Η ιστορία της κυπριακής γεωργίας στα χρόνια της Αγγλοκρατίας αποτελεί μια νευραλγική πτυχή της αποικιακής παρεμβατικότητας στην κυπριακή καθημερινότητα και στην αλλαγή μακραίωνων νοοτροπιών και αντιλήψεων. Οι βρετανικές πηγές, ακόμη και στις δεκαετίες 1920 και 1930, μιλώντας για την κυπριακή γεωργία υποστηρίζουν ότι βρισκόταν, εν πολλοίς, στην εποχή του Ησιόδου και του Ομήρου: «Η Γεωργία ελάχιστα διάφερε απ' ό,τι αυτή υπήρξε κατά τις προηγούμενες χιλιετηρίδες», όπως χαρακτηριστικά έγραφε στα 1918 Βρεττανός αξιωματούχος που υπηρέτησε στο νησί (C.W.J. Orr, Cyprus Under British Rule, London, 1918).
Η κατάσταση, βέβαια, ήταν αναμενόμενη και εν πολλοίς απότοικο της πλήρους αδιαφορίας και εγκατάλειψης της Κύπρου και των κατοίκων της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικά στις τελευταίες δεκαετίες της, αλλά της μακράς περιόδου ανομβρίας που έπληξε τον τόπο στη δεκαετία του 1870.
Η παρέμβαση των Βρετανών, όπως σε όλους τους τομείς της ζωής των κατοίκων του μεγαλύτερου νησιού της Ανατολικής Μεσογείου, δεν ήρθε άμεσα, όμως υπήρξε δραστική. Κομβικό σημείο για την ιστορία και την ανάπτυξη της κυπριακής γεωργίας ήταν ο διορισμός ως πρώτου διευθυντή Γεωργίας (1896-1904) του Παναγιώτη Γεννάδιου, ενός από τους πρώτους επιστήμονες Έλληνες γεωπόνους, με σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, γιου του μεγάλου δασκάλου του γένους, Γεώργιου Γεννάδιου και αδελφού του κορυφαίου διπλωμάτη Ιωάννη Γεννάδιου, πρέσβη για σειρά ετών στο Λονδίνο. Ο Παναγιώτης Γεννάδιος μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο θεμελιωτής της νεότερης κυπριακής γεωργίας. Ελάχιστοι άνθρωποι επηρέασαν τόσο καταλυτικά την εξέλιξη ενός τόσο ζωτικού τομέα της κυπριακής κοινωνίας όσο ο Έλληνας γεωπόνος, που συνδύαζε τη σύγχρονη επιστημονική γνώση με την ικανότητα της εκλαϊκευτικής μετάδοσής της, σε μια εποχή όπου τα 5/6 των Κυπρίων ζούσαν στην ύπαιθρο και ασχολούνταν με τη γεωργία.
Άλλος, παράλληλος, πυλώνας των βρετανικών αλλαγών ήταν η ίδρυση της γεωργικής και κτηνοτροφικής έπαυλης στην Αθαλάσσα (μετά το 1925, μετονομάστηκε σε «Κυβερνητική Έπαυλη»). Βοήθησαν επίσης στην ίδια κατεύθυνση και στην εισαγωγή νέων καλλιεργειών και η ίδρυση κατά τόπους φυτωρίων, η λειτουργία της Γεωργικής Σχολής, η προσπάθεια για τη διάδοση των σχολικών κήπων, η συστηματική καταπολέμηση της ακρίδας και των τρωκτικών, η προσπάθεια επίλυσης του αρδευτικού προβλήματος, η κυκλοφορία ενημερωτικών βιβλίων και περιοδικών, η παράλληλη φροντίδα για την ανάπτυξη των δασών. Καθοριστική ήταν και η έλευση στην Κύπρο των πρώτων ντόπιων γεωπόνων, πολύ πριν την ίδρυση της Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι Γεώργιος Ζήνων, Χριστόδουλος Ιερωνύμου, Αντώνης Κλόκκαρης, Χριστόδουλος Πελαγίας, Προκόπης Συμεωνίδης. Κορυφαίος αυτής τη γενιάς των πρώτων Κυπρίων γεωπόνων ο Άνθιμος Πανάρετος, μια μεγάλη μορφή της ιστορίας της κυπριακής γεωργίας.
Βλέπε λήμμα: Πάρκο Αθαλάσσας
Ένα από τα προβλήματα των Αγροτών ήταν οι αρκετοί φόροι που ήσαν δυσβάστακτοι για τον αγρότη οι οποίοι επί Αγγλοκρατίας διατηρήθηκαν για πολλά ακόμα χρόνια. Κάποιοι καταργήθηκαν και καινούργιοι επιβλήθηκαν. Ο Άγγλος διευθυντής Γεωργίας Γουίλλιαμ Μπέβαν (1913-1924) σημειώνει στο βιβλίο του Notes on Agriculture in Cyprus (1919) πως η δεκάτη αποτελούσε την κύρια πηγή προσόδων της (αποικιακής) κυβέρνησης. Η φορολογία της δεκάτης, που ίσχυε μέχρι το 1926, κάλυπτε σε είδος τα δημητριακά κυρίως, και το 1/10 της γεωργικής παραγωγής συγκεντρωνόταν στις κυβερνητικές αποθήκες. Σε άλλα προϊόντα, όπως τα χαρούπια, ο φόρος της δεκάτης εισπρασσόταν σε χρήμα με βάση τις εξαγωγές, ενώ χρηματικός φόρος κάλυπτε και την εξαγωγή γλυκάνισσου, βαμβακιού, σταφίδας, μεταξιού και άλλων προϊόντων. Φορολογούνταν επίσης τα πρόβατα, οι αίγες και οι χοίροι με 3 3/4, 5 και 4 1/2 γρόσια αντιστοίχως κατά κεφαλήν στα 1920.
Βλέπε λήμμα: Δεκάτη
Για την κατασκευή αγροτικών δρόμων και βάσει του νόμου «περί χωρικών οδών», όλοι οι αγρότες από 18- 60 χρόνων υποχρεούντο σε αγγαρεία 6 ημερών.
Μόλις το 1904-1905 άρχισαν να εισάγονται στην Κύπρο από την κυβέρνηση «βελτιωμένα γεωργικά ἐργαλεῖα καί μηχαναί καί πωλοῦνται εἰς τό ἣμισυ τῆς ἀξίας των», σύμφωνα με είδηση στην εφημερίδα Κυπριακή Ἐφημερίς, Μηνιαία Ἐπιθεώρησις της Γεωργίας, Βιομηχανίας και Ἀρχαιολογίας της Κύπρου, (τ. 1, αρ. 1, Ιαν. 1904).
Στην ίδια εφημερίδα αναγράφεται και η είδηση ότι «τό Γεωργικόν Συμβούλιον ἐπιθυμεῖ νά εἰσαγάγῃ εἰς τήν Νῆσον τήν χρῆσιν τῶν ἀλωνιστικῶν μηχανῶν», ενώ ο διευθυντής Γεωργίας Π. Γεννάδιος «ἠδυνήθη νά κατανίκηςῃ τάς εἰδικάς δυσχέρειας καί κατόπιν πολλῶν κόπων καί δοκιμῶν κατασκεύασε μια τέτοια μηχανή ἣτις... ἀπεδείχθη ἐπιτυγχάνουσα πλήρως τήν τε ἀποχώρισιν καί... διαλογήν ἃπαντος τοῦ καρποῦ, ὡς καί τήν κατάλληλον παρασκευήν τοῦ ἀχύρου προς διατροφήν τῶν κτηνῶν.»
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία η αξία των εισαχθέντων γεωργικών εργαλείων και μηχανημάτων στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν:
Χρόνος | Αξία |
---|---|
1900 | £241 |
1901 | £21 |
1902 | £9 |
1903 | £265 |
1904 | £513 |
1905 | £119 |
Αν κι έγιναν αρκετά βελτιωτικά έργα, έγιναν ωστόσο και αρκετοί ανόητοι πειραματισμοί. Στην Κυπριακή Εφημερίδα, για παράδειγμα, του Απριλίου 1913, και κάτω από τον τίτλο «Νέα πηγή πλούτου δια την Κύπρον», διαβάζουμε την είδηση ότι μεταξύ των νέων αποκτημάτων της κεντρικής έπαυλης Αθαλάσσας (που ανήκε στην κυβέρνηση από το 1903), περιλαμβάνονταν και 5 στρουθοκάμηλοι, τρεις μεγάλοι και δύο μικροί, που «ελπίζεται ότι θα αναπτυχθούν και πολλαπλασιασθούν» και ότι σύντομα θ' αποτελέσουν «μίαν νέαν πηγήν πλούτου».
Ωστόσο σταθμός για την αγροτική ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί η ίδρυση Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, στα 1938. Το 1942 ιδρύθηκε η Παναγροτική Ένωσις Κύπρου (ΠΕΚ), και τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ένωση Αγροτών Κύπρου (ΕΑΚ), που αργότερα μετονομάστηκε σε Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ). Με την ίδρυση αγροτικών οργανώσεων ο Κύπριος αγρότης μπόρεσε να διεκδικήσει οργανωμένα και να προωθήσει συλλογικά διάφορα βασικά αιτήματά του που στόχευαν στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για τον ίδιο και για την οικογένειά του.
Ακτήμονες
Πρέπει ν' αναφερθεί εδώ ότι, με βάση τις εκτιμήσεις της αποικιακής κυβέρνησης της Κύπρου, στο διάστημα του μεσοπολέμου περισσότεροι από το 20% των Κυπρίων αγροτών εξακολουθούσαν να είναι ακτήμονες, ενώ ένα άλλο ποσοστό 10% περίπου κατείχαν μεν γη, αλλά ανεπαρκή για να θρέψει μια οικογένεια. Μόνο ένα ποσοστό γύρω στα 3% (2.500 αγροτικές οικογένειες περίπου) ήσαν κάτοχοι αγροτικής γης τέτοιας που να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες συντήρησής τους. Έτσι η τοκογλυφία που επιβαλλόταν πάνω στα πλατιά αγροτικά στρώματα και τ' απομυζούσε, εξακολουθούσε ν' αποτελεί πραγματική μάστιγα. Το νόμιμο ποσοστό τόκου ήταν 9%, αλλά σχεδόν ποτέ δεν ετηρείτο, και στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ αγροτών και τοκογλύφων τούτο ήταν κατά κανόνα πολύ πιο ψηλό, φυσικά σε βάρος του φτωχού αγρότη, ο οποίος είχε ν' αντιμετωπίσει και αρκετές άλλες κοινωνικές ασθένειες, όπως ο θεσμός της προίκας για τις κόρες του. Οι επισκοπές, τα μοναστήρια, οι εκκλησίες και τα αντίστοιχα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα, εξακολουθούσαν να είναι οι κάτοχοι των πλουσιοτέρων και των περισσοτέρων αγροτικών εκτάσεων.
Κατά την ίδια περίοδο του μεσοπολέμου, άρχισε να δημιουργείται ένας αγροτικός πληθυσμός που ανερχόταν (το 1920-1925) γύρω στις 20.000, και ο οποίος εργαζόταν παράλληλα στα μεταλλεία, κυρίως του αμιάντου, καθώς και στη βιομηχανία ασβέστη. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο του Κυπρίου ημιεργάτη - ημιαγρότη. Παρόλα αυτά, η αγροτική ζωή εξακολουθούσε ν' αποτελεί τη βάση της κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας, διαπίστωση που την είχε κάνει κι ο κυβερνήτης του νησιού Ρόναλντ Στορρς (1926-1932), γράφοντας ότι «οι αγρότες αποτελούν το πραγματικό μέλλον της αποικίας».
Βλέπε λήμμα: Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου
Η αντίδραση των αγροτικών στρωμάτων ενάντια στην οικονομική και κοινωνική καταπίεση, που εκφραζόταν με ποικίλους τρόπους, ήταν ένας από τους κύριους συντελεστές που οδήγησαν στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κύπρου (1926), με βάση τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς και με βασικούς στόχους, μεταξύ άλλων, την κατάργηση των αγροτικών χρεών και την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής και της τσιφλικάδικης περιουσίας.
Πολιτικοποίηση
Ο Κύπριος αγρότης αρχίζει πια να πολιτικοποιείται και να εγκαταλείπει την μέχρι τότε παθητική συνήθως στάση έναντι των αφεντάδων του, ξένων και ντόπιων. Συμμετέχει ενεργά στην εξέγερση του Οκτωβρίου 1931, στα γνωστά Οκτωβριανά, που μέχρι σ' ένα μεγάλο βαθμό αποτελούσαν κι ένα ξέσπασμα ενάντια στην οικονομική και κοινωνική καταπίεση του πληθυσμού. Το 1954, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος με ομιλία του κατά την δεύτερη Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση στη Λευκωσία στις 23 Ιουλίου, διαπιστώνει ότι ἡ οἰκονομική καταπίεσις χρησιμοποιεῖται ὑπό τῆς (αποικιακής) κυβερνήσεως ὡς τό κυριότερον ὃπλον πολιτικῆς διαφθορᾶς καί ἐθνικῆς διαβρώσεως. Αναλύοντας δε και την κατάσταση της αγροτικής ζωής, ο Μακάριος δίνει, στην ίδια ομιλία του, αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία: Η παραγωγή σιταριού ολοένα μειωνόταν (1.261.005 κιλά το 1951,2.076.044 κιλά το 1952, έναντι 2.253.327 κιλών το 1895), παρά την αύξηση του πληθυσμού κατά 25%. Ἡ κατάστασις τοῦ Κυπρίου ἀγρότου, προσθέτει ο Μακάριος, εἶναι σήμερον (1954) ἀπελπιστική. Τά προϊόντα του δέν εὑρίσκουν ἀγοράς. Τά ἐνυπόθηκα δάνεια τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ συνεχῶς ἀνέρχονται... Ὡς πρός τήν ἂρδευσιν τῶν γαιῶν τραγική εἶναι ἡ κατάστασις. Ἀπό τήν καλλιεργήσιμον γῆν ἣτις ἀνέρχεται εἰς 3.246.000 στρέμματα, μόνον 468.000 στρέμματα, ἢτοι περίπου 7% ἀρδεύονται, κι ἀπ' αὐτά, τά 319.000 στρέμματα ἀρδεύονται με ἐποχιακά ὓδατα... Διαπιστώνει ακόμα ο αρχιεπίσκοπος ἒλλειψιν προστασίας τῆς παραγωγῆς, έλλειψη μέριμνας διά τήν πτώσιν τοῦ κόστους της, κυβερνητική αδιαφορία για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων, καθώς και έλλειψη ενδιαφέροντος για την καταπολέμηση των διαφόρων φυτικών ασθενειών, ενώ ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν γεωργῶν ὑπό τῶν τοκογλύφων δέν ἐξέλιπεν.
Βλέπε λήμμα: Ίδρυση των πρώτων τραπεζών
Ακόμα ο Μακάριος διαπιστώνει ότι η αποικιακή κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον Συνεργατισμό και την Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα (ιδρύθηκε το 1938) για νά ἀγρεύση ὀπαδούς καί νά δημιουργήση φιλοκυβερνητικούς πυρῆνας... Μέ ἂλλους λόγους καί ὁ συνεργατικός θεσμός διά τόν ὁποῖον ἡ κυβέρνησις ὑπερηφανεύεται ὃτι δι' αὐτοῦ κατηργήθη ἡ τοκογλυφία, παρέχονται δάνεια, προμηθεύονται οἱ ἀγρόται λιπάσματα καί ἂλλα εἲδη, εἶναι συγχρόνως καί μέσον κυβερνητικῆς ἐπιρροῆς ἐπί τοῦ ἀγροτικοῦ πληθυσμοῦ. (Α. Παυλίδη, Μακάριος, Ἱστορικά Ντοκουμέντα, Λευκωσία, 1980, σσ. 164- 170).
Κατά την τετράχρονη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959) η ύπαιθρος ήταν βασικά εκείνη που υπέφερε από τα ποικίλα στρατιωτικά μέτρα των Άγγλων (έρευνες, συλλήψεις, ανατινάξεις σπιτιών, πολυήμεροι περιορισμοί και αποκλεισμοί χωριών κ.α.), ενώ ο αγροτικός πληθυσμός ήταν ο κύριος τροφοδότης της ΕΟΚΑ σε μαχητές -αντάρτες καθώς και σε τρόφιμα και άλλα εφόδια για τη συντήρησή της. Αλλά κι από τις τάξεις της αγροτιάς προέρχονταν όλοι σχεδόν οι επώνυμοι ήρωες και όλα τα θύματα του αγώνα.
Το υπουργείο Γεωργίας
Μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ίδρυση του υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, ενός από τα πιο σημαντικά υπουργεία, και με βάση τα διάφορα πενταετή προγράμματα αναπτύξεως, έγινε πραγματική προσπάθεια για ανάπτυξη της αγροτικής ζωής σ' όλους τους τομείς. Επίσης το Συνεργατικό Κίνημα, στα χέρια πια της κυπριακής κυβέρνησης, μπόρεσε ν' αναπτυχθεί και να προσφέρει ουσιαστική και σημαντική βοήθεια στον Κύπριο αγρότη. Τα πλείστα όσα αναπτυξιακά προγράμματα που σχεδιάστηκαν κι εφαρμόστηκαν από το 1960 κι ύστερα, περιλάμβαναν, ανάμεσα σ' άλλα, κατασκευή υδατοφραχτών κι αρδευτικών έργων, ανάπτυξη και βελτίωση του οδικού δικτύου και των αγροτικών δρόμων, παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους, εξασφάλιση αγορών για τα προϊόντα, παροχή αποζημιώσεων στους αγρότες σε περιπτώσεις θεομηνιών, ανομβριών κλπ., παροχή συμβουλών για βελτίωση των ποικιλιών διαφόρων προϊόντων, εισαγωγή και καλλιέργεια νέων φυτικών ειδών, βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αγροτών, επιμόρφωση και εκπαίδευση του αγροτικού πληθυσμού, εκμοντερνισμό των μεθόδων καλλιέργειας, εισαγωγή και χρήση του συστήματος θερμοκηπίων, εισαγωγή και χρήση μεθόδων οικονομίας του νερού, αναδασώσεις, ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, αποτελεσματική καταπολέμηση των ασθενειών των φυτών και των ζώων και πολλά άλλα.
Εισβολή
Η εμφανής ανάπτυξη και η αλματώδης πρόοδος που είχε σημειωθεί από το 1960 μέχρι το 1974, ανεκόπη από τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974. Η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα να προσφυγοποιηθεί ο μισός σχεδόν αγροτικός πληθυσμός και να βρεθεί υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή η βασικότερη αγροτική περιοχή του νησιού, που περιλαμβάνει τον σιτοβολώνα της Μεσαορίας, τους κήπους εσπεριδοειδών των περιοχών Μόρφου - Κερύνειας και Αμμοχώστου και την περιοχή Καρπασίας. Ο Κύπριος γεωργός που αγωνίστηκε για αιώνες πολλούς κάτω από άθλιες συνθήκες και σκληρά καθεστώτα μέχρι που να κατορθώσει να φτάσει σ' ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής, δέχτηκε στα 1974 τη λαίλαπα του πολέμου. Ο πρόσφυγας γεωργός παρέμεινε χωρίς περιουσία, διωγμένος από τη γη του, με μόνο του όπλο τα χέρια του. Και τη θέλησή του ν' αγωνιστεί ξανά.
Πηγές: