Κύπρος Ιστορία

Αχαιοί- Τα κυπριακά βασίλεια

Image

Σημαντικές πόλεις είχαν ήδη γνωρίσει ακμή στο νησί, κι όλες ήταν παραθαλάσσιες γιατί έτσι εξυπηρετούνταν οι εμπορικές τους δραστηριότητες με τον έξω κόσμο: η Έγκωμη στην ανατολική ακτή, η Λάπηθος στη βόρεια ακτή, η Παλαίπαφος στη νοτιοδυτική ακτή, δυο πόλεις στις δυο πλευρές της αλυκής της Λάρνακας στη νοτιοανατολική ακτή, κι ίσως κι άλλες. Σε τέτοιες παραθαλάσσιες πόλεις έφθασαν κι εγκαταστάθηκαν Μυκηναίοι έμποροι ήδη από τον 14ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Η περίοδος κατά την οποία εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο έμποροι από τις Μυκήνες συμπίπτει χρονολογικά με την εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού της Κρήτης, την ακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού και την επικράτηση των Μυκηναίων στον χώρο του Αιγαίου πελάγους.

 

Οι Μυκηναίοι έμποροι που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν αποκλειστικά και μόνο με την εμπορία του χαλκού. Αντίθετα, με βάση τους την Κύπρο, επεξέτειναν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι μαζί με τους Μυκηναίους εμπόρους είχαν έλθει κι εγκατασταθεί στην Κύπρο και τεχνίτες από την Αργολίδα της Πελοποννήσου. Ίσως ήταν προτιμότερη η κατασκευή εμπορεύσιμων στην Ανατολή αντικειμένων εδώ στην Κύπρο, παρά η μεταφορά τους από τη μακρινή Πελοπόννησο, μια μεταφορά που συνεπαγόταν αρκετούς θαλασσινούς κινδύνους με απώλειες και ζημιές. Η πληθώρα μυκηναϊκών αγγείων και άλλων ειδών που ανευρίσκονται στην Κύπρο, καθώς και των κυπριακής κατασκευής αντικειμένων με ζωηρή την επίδραση μυκηναϊκών και αιγαιακών στοιχείων που μάλιστα αναμειγνύονται και με κυπριακά, καθιστά σχεδόν βέβαιη την υπόθεση για την άφιξη κι εγκατάσταση στην Κύπρο Μυκηναίων τεχνιτών, που ασκούν τώρα στο νησί τις τέχνες τους. Μεταξύ του τεραστίου αριθμού μυκηναϊκών αγγείων που απαντώνται τώρα στην Κύπρο, προσφιλέστερα είναι τα αγγεία ζωγραφικού ρυθμού, με παραστάσεις κυρίως αρμάτων, ζώων και πουλιών. Οι Υκσώς, που λυμαίνονταν την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, συνετρίβησαν τελικά από τους Αιγυπτίους κι επεκράτησαν συνθήκες ασφαλέστερης διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ της Κύπρου και των γειτονικών της χωρών. Ίσως η ευεργεσία αυτή των Αιγυπτίων να ήταν που εκφράστηκε με την καταβολή εκ μέρους της Κύπρου κάποιου είδους φόρου, πληρωμένου στην Αίγυπτο με τάλαντα χαλκού, όπως προκύπτει από τις πινακίδες της Τελ ελ Αμάρνα που περιέχουν αλληλογραφία μεταξύ του (άγνωστου) βασιλιά της Αλασίας (Κύπρου) και του φαραώ Ακενατόν.

 

Εκτός όμως από τους Υκσώς, σε πινακίδες της Τελ ελ Αμάρνα και του Μπογκάζκιοϊ (Μικρά Ασία) υπάρχουν αναφορές και για επιδρομές κατά της Κύπρου των Λούκκι, προερχομένων από τη Μικρά Ασία, κατά τις αρχές του 14ου π.Χ. αιώνα. Ακόμη, στις πινακίδες του Μπογκάζκιοϊ υπάρχει και αναφορά για υποταγή της Κύπρου στους Χετταίους. Δεν υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις για μια τέτοια υποταγή και η σχετική αναφορά είναι, πιθανότατα, μια από τις συχνές σε ανατολικά κείμενα κομπαστικές εκφράσεις για μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

Τα κτερίσματα, πάντως, που προέρχονται από τους τάφους της εποχής αυτής της Ύστερης Χαλκοκρατίας, περιλαμβάνουν πολλά μυκηναϊκά αγγεία, χρυσά κοσμήματα, αντικείμενα από αλάβαστρο και φαγεντιανή, σκαραβαίους, σφραγιδοκύλινδρους, μέχρι και αυγά στρουθοκαμήλων και άλλα εξωτικά είδη που εισάγονταν, αποδεικνύουν δε τον πλούτο και την ευμάρεια που χαρακτήριζε μια, τουλάχιστον, τάξη του πληθυσμού, εκείνη των εμπόρων.

 

Οι έμποροι από τις Μυκήνες εισέδυσαν σταδιακά και στα ενδότερα του νησιού, και φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί και σε περιοχές όπως η Σίντα, η Αθηένου, ακόμη και η Λευκωσία. Σε αρκετές από τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν, και παρ' ότι έμποροι, επηρέασαν τους ντόπιους πληθυσμούς με τις γνώσεις και την πείρα τους και σε τομείς όπως ο στρατιωτικός. Έτσι σε χώρους όπως η Έγκωμη, το Κίτιον, η Σίντα και η Μάα - Παλαιόκαστρο (στην Πάφο), βλέπουμε να κτίζονται «κυκλώπεια» τείχη.

 

Οι σχέσεις των Μυκηναίων εμπόρων και, ίσως, και άλλων που ζούσαν κι εργάζονταν στην Κύπρο, με τον ντόπιο πληθυσμό, φαίνεται να ήσαν όχι μόνο αρμονικές αλλά και στενότερες ακόμη, κι αντικατοπτρίζονται και στις γενικότερες σχέσεις της Κύπρου με τις Μυκήνες, που κι αυτές εκφράζονται με το πολύτιμο δώρο (έναν βασιλικό θώρακα) που ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας χάρισε στον αρχηγό των Μυκηναίων — και όλων των Ελλήνων — Αγαμέμνονα, στις παραμονές της εκστρατείας στην Τροία, γεγονός που υπογραμμίζεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα.

 

Η Κύπρος, ωστόσο, δεν συμμετείχε στην πανελλήνια εκστρατεία κατά της Τροίας. Το γεγονός τούτο εξηγείται όχι μόνο από την απόσταση και τη γεωγραφική θέση της Κύπρου, αλλά και από το ότι παρά τις υπάρχουσες ήδη σχέσεις του νησιού με τον ελληνικό χώρο, ο εξελληνισμός του δεν είχε ακόμη επιτευχθεί, αλλά έμελλε να συντελεστεί μετά το τέλος του θρυλικού εκείνου πολέμου.

 

Ο μαζικός, κατά αλλεπάλληλα κύματα, αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς συνδέθηκε στις αρχαίες παραδόσεις με το τέλος του Τρωικού πολέμου και τις περιπλανήσεις των Ομηρικών ηρώων που επέστρεφαν μαζί με τους πολεμιστές, τους σκλάβους και τα λάφυρά τους, από την πυρπολημένη και λεηλατημένη Τροία. Ωστόσο θεωρείται σήμερα βέβαιο ότι αιτία του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς (όπως κι ο αποικισμός από τους ιδίους των ακτών της Μικράς Ασίας καθώς και άλλων περιοχών), οφείλεται σε εκτοπισμό τους από τους ισχυρότερους Δωριείς μετά την κάθοδο των τελευταίων μέχρι την Πελοπόννησο.

 

Μεταξύ των αρχηγών των Ελλήνων αποίκων αναφέρονται εν πάση περιπτώσει ο Τεύκρος ο Τελαμώνιος, αδελφός του Αίαντα, που ίδρυσε στην Κύπρο τη Σαλαμίνα, ο Αγαπήνωρ από την Αρκαδία, που ίδρυσε τη Νέα Πάφο, ο Χαλκάνωρ, ιδρυτής της πόλης του Ιδαλίου, ο Πράξανδρος από τη Λακωνία, που ίδρυσε τη Λάπηθο, ο Χύτρος, που έδωσε το όνομά του στην πόλη των Χύτρων, τη σημερινή Κυθρέα, ο Δημοφών, που ίδρυσε την πόλη Αίπεια, κοντά στους Σόλους, ο Ακάμας, που ίδρυσε την Ακαμαντίδα και έδωσε το όνομά του στη δυτική χερσόνησο της Κύπρου. Οι κάτοικοι του Κουρίου, σύμφωνα προς μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, θεωρούσαν τους εαυτούς των ως απογόνους Αργείων αποίκων, ενώ και άλλες πόλεις που ιδρύθηκαν στο νησί διέσωσαν ονομασίες αρχαίων ελληνικών πόλεων, που αντικατοπτρίζουν τις μνήμες που έφεραν οι νέοι άποικοι μαζί τους (Κερύνεια, Δύμες, Ασίνη κ.α.).

 

Ο Ηρόδοτος διασώζει μαρτυρία ότι μεταξύ του κυπριακού πληθυσμού, επί των ημερών του, περιλαμβάνονταν απόγονοι Αθηναίων, Αργείων, Αρκάδων, Σαλαμινίων και άλλων αποίκων από διάφορα ελληνικά μέρη. Θα πρέπει ν' αποδεχθούμε ότι εκτός από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), η Κύπρος δέχθηκε στη συνέχεια και άλλους αποίκους από διάφορα ελληνικά μέρη. Γι’ αυτό κι είναι επιτρεπτό όταν ομιλούμε για αποικισμό του νησιού από Αχαιούς, με τον όρο Αχαιοί να εννοούμε όλους τους Έλληνες, πράγμα που απαντάται και στα Ομηρικά έπη, κι όχι μόνο τους Μυκηναίους.

 

Είδαμε ότι ήδη πριν από τον Τρωικό πόλεμο βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο Μυκηναίοι έμποροι και, ίσως, και τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων. Συνεπώς οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου κι ελληνικού χώρου υφίσταντο και τα κύματα των Αχαιών αποίκων που έφθασαν αργότερα, έπλευσαν ακολουθώντας έναν γνωστό ήδη, και πολυσύχναστο, θαλάσσιο εμπορικό δρόμο, κι όχι πλέοντας στα τυφλά, προς το άγνωστο, και φθάνοντας τυχαία είτε παρασυρόμενοι από θαλασσοταραχή, όπως θέλει η αρχαία παράδοση.

 

Ο αποικισμός του νησιού από τους Έλληνες πραγματοποιήθηκε μεταξύ   14ου και 11ου π.Χ. αιώνα. Τότε ιδρύθηκαν και οι νέες πόλεις, που σύντομα οργανώθηκαν σε βασίλεια.

 

Στις αρχαίες πηγές αναφέρονται δώδεκα συνολικά κυπριακά βασίλεια που είναι:

1. Αμαθούντος

2. Ιδαλίου

3. Κιτίου

4. Κουρίου

5. Λαπήθου

6. Λήδρας

7. Μαρίου

8. Πάφου

9. Σαλαμίνος

10. Σόλων

11. Ταμασσού

12. Χύτρων

 

Τα πολλά και ανεξάρτητα βασίλεια, που ιδρύθηκαν μετά τον αποικισμό του νησιού από τους Αχαιούς, αντικατέστησαν το ένα κι ενιαίο κυπριακό βασίλειο που πιθανώτατα κάλυπτε ολόκληρο το νησί με την εξουσία του πριν από τον αποικισμό. Τα νέα βασίλεια, που οργανώθηκαν στον τύπο της πόλης-κράτους, εκτός από τις ίδιες τις πόλεις που έγιναν οι έδρες τους, κατείχαν και μικρότερες ή μεγαλύτερες εκτάσεις κυπριακής γης γύρω από τις πρωτεύουσές τους. Άλλα απ' αυτά θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ήσαν πλουσιότερα (με περισσότερες εκτάσεις γης για καλλιέργειες ή με φυσικούς πόρους για εκμετάλλευση) και άλλα φτωχότερα. Τα περισσότερα είχαν παραθαλάσσια πόλη-πρωτεύουσα, με λιμάνι.

 

Εφόσον ιδρυτές των νέων βασιλείων ήσαν οι Αχαιοί άποικοι, οι οποίοι κι είχαν σε σχετικά σύντομο διάστημα κυριαρχήσει επί του ντόπιου πληθυσμού και καταστεί η άρχουσα τάξη, τα βασίλεια ήσαν ελληνικού τύπου με Έλληνες βασιλιάδες. Δεν επέζησαν όμως μέχρι τέλους του θεσμού των βασιλείων και τα δώδεκα, και δεν παρέμειναν όλα καθαρά ελληνικά. Μερικά καταργήθηκαν γρηγορότερα, ενώ άλλα (όπως το Ιδάλιον και η Ταμασσός) υποδουλώθηκαν σε άλλα (στην περίπτωση των δυο που αναφέρθηκαν, η υποδούλωσή τους έγινε στο Κίτιον). Το Κίτιον, πάλι, περιήλθε κατά την Κυπρογεωμετρική εποχή στην κατοχή Φοινίκων αποίκων και στο εξής παρέμεινε ως η κυριότερη αποικία και βάση των Φοινίκων στο νησί. Επίσης, κατά καιρούς, τα υπόλοιπα βασίλεια απέκτησαν είτε Φοίνικες είτε φιλοπέρσες ηγεμόνες.

 

Κατά την περίοδο του αποικισμού της Κύπρου από τους Αχαιούς, το νησί δέχθηκε επιδρομές των λεγομένων Λαών της Θάλασσας. Επρόκειτο για τους Φιλισταίους, ένα κράμα τυχοδιωκτών από διάφορα μέρη της Μεσογείου, που έκαναν επιδρομές και λεηλασίες. Στην Κύπρο οι επιδρομείς έπληξαν τις παραλιακές, κυρίως, πόλεις. Οι Φιλισταίοι κατέληξαν σε εγκατάσταση στην Παλαιστίνη, όπου το 1191 π.Χ. τους έπληξε καίρια ο φαραώ Ραμσής Γ' που έθεσε τέρμα στην από μέρους των απειλή.

 

Περί το τέλος της εποχής του Χαλκού, δηλαδή κάπου μεταξύ 1150 και 1050 π.Χ., η Κύπρος επλήγη από ισχυρούς σεισμούς που προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Μερικές από τις μεγάλες πόλεις του νησιού, όπως η Έγκωμη, που υπέστησαν εκτεταμένες καταστροφές, εγκαταλείφθηκαν.   Άλλες πόλεις όπως το Κίτιον και η Παλαίπαφος, ανοικοδομήθηκαν. Επειδή η περίοδος αυτή των καταστροφών χρονολογικά συμπίπτει περίπου με την άφιξη του τελευταίου μεγάλου κύματος Αχαιών αποίκων, οι άποικοι αυτοί δεν εγκαταστάθηκαν, όπως οι προηγούμενοι, στις υπάρχουσες πόλεις αλλά οικοδόμησαν καινούργιες.

 

Η εγκατάσταση Αχαιών αποίκων στην Κύπρο είχε επηρεάσει καίρια ολόκληρο το νησί. Δεν γνωρίζουμε ποιες ήσαν ακριβώς οι αρχικές σχέσεις τους με τους ντόπιους κατοίκους, τους λεγόμενους Ετεοκυπρίους. Εάν όμως αποδώσουμε τις εκτεταμένες καταστροφές της εποχής αυτής σε φυσικά αίτια όπως οι σεισμοί (που είναι το πιο πιθανό, σύμφωνα και προς τα ανασκαφικά δεδομένα) και στις επιδρομές των Λαών της Θάλασσας για τις οποίες γίνεται μνεία, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο δεν έγινε βίαια. Τουλάχιστον δεν μαρτυρείται από τα αρχαιολογικά δεδομένα οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας βίαιη εξέλιξη που να επιτρέπει την υπόθεση ότι οι Αχαιοί εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ύστερα από πολεμική επιβολή τους επί των Ετεοκυπρίων.

 

Σύντομα, όμως, οι άποικοι κυριάρχησαν επί του ντόπιου πληθυσμού πολιτικά και πολιτιστικά, με την από μέρους τους δε οργάνωση των πόλεων σε βασίλεια, σύμφωνα προς την πείρα που διέθεταν, συγκέντρωσαν στα χέρια τους την εξουσία (βλέπε λήμμα βασίλεια, καθώς και χωριστά λήμματα για την κάθε πόλη, όπου περιγράφεται η ιστορική πορεία της κάθε μιας ξεχωριστά).

 

Εκτός από την πολεμική πείρα τους, οι Αχαιοί έφεραν μαζί τους στη νέα τους πατρίδα και τις γνώσεις τους στους λοιπούς τομείς (όπως για παράδειγμα η αρχιτεκτονική). Έφεραν ακόμη μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία τους, τις ικανότητές τους σε τέχνες (όπως για παράδειγμα η μεταλλοτεχνία που θα γνωρίσει τώρα μια νέα ανάπτυξη), γενικά τον πολιτισμό τους. Όπως όμως ήταν φυσικό, σημαντικά στοιχεία του δικού τους πολιτισμού σύντομα όσο και μοιραία αναμείχθηκαν με στοιχεία του πολιτισμού των Ετεοκυπρίων, δίνοντας τελικά μια νέα όσο κι ενδιαφέρουσα σύνθεση. Αλλά και στους αιώνες που ακολούθησαν, κι επειδή γεωγραφικά η Κύπρος βρίσκεται σε ένα καίριο σταυροδρόμι, δεν έλειψαν οι συνεχείς ξένες επιδράσεις και κυρίως οι επιδράσεις από την Ανατολή. Έτσι στην Κύπρο συναντήθηκαν, μετά την άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών, ο δυτικός κι ο ανατολικός πολιτισμός, και από την ανάμειξη αυτή εξελίχθηκε ο πολυσύνθετος αρχαίος Κυπριακός πολιτισμός. Οι επαφές και με τον ελληνικό χώρο συνεχίστηκαν, μάλιστα τώρα αυξήθηκαν. Έτσι σαν σταυροδρόμι, η Κύπρος δεν έπαιρνε μόνο αλλά έδινε κιόλας. Στον τομέα της θρησκείας, για παράδειγμα, είναι αποδεκτό ότι πολλές από τις σημιτικές, αιγυπτιακές και άλλες θεότητες της Ανατολής εξήχθησαν στην Ελλάδα μέσω Κύπρου, κι εκεί προσαρμόστηκαν στις τοπικές συνθήκες κι εξελίχθηκαν σε θεότητες του ελληνικού πανθέου, για να επανέλθουν στην Κύπρο με τη νέα, ελληνική υπόστασή τους. Βλέπουμε έτσι να λατρεύονται κατά καιρούς στην Κύπρο θεότητες καθαρά ελληνικές, θεότητες ανατολικές που εξελληνίστηκαν, θεότητες αιγυπτιακές, θεότητες φοινικικές κλπ. Η Αφροδίτη-Αστάρτη είναι ένα παράδειγμα. Ο Ηρακλής-Μελκάρτ είναι επίσης ένα παράδειγμα. Η Αθηνά - Ανάτ, επίσης, όπως κι ο Δίας-Άμμων κλπ.

 

Παρ' όλες όμως τις ανατολικές επιδράσεις, όσο κι αν αυτές κατέλιπαν τα ίχνη τους και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του Κυπριακού πολιτισμού, μάλιστα δε παρ’ όλη τη μακρόχρονη υποδούλωση του νησιού σε λαούς της Ανατολής (κυρίως στους Πέρσες) που ακολούθησε, αξιοθαύμαστο παραμένει το γεγονός ότι από τούδε και στο εξής η Κύπρος θα διατηρήσει την ελληνικότητά της και δεν θα επηρεαστεί σε καίριο βαθμό από πλησιέστερους σ' αυτήν ανατολικούς πολιτισμούς.

 

Ο εξελληνισμός του νησιού, που συνέβη μετά την άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών/ Ελλήνων, θα είναι τελεσίδικος και θ' αντέξει στον χρόνο.

 

Πηγή: 

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image