃλα φημισμένη,

καί τώρα 'κατασθήθηκεν 'πο κεῖνον ξηλειμμένη,

‘πού τά κακά, που 'καμεν ἒν' καταπατημένη·

τρέμει γάρ τά γενόμενα ἡ χείρ μου νά τά γράψῃ,

ὁ  ἂνθρωπος νά τ' ἀγροικά καί νά ἀναστενάξῃ.

Ἀνάθεμαν καθολικά, ἂρχοντες, ‘ ς τήν γενιάν του,

τήν Κύπρον γάρ ἐξήλειψεν πό τήν γράφτουσάν του.

Λοιπόν τώρα ν' ἀκούσετε αὑτός πς ἐδοξάσθην,

καί ὑστερα ἐψήλωσεν καί οὗτως ὠ νομάσθην.

Αὑτός ὁ μισέρ Ἂντζουλος τονε δραγουμνος,

τον καί τοποτηρητής, τῆς Κύπρου καπετνος

ατόν σαρράφην κάμνει τον δι' γάπην τού πατρός του,

μά κείνος τον, χριστιανοί, καθολικά ἐχθρός του.

Ὃλα τά πάντ' ἀφίννει τα, τό σαρραφλίκιν πιάννει

καί πό τές πονηρίες του τούς χαζανᾶδες χάννει

διατί λοι οι χριστιανοί τά τέλη τους ἐδῶσαν

καί τεσκερέ ἐβγάλασιν καί λοι 'ξηπλερῶσαν.

Ὧδ' ἓνοι τώρα ἡ χολή καί ὧδ' ἓναι ἡ πλῆξι,

πού ‘μέτρησαν τόν χαζανᾶν κι εὐρέθηκεν ἐξίκκιν.

Ὁ χαρατζάρης τό 'καμεν άναφοράν ‘ς τήν Πόλιν

και ήλθεν τότες κάτεργον, καθώς τό ξεύρετ' λοι,

νά πάρουσιν τόν χαζανᾶν, τόν δόλιον σαρράφην,

‘πού τότες ἀρχινήθησαν τά ἐδικά του πάθη.

Στό κάτερκον ἐνέβηκεν νά πάγῃ ες τήν Πόλιν,

τόν χαζανᾶν ἐβούλλωααν, καθώς τό ξεύρετ' λοι.

Ὂταν ἐπεριξέβηκεν ‘ς τήν Πόλιν, γιά νά πάγῃ.

νά 'χεν βρεθῆν κακόν θεργιόν, ἐκεῖνον νά ‘χεν φάγειν.

Τότες ‘τήν Πόλιν ἒφτασεν, κι λοι τό ἀγροικῆσαν,

ἐβάλαν τον ‘ς τά σίδερα καί τόν ἀλικοτίσαν...

 

9. Από διαταγή του Τούρκου διοικητή της Λεμεσού του 1751, μεταφρασμένη στα ελληνικά:

 

Χακῆ Χασάσαγας σερτάρης Λεμεσο

 

Κάμετε σες, ραγιδες και παπᾶδες τῶν κάτωθεν χωρίων, θεωρῶντας τόν παρόντα ττεσκγερέν, νά κάμετε κατά τήν παλαιάν συνήθειαν. που ἐδιούσετε τό κανίσκγιν σας τους περασμένους σερτάρηδες νά ἒρτετε μέ τό καλόν νά μοῦ φέρετε τό κανίσκγιν ἒως τήν Κυριακήν εἰδε στέλλω ἓναν ἂνθρωπον τοῦ καδῆ καί ἓναν τοῦ ζαπίτη καί θεννά ζημιώννεστε, καί τό κρῖμα 'ς τόλ λαιμόν σας.

 

1751 Μαρτίου 10.

 

Μύλους, Δυερῶνα, Πραστειό, Κελλάκια, Ἑφταγώνεια, Κλωνάριν, Βίκλα, Σανίδα.

 

Καρτερῶ τα χωρίς ἂλλον νά μεν μείνετε ν' ἀργήσῃ καί τότες ζημιώννεοτε πολλά.

 

Ἐλιές, ξίδιν καί τό λάδιν.

 

Καί νά τό στείλετε χωρίον προς χωρίον τόν ττεσκγιερέν μου νά ‘χουν χαπάριν χωρίς ἂλλον...

 

10. Από το Ἂσμα τοῦ δραγομάνου Χατζηγεωργάκι Κορνεσίου:

 

...Ὃσον καιρόν ό ρκοντας μας εἲχεν ες τόχέριν

εχεν μαστόρους ἒσσω του κι ἐχτιζαν καθημέρι.

Θαρεῖς κι ἐννα τά χαρῇς Μέγα Χακῆ Γιωργάκη

καί σάζεις καθημερινόν τ' ὀμορφόν σου κονάκιν!

Τά κκιόσκια ἐν ζωγραφιστά ὠ σάν τήν ἐκκληαίαν,

φαίνεται μου δέν βρίσκουνται μηδέ στην Βενετίαν·

κεῖνα τά διπλοκάμαρα πού 'ναι πελεκημένα,

φαίνεται μου δεν βρίσκουνται μηδέ στην Ἐγγλιτέραν.

Οι τοῖχοι οὗλοι πέτρινοι, βότες μέ φορασάνιν,

τέτοιον κονάκιν ὂμορφον πούποτε δέν ἐφάνην.

Οι ἀφεντᾶδες τῶν Τούρκων ‘έν καί χαρίζουν πλέα,

στό τάχτιν ἐκαθίσασιν κινούργιον βοσιλέαν.

Ηὗραν καιρόν ἀρμόδιον οί σκοῦντροι τοῦ  Ἀφέντη,

ὁ Νικολῆς καί ὁ Βαλῆς, κινούργιον ἂρτζιν πέμπει.

Ὁ Βασιλεύς ἐπρόσταξεν κι ἐγράψασιν φερμάνιν

καί τό φερμάνιν ἐγραφεν τόν Ἀρκονταν νά πιάσουν,

στήν χάψιν νά τόν βάλουαιν καί νά τόν λογαριάσουν

εἲκοσι χρόνους παρεμπρός νά πιάσουν τά δεφτέρκα

καί νά τά παραδώσουσιν στοῦ Βασιλιᾶ τά χέρκα.

Τρες μέρες γρηγορώττερα, πριν νά 'ρτη τό φερμάνιν

ὁ Δραγουμνος τ' ἂκουσεν  ‘ς τήν Κύπρουν τό χαπάριν·

θέλεις ἓν θέλημαν θεοῦ κι ἒδωκέν του τήν χάριν,

στόν Ἀγιον Ἰάκωβον πάει καί μεταλάβει.

‘Πού τό σαράγιον ἒβκηκεν τό Σάβατον τό δεῖλις,

ἀκόμα δέν τό λόγιαζεν μηδέ ὁ Μουχσσίλης.

Ὁ  ἣλιος ἓν πόδυσεν, γεννήθην τό φεγγάριν,

ἐπέζεψεν ὁ τάτταρης, διᾶ του τό φερμάνιν.

Τῆς ὣρας δέν ἐγύρεψεν τόν Ἂρκονταν νά φέρῃ,

ὁ  ρκοντας τοῦ  ἒφυγεν κι ἐκεῖνος δέν τό ξέρει...

 

11. Από το Ἂσμα τοῦ  ἀπαγχονισμοῦ τοῦ  ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ τῷ 1821:

 

... Τοῦ ξυλαλᾶ  ἡ μυρωδιά, τοῦ μούσκου ἡ εὐωδία,

ἐλᾶτε ν' ἀάδροικήσετε, γέροντες καί παιδία·

ἐλᾶτε ν' ἀδροικήσετε μίαν καινούργιαν λίτην,

πού ἐπροξένησεν καημούς, ἀφανισμόν καί λύπην.

Τῆς  Ἐγγλιτέρας ὁ τσοχᾶς, τῆς Πόλης τό κουμάχιν,

ἂς ἒχη τό ἀνάθθεμαν πού ‘καμεν τήν ἀμάχην.

Τούς κεμικῆδες ὁ ππαρᾶς ἒν ζυμωμένος γαῖμαν,

καί πρῶτος ἒν Ἀλῆ Ππαςᾶς πού ‘στάθην κι ἐπολέμαν·

σηκώννει Τούρκους καί Ῥωμιούς καί σκάνταλα τούς βάλλει

κι ἐτάραξεν τήν Ρούμελην 'πό μιάν μερκάν ὠ ς ἀλλην.

Μέσα στήν Βασιλεύουσαν οι εἲδησες ἐπῆγαν

πς τι καί ἀν ἒγινεν ἒν τούς Ῥωμιούς αἰτία.

Ὁ Βασιλέας ἒστειλεν, φέρνει τόν Πατριάρχην

καί στοῦ  Ἐγγλέζου τόν ἐλτζῆν τόν ἒδωκεν ἀμάχιν.

Φουρτοῦναν κάμν' ἡ θάλασσα καί πάλε πουνατσάρει.

φωνάζει καί συνάουνται οὗλοι οι γιαννιτσάροι.

Ἂδε καμούς καί βάσανα, ἂδε καμούς καί χάλια,

ἐπρόσταξεν νά κόψουσιν τῆς Πόλης τά ριτσάλια·

κι ἐστάθησαν κι ἐκόψασιν ὡς δέκα χιλιάδες,

οὗλον μεγάλους ἂρκοντας κι οὗλον πραματευτάδες.

Τόν Πατριάρχην φέρνουοιν μαζίν μέ τόν Ἐφέσου,

καί τότες ὁ βεζίρης του ἐμβῆκεν ες τό μέσον·

λέγει του «βασιλέα μου, ἒν κρῖμαν κι ἀμαρτία

νά θανατώννῃς τόν ῥαγιᾶν χωρίς καμμιάν αἰτιαν.

Μήν θέλῃς νά ἀφανιστῇ τοιοῦτον περιβόλιν

πού τρώγ' ἡ βασιλεία σου κι ἐμεῖς οι δοῦλοι σ' λοι»..

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια