Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου

Το ιστορικό ίδρυσης του Χρηματιστηρίου

Image

Η σκέψη για ίδρυση Χρηματιστηρίου στην Κύπρο ήταν στο επίκεντρο των συζητήσεων στους διάφορους οικονομικούς κύκλους του νησιού σχεδόν αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος.

 

Οι πρώτες συζητήσεις και μελέτες σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία Χρηματιστηρίου Αξιών στην Κύπρο άρχισαν επίσημα το 1963. Μια πιο συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία του αναγκαίου υπόβαθρου ανάπτυξης της χρηματιστηριακής αγοράς άρχισε το 1968 με την ίδρυση των πρώτων χρηματιστηριακών γραφείων στη Λευκωσία και τη Λεμεσό. Κατά την περίοδο αυτή στην Κύπρο υπήρχαν δώδεκα σχετικές δημόσιες υπηρεσίες.

 

Όμως η τουρκική εισβολή του 1974 με τις τεράστιες δυσμενείς συνέπειες που είχε για την κυπριακή οικονομία, μεταξύ άλλων είχε ως αποτέλεσμα και να εγκαταλειφθεί κάθε ιδέα για ίδρυση Χρηματιστηρίου.

 

Η δημόσια αυτή συζήτηση έδωσε την ευκαιρία να προβληθούν και να υποστηριχθούν με επιχειρήματα τα πλεονεκτήματα που θα είχε για την οικονομία η ίδρυση Χρηματιστηρίου. Όμως είχε προβληθεί και η άποψη που υποστήριζε μεν την ίδρυση Χρηματιστηρίου στην Κύπρο, αλλά πρόβαλλε και το επιχείρημα ότι η ίδρυση Χρηματιστηρίου παρουσίαζε μειονεκτήματα για την Κύπρο, εξ αιτίας κυρίως του μικρού αριθμού δημοσίων μετοχικών εταιρειών που υπήρχαν. Όμως, οι υποστηρικτές του θεσμού πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι τα πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν θα ήταν πολύ περισσότερα από τα μειονεκτήματα και ότι η ίδρυση Χρηματιστηρίου θα είχε πολύ ευμενείς επιπτώσεις στην οικονομία.

 

Η αναγκαιότητα για ίδρυση Χρηματιστηρίου πήγαζε μέσα από την εξέλιξη και τις ανάγκες της ίδιας της οικονομίας του νησιού. Στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, η κυπριακή οικονομία ανασυγκροτήθηκε με αργό ρυθμό, όμως πολύ σύντομα πήρε τον ρυθμό μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας, η περαιτέρω ανάπτυξη της οποίας ήταν άμεσα συνυφασμένη με την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς, η ενίσχυση της οποίας επέβαλλε τη διοχέτευση ολοένα και περισσοτέρων αποταμιεύσεων σε παραγωγικές επενδύσεις.

 

Η ανάγκη εξασφάλισης υψηλότερων ποσοστών ρυθμού ανάπτυξης ώθησε το κράτος στην υιοθέτηση φορολογικών κινήτρων με στόχο την ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων δημοσίων εταιρειών και τη δημοσιοποίηση υφισταμένων ιδιωτικών εταιρειών.

 

Παράλληλα η κυβέρνηση προώθησε την πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη για το θέμα ίδρυσης Χρηματιστηρίου στην Κύπρο, η οποία έγινε από την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως σε συνεργασία με ξένους εμπειρογνώμονες και υποβλήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών τον Μάιο του 1980.

 

Η μελέτη αυτή έφερε στην επιφάνεια βασικές αδυναμίες της χρηματιστηριακής αγοράς. Όμως με βάση τα πορίσματα της μελέτης ιδρύθηκε ο Κυπριακός Οργανισμός Επενδύσεων και Αξιών Λτδ (Cisco) με τη συμμετοχή αρχικά της Τράπεζας Κύπρου με ποσοστό 40%, της Τράπεζας Αναπτύξεως με ποσοστό 40% και του International Finance Corporation με ποσοστό 20% που είχε ως βασικό σκοπό την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς στην Κύπρο.

 

Παράλληλα στον τομέα ανάπτυξης της χρηματιστηριακής αγοράς δραστηριοποιήθηκε και το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (ΚΕΒΕ), το οποίο άρχισε να συλλέγει και να δημοσιεύει στον Τύπο, αρχικά πάνω σε εβδομαδιαία και στη συνέχεια ημερήσια βάση, τιμές για αγορά και πώληση τίτλων από τα χρηματιστηριακά γραφεία. Οι τιμές αυτές κάλυπταν όλους τους τίτλους που ήταν εγγεγραμμένοι στον κατάλογο της ανεπίσημης αγοράς.

 

Το κενό που υπήρχε λόγω έλλειψης Χρηματιστηρίου στην Κύπρο αναπληρωνόταν μέχρις ενός βαθμού από τα χρηματιστηριακά γραφεία που ασχολούνταν με χρηματιστηριακές συναλλαγές ή αναλάμβαναν την εκτέλεσή τους για λογαριασμό των πελατών τους. Κατά τις παραμονές της ίδρυσης του Χρηματιστηρίου Αξιών στην Κύπρο λειτουργούσαν διάφορα ιδιωτικά χρηματιστηριακά γραφεία στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στη Λάρνακα. Τα χρηματιστηριακά γραφεία ασχολούνταν κυρίως με την αγοραπωλησία μετοχών πέραν των 39 από τις 90 περίπου συνολικά δημόσιες μετοχικές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που υπήρχαν στην Κύπρο. Οι εταιρείες αυτές μπορούν να διαχωριστούν σε τέσσερις ομάδες: α)τις τράπεζες, τους χρηματοδοτικούς και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, ο αριθμός των οποίων κυμαινόταν γύρω στις δεκαπέντε, β) τις μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες, γ) τις μεταφορικές και ξενοδοχειακές και δ) τις διάφορες άλλες, κυρίως εμπορικές και κτηματικές εταιρείες.

 

Ουσιαστικά τα χρηματιστηριακά γραφεία απλώς δέχονταν εντολές από τους πελάτες τους για αγορά ή πώληση μετοχών με προμήθεια. Εκτός από τις μετοχές των πιο πάνω εταιρειών, αντικείμενο χρηματιστηριακών συναλλαγών ήταν και τα χρεόγραφα κυπριακών τραπεζών και εταιρειών. Τα χρηματιστηριακά γραφεία ανέπτυσσαν πολύ έντονη δραστηριότητα στις Χρηματιστηριακές Συναντήσεις που από το 1979 άρχισαν να διοργανώνονται υπό την αιγίδα του ΚΕΒΕ. Οι συναντήσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και η προσφορά τους υπήρξε πράγματι σημαντική. Μπορεί να λεχθεί ότι οι Χρηματιστηριακές Συναντήσεις υπήρξαν οι προπομποί της ίδρυσης του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου. Η σημασία των Χρηματιστηριακών Συναντήσεων και ο ρόλος που διαδραμάτισαν στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της χρηματιστηριακής αγοράς φαίνεται και από τον πιο κάτω πίνακα:

 

Συναλλαγές Χρηματιστηριακών Συναντήσεων

 

1992

1993

1994

1995

Αριθμός Χρηματιστηριακών Συναντήσεων

121

236

241

240

Αριθμός συναλλαγών

5.079

6.882

13.178

-

Ποσό συναλλαγών (σε £)

13.524.462

14.571.587

41.966.698

135.499.708

 

Από τον πιο πάνω πίνακα φαίνεται ότι το 1994, σε σχέση με το 1993 και το 1992, αποτελεί ιστορικό ορόσημο γιατί οι χρηματιστηριακές συναλλαγές από 13,52 και 14,57 εκατομμύρια λίρες, που ήταν κατά τα δύο αυτά έτη, αυξήθηκαν σε 41,96 εκατομμύρια. Όμως ακόμη πιο μεγάλη και αλματώδης υπήρξε η αύξηση του ποσού των συναλλαγών κατά το επόμενο έτος, όταν αυτή έφθασε τα 135,49 εκατομμύρια. Κατά το επόμενο έτος, το 1995, που ήταν και το πρώτο έτος λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Κύπρου  οι χρηματιστηριακές συναλλαγές έφθασαν τα 135,5 εκατομμύρια λίρες.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατανομή των χρηματιστηριακών συναλλαγών κατά τομέα. Για το έτος 1995 ο όγκος των συνολικών συναλλαγών, που έφθασε στα £136 εκατομμύρια, σχεδόν, κατά τομέα κατανεμόταν ως εξής: Τράπεζες 33,4%, Ασφάλειες 19,8%, Εμπορικές και Κτηματικές Εταιρείες 16,7%, Βιομηχανικές Εταιρείες 8,9%, Τουριστικές Εταιρείες και Μεταφορές 8,4% και Χρεόγραφα 0,3%.