Κατά την περίοδο των Λουζινιανών (1192 -1489) οι παλαιότερες κοινωνικές διαιρέσεις συνεχίστηκαν κι οι (δουλο)πάροικοι της Βυζαντινής Εποχής περιήλθαν στη δικαιοδοσία των φεουδαρχών-στελεχών του νέου καθεστώτος. Η γη διανεμήθηκε ανάμεσα στο κράτος (δημοσιακή), στον βασιλιά (βασιλική) και στους μεγαλογαιοκτήμονες τόσο λαϊκούς όσο και εκκλησιαστικούς, όπως και επί Βυζαντινών. Ανάμεσα στους τελευταίους ήσαν και μερικοί Έλληνες λαϊκοί, που συμβιβάστηκαν με τους Φράγκους και σταδιακά εκλατινίστηκαν θρησκευτικά, αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία στερήθηκε το μέγιστο μέρος των γαιών και των παροίκων της, που τους πήρε η νεοϊδρυμένη Λατινική.
Βλέπε λήμματα: Λατίνοι και Λατινική Εκκλησία της Κύπρου
Οι πάροικοι πλήρωναν ετήσιο φόρο κατά κεφαλήν, αυξημένο από τους Φράγκους, το βυζαντινό καπνικόν (charage), και υπόκειντο σε αγγαρεία, δηλαδή υποχρεωτική εργασία δυο ή τριών ημερών την εβδομάδα στα κτήματα του κυρίου των, ο οποίος έπαιρνε και το 1/3 της παραγωγής των αγρών, με εξαίρεση το σπόρο. Είχαν τη θέση ζώων και οι κύριοί των εδικαιούντο να τους επιβάλουν κάθε ποινή, εκτός του θανάτου και του ακρωτηριασμού. Ο γάμος παροίκων που ανήκαν σε δυο διαφορετικούς κυρίους υπόκειτο σε ειδικούς νομικούς περιορισμούς, που μεταρρυθμίστηκαν στα 1468 από τον Ιάκωβο Β'.
Μια δεύτερη τάξη ήταν οι περπυριάριοι, αρχικά στρατιωτικοί πάροικοι, που ελευθερώθηκαν κι αυτοί και τα παιδιά τους, αλλά για τις γαίες και τα προϊόντα τους κατέβαλλαν τους ίδιους φόρους όπως κι οι πάροικοι. Ο ετήσιος φόρος τους, που αναγόταν στη βυζαντινή στρατεία, ήταν 15 υπέρπυρα πληρωτέα στους κυρίους των. Ανάμεσά τους ήταν αρχικά και πολλοί πλούσιοι αστοί της Λευκωσίας, που εξαγόρασαν την παροικιακή θέση τους με χρήμα προς τον Πέτρο Α' (1359-1369), για κάλυψη των δαπανών των ταξιδιών του, και στα τέλη της Βενετοκρατίας (1489-1570/1) είχαν μείνει πολύ λίγοι.
Τρίτη κατηγορία ήταν οι λεύτεροι ή ελεύθεροι (όπως και στις βυζαντινές πηγές) ή φραγκομάτοι, πρώην πάροικοι που ελευθερώθηκαν μαζί με τα παιδιά τους από τις παροικιακές υποχρεώσεις, με καταβολή ποσού στον κύριό τους ή με τη δική του θέληση. Οι γαίες και τα προϊόντα τους ήσαν ελεύθερα, εκτός ενός ποσοστού των τελευταίων, 1/5 ως 1/10, που καταβαλλόταν ακόμη. Εργάζονταν στα κτήματα του κυρίου των με συμφωνημένο μικρομισθό αν ήθελαν. Τα παιδιά από γάμους μεταξύ ελευθέρων και παροίκων συνήθως γίνονταν πάροικοι. Οι ελεύθεροι υπάγονταν στη δικαιοδοσία των συνήθων δικαστικών και αστικών αρχών και όχι του φεουδάρχη, και πλήρωναν φόρο μόνο στο βασιλιά για μερικά προνόμια που πήραν από αυτόν, και για το αλάτι. Μερικοί ελεύθεροι μπορούσαν να ήσαν εξαρχής έτσι, εγκαθιστάμενοι πρόσφατα στις γαίες μιας κοινότητας χωρίς να προηγηθεί δουλοπαροικία γι’ αυτούς.
Βυζαντινοί ευγενείς
Ιδιόρρυθμη αγροτοαστική τάξη ήταν αριθμός παλαιών Βυζαντινών ευγενών που αστικοποιήθηκαν μετά το 1192, αλλά εξακολουθούσαν να κατέχουν και αγροτικές γαίες, όχι φεουδαλικές, ασκώντας παράλληλα και εμπόριο και βιοτεχνικά επαγγέλματα στις πόλεις και στις κώμες, ή υπηρετώντας τη φραγκική διοίκηση, κυρίως ως διαχειριστές των βασιλικών κτημάτων και των κτημάτων των φεουδαρχών, ή φοροσυλλέκτες, ή στρατιωτικοί.
Τα παλαιά βυζαντινά χωρία, προάστεια ή πραστεία, οι παλαιοί τρόποι και τύποι αγροτικής εκμετάλλευσης συνεχίζονται, διότι το φεουδαλικό καθεστώς των Λουζινιανών είχε εσωτερικές δομικές συγγένειες προς το βυζαντινό που διαδέχθηκε, ή αφομοίωσε τους τύπους και τα νομικά πλαίσιά του, όπως και σ' όλα τα Σταυροφορικά κράτη, ιδίως στο Μοριά. Αλλά η κατάσταση των παροίκων (=βιλάνων) χειροτέρεψε πολύ τώρα και πλησίασε τη θέση του δούλου και/ή του ζώου, ιδιαίτερα με τις δυο (ή και τρεις) μέρες εβδομαδιαίας αγγαρείας των, σ' αντίθεση προς τις 12 κατ' έτος που ήταν ο κανόνας στο Βυζάντιον. Η διαφορά γινόταν ακόμη αισθητότερη, διότι στη φραγκική Κύπρο η έκταση της φεουδαλικής γης που εκαλλιεργείτο από τους πάροικους ήταν αναλογικά πολύ περισσότερη παρά στο Βυζάντιον, κι αυτό μαζί με την όλη δομή του φραγκικού φεουδαλισμού δεν επέτρεπε την ύπαρξη ιδιόκτητης γης των παροίκων, όπως συνέβαινε στο Βυζάντιον. Είχαν, όμως, οι πάροικοι δικά τους ζώα, ιδίως βόδια για αροτρίαση κλπ. και ανάλογα προς τα πόσα τέτοια είχαν, διακρίνονταν σε ζευγαράτους ή μονοζευγαράτους, βοϊδάτους ή πεζούς, με 40,30 και 20 μόδια γης εμπιστευμένης σ' αυτούς για καλλιέργεια αντιστοίχως (στο Βυζάντιον 150, 100 και 50). Η διαφορά στα δοσίματα των καρπών (1/3 οι πάροικοι, 1/5 ή 1/4 οι φραγκομάτοι), καθιστούσε τη φτώχεια των πρώτων απελπιστική, πολύ περισσότερο που οι εξωοικονομικές πιέσεις επάνω τους ήσαν πολύ δυνατές.
Οι συνθήκες αυτές εξηγούν την τάση των παροίκων να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους και την ευρεία συμμετοχή των αγροτών στην επανάσταση του Ρήγα Αλέξη* κατά τον Ιούλιο του 1426 κ.ε. εναντίον του καθεστώτος των Λουζινιανών, μετά την ήττα και σύλληψη του βασιλιά Ιανού και την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου (12 Ιουλίου 1426). Η επανάσταση εκείνη, αν και είχε και κάποιο εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, σωστά χαρακτηρίστηκε βασικά αντιφεουδαλική και φυσικό ήταν ο Έλληνας Κύπριος ιστοριογράφος της εποχής, Λεόντιος Μαχαιράς, διοικητικός αξιωματούχος στην αυλή των Λουζινιανών, να την δει μ' έχθρα, παρά τα αντιλατινικά πατριωτικά γενικώς αισθήματά του, κυριαρχημένος από το αίσθημα ταξικής αλληλεγγύης προς την άρχουσα ομάδα όπου ανήκε. Οι ένοπλοι χωρικοί λεηλάτησαν τις αποθήκες και τις περιουσίες των ευγενών και διόρισαν καπετάνιους στη Λεύκα, στην Ορεινή, στη Λεμεσό, στη Μόρφου, στην Περιστερώνα κ.α., με έδρα το Λευκόνοικο, όπου έδρευε ο «βασιλιάς» των Αλέξης, που με την ήττα του κινήματός του εκτελέστηκε στις 12 Μαΐου 1427 (Hill II, σσ. 485- 486).
Στα 1468 ο Ιάκωβος Β' ο Νόθος επιβάλλει αυστηρές ποινές στους πάροικους- φυγάδες από τα βασιλικά και τ' άλλα φεουδαλικά κτήματα και τους στέλλει πίσω σ' αυτά. Κι αυτό σε αντίθεση προς ειδήσεις μεταγενέστερων συγγραφέων για ευεργετικά μέτρα του ημι-Έλληνα εκείνου βασιλιά υπέρ των χωρικών που υπέφεραν. Απεναντίας, στο κτήμα στα Πελένδρια τους φέρθηκε σκληρά, καταργώντας απαλλαγή τους από το φόρο του αλατιού. Αυτό με άλλα μέτρα, προκάλεσε το αγροτικό κίνημα του Νοεμβρίου του 1472, οπότε οι χωρικοί σχεδίαζαν τον φόνο του Ιάκωβου, με στόχο να ανακηρύξουν βασίλισσα την αδελφή του Καρλόττα, ακριβώς τον καιρό που η Αικατερίνη Κορνάρο ξεκινούσε από τη Βενετία για να έρθει στην Κύπρο να τον παντρευτεί. Το κίνημα κατέστειλε ο Πέτρος Ντάβιλα.
Στα 1494 το Συμβούλιο των 10 διατάσσει την επιστροφή των παροίκων των βασιλικών και των φεουδαλικών κτημάτων που είχαν ελευθερωθεί από τους ρέκτορες (για «μικρά» ποσά, 40,30, 25 δουκάτων) στα κτήματα όπου ανήκαν και σε καθεστώς παροικίας (Hill, III, σ. 779). Γι' αυτό δεν είναι περίεργο που στα 1501 ο απεσταλμένος των 10 στην Κύπρο Pasqualigo παρατηρεί ότι οι δουλοπάροικοι ζητούν ν' αλλάξουν αφέντη (Fr. Thiriet, Επετηρίς Κ.Ε.Ε ΧΙ. 1981-1982, σσ. 1-11). Ούτε ότι άλλοι Βενετοί αξιωματούχοι συνιστούν απελευθέρωση των βασιλικών παροίκων (27.000 στα 1516), με καταβολή 50 δουκάτων, που μόνο ένας μπόρεσε να πληρώσει (!) και απαλλαγή των ελευθέρων από την αγγαρεία στα τείχη της Αμμοχώστου. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στα 1521. Στα 1526 πολλοί πάροικοι δέχονται τους όρους του 1516, αφού στο μεταξύ είχαν ελευθερωθεί αρκετοί και είτε απαλείφθηκαν από τους φορολογικούς καταλόγους, είτε απορροφήθηκαν από τα ιδιωτικά φέουδα (Hill, II, σσ. 779-781, 804-805).