Τουρκοκυπριακό, κυρίως, χωριό της επαρχίας Πάφου, 740 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Βρίσκεται 8 περίπου χμ. στα νοτιοδυτικά των Κάτω Πλατρών και 3 περίπου χμ. στα βορειοδυτικά του Άρσους Λεμεσού. Το χωριό, που βρίσκεται στο ανατολικότερο τμήμα της Πάφου, είναι τοποθετημένο πάνω σε κρητίδες, μάργες και μαργαϊκές κρητίδες των σχηματισμών Πάχνας και Λευκάρων. Στα βόρειά του εμφανίζονται οι λάβες του πυριγενούς συμπλέγματος Τροόδους.
Η περιοχή του χωριού χαρακτηρίζεται από τραχιά και ορεινή τοπογραφία. Στα ανατολικά του οικισμού το υψόμετρο φθάνει τα 1.050 μέτρα. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από τους πολυάριθμους παραπόταμους του Διαρίζου που ρέουν στην περιοχή. Πάνω στο τοπίο των αποστρογγυλωμένων λόφων με τα ασβεστούχα εδάφη, καλλιεργούνται κυρίως τ' αμπέλια (οινοποιήσιμα), καθώς και οπωροφόρα στις αρδευόμενες περιοχές (μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές, δαμασκηνιές και βερυκοκιές). Πολύ μικρές εκτάσεις καλλιεργούνται με σιτηρά, αμυγδαλιές και λαχανικά. Ο Άγιος Νικόλαος περιλαμβάνεται στη γεωγραφική περιφέρεια των Αμπελοχωριών, που εκτείνεται από τη Λάνια στα ανατολικά μέχρι τις Αρόδες στα δυτικά. Σύμφωνα με την απογραφή των αμπελώνων του 1971, ο Άγιος Νικόλαος είναι ένα από τα μεγάλα αμπελοχώρια (σε καλλιεργήσιμη έκταση) της Κύπρου. Η κυριότερη ποικιλία των σταφυλιών είναι το ντόπιο μαύρο και πολύ λίγη ποσότητα των ποικιλιών σουλτανίνη και ξυνιστέρι. Από τα μαύρα σταφύλια κατασκευάζεται και σχετικά μεγάλη ποσότητα σταφίδας. Μια πολύ μεγάλη έκταση του χωριού είναι ακαλλιέργητη και καταλαμβάνεται από το κρατικό δάσος της Πάφου. Η κτηνοτροφία δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο χωριό.
Τα σκορπισμένα σπίτια του οικισμού είναι περιστοιχισμένα με το πράσινο των οπωροφόρων, ακόμα και των πλατανιών, των πεύκων και των κυπαρισσιών και προδίδουν τη σχετική ευημερία που επιτυγχάνεται χάρη στην ειδική καλλιέργεια των αμπελιών και τις αρδευόμενες φυτείες των οπωροφόρων.
Το χωριό ενώνεται με τον παραλιακό δρόμο Πάφου- Λεμεσού, στα νότια της Τίμης, με ένα δρόμο που ακολουθεί την κοιλάδα του ποταμού Διαρίζου. Ο Διαρίζος, που πηγάζει από τα βουνά του Τροόδους, άνοιξε μια βαθιά κοιλάδα στ' αριστερά του Αγίου Νικολάου. Ακόμα το χωριό ενώνεται με τη Λεμεσό μέσω Άρσους και Μαλλιάς.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 384 |
1891 | 359 |
1901 | 362 |
1911 | 393 |
1921 | 419 |
1931 | 473 (433 Τουρκοκύπριοι και 40 Ελληνοκύπριοι) |
1946 | 520 (503 Τουρκοκύπριοι, 14 Ελληνοκύπριοι και 3 άλλων εθνικοτήτων) |
1960 | 418 (410 Τουρκοκύπριοι, 5 Ελληνοκύπριοι και 3 άλλων εθνικοτήτων) |
1973 | 532 (όλοι Τουρκοκύπριοι) |
1976 | 190 |
1982 | 142 |
1992 | 94 |
2001 | 74 |
2011 | 61 |
2021 | 60 |
Το 1975 ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός εγκατέλειψε το χωριό.
Στα βορειοδυτικά του Αγίου Νικολάου και μέσα στα διοικητικά του όρια βρίσκεται ο δασικός σταθμός της Πέρα Βάσας. Στα ανατολικά της Πέρα Βάσας βρίσκεται το γνωστό παλαιό γεφύρι του Τζιελεφού (Κελεφού).
Παρά το ότι το χωριό δεν βρίσκεται σημειωμένο σε παλαιούς χάρτες, μνημονεύεται σε χειρόγραφο της περιόδου της Βενετοκρατίας, ως ένα των χωριών του διαμερίσματος Μαμωνιών (Mamognia). Φαίνεται ότι μάλλον θα είχε ιδρυθεί κατά τα Βυζαντινά χρόνια. Είναι μεταξύ των πολλών χωριών της Κύπρου που σταδιακά εκτουρκίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, διατηρώντας όμως την αρχική αγιολογική ονομασία τους.
Οι Άγγλοι συνέβαλαν στον εκτουρκισμό του, βοηθώντας στην ίδρυση τουρκικού σχολείου στο χωριό κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Αργότερα οι Τουρκοκύπριοι μετονόμασαν το χωριό σε Esentepe (= ανεμοδαρμένο χωριό). Την ονομασία αυτή δίνουν σήμερα οι Τούρκοι στο κατεχόμενο χωριό Άγιος Αμβρόσιος της επαρχίας Κερύνειας, στο οποίο μεταφέρθηκαν κι εγκαταστάθηκαν το 1975 οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του Αγίου Νικολάου.
Από το χωριό αυτό καταγόταν ο σημαντικός Κύπριος ιεράρχης Σπυρίδων, πατριάρχης Αντιοχείας κατά το 1891- 1898 (γεννήθηκε το 1839)