Χαλκός

Εκμετάλλευση του χαλκού

Image

Η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Κύπρο επαναρχίζει σε περιορισμένη κλίμακα κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας και της Βενετοκρατίας (11ος-16ος αιώνας). Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές τα μεταλλεία χαλκού κατά την περίοδο αυτή ονομάζονται μεταλλεία χρυσού και «μπλε βιτριολιού». Το τελευταίο είναι ένυδρος θειικός χαλκός που σχηματίζεται από την οξείδωση θειούχων ορυκτών του χαλκού. Η εξαγωγή θειικού χαλκού πιθανότατα οφείλεται στην έλλειψη ή περιορισμό των πηγών ενεργείας, δηλαδή των δασών. Η ύπαρξη όμως σκουριών μεσαιωνικής ηλικίας σε ορισμένες περιοχές όπως στον Μαθιάτη και στον Λυθροδόντα, αποδεικνύει την εξαγωγή περιορισμένων ίσως ποσοτήτων μεταλλικού χαλκού στις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερα την Αίγυπτο.

 

Τα ορυκτά θειικού χαλκού και ίσως θειικού σιδήρου που σχηματίζονται στις ζώνες οξείδωσης των θειούχων κοιτασμάτων και ιδιαίτερα στις κοιλότητες που δημιουργήθηκαν από τις εκτεταμένες εκσκαφές των αρχαίων μεταλλωρύχων για εξόρυξη των χαλκούχων ορυκτών, συλλέγονταν και αποστέλλονταν σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας για φαρμακευτικούς κυρίως σκοπούς. Η εξαγωγή του «μπλε βιτριολιού» (blue vitrol) συνεχίστηκε σε περιορισμένες ποσότητες και στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

 

Αναβίωση της μεταλλευτικής βιομηχανίας στους νεότερους χρόνους πραγματοποιείται το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα μετά την ανακάλυψη του χαλκούχου κοιτάσματος της Σκουριώτισσας το 1914 και την έναρξη της εκμετάλλευσής του το 1921. Από το 1921 και εξής ανακαλύφθηκαν και έτυχαν εκμετάλλευσης 30 περίπου κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών από τα οποία μόνο δυο δεν ήσαν γνωστά στους αρχαίους εκμεταλλευτές, το κοίτασμα Μούσουλου στην Καλαβασό (1.660.000 τόνους με περιεκτικότητα 1,0-2,5% χαλκό) και το κοίτασμα Αγροκηπιάς Β' (74.000 τόνοι με μέση περιεκτικότητα χαλκού 4%). Το μέγεθος των κοιτασμάτων που υπέστησαν εκμετάλλευση κυμαίνεται μεταξύ 55.000 τόνων (Καπέδες) και 17.000.000 τόνων (Μαυροβούνι), η δε μέση περιεκτικότητά τους σε χαλκό είναι από 0,5 μέχρι 4,5%. Συνολικά από τα μεταλλεία αυτά εξορύχθηκαν 55.000.000 περίπου τόνοι θειούχων μεταλλευμάτων από τα οποία παρήχθησαν 850.000 περίπου τόνοι μεταλλικού χαλκού (βλέπε λήμμα μεταλλεία). Εάν στην ποσότητα αυτή προστεθούν και οι 200.000-250.000 τόνοι που υπολογίζεται ότι παρήχθησαν κατά την Αρχαιότητα, η ολική ποσότητα μεταλλικού χαλκού που παρήχθη και εξήχθη από την Κύπρο υπερβαίνει το 1.000.000 τόνους. Η ποσότητα αυτή καθιστά την Κύπρο μια από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, αν όχι την πλουσιότερη, σε χαλκό ανά μονάδα επιφανείας.

 

Όπως κατά την Αρχαιότητα έτσι και στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, η μεταλλευτική βιομηχανία και ιδιαίτερα των χαλκούχων σιδηροπυριτών διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνικοοικονομική της ανάπτυξη. Για μισό σχεδόν αιώνα οι χαλκούχοι σιδηροπυρίτες ήταν η κύρια πηγή ξένου συναλλάγματος για τη χώρα. Η «χρυσή εποχή» όμως της σύγχρονης μεταλλευτικής βιομηχανίας είναι η περίοδος 1950-1970 όπου οι εξαγωγές των μεταλλευμάτων και ιδιαίτερα των συμπυκνωμάτων χαλκού και σιδηροπυριτών, αντιπροσωπεύουν το 50-60% των ολικών εξαγωγών της χώρας.

 

Όμως ο σημαντικότατος αυτός τομέας της οικονομίας αρχίζει να φθίνει μετά το 1970 λόγω κυρίως της εξάντλησης των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκούχων σιδηροπυριτών. Το τελευταίο κτύπημα το επέφερε η τουρκική εισβολή του 1974 με την κατάληψη των μεταλλείων του Μαυροβουνίου και της Λεύκας και του μεγαλύτερου εργοστασίου εμπλουτισμού χαλκούχων μεταλλευμάτων στον Ξερό καθώς επίσης των εγκαταστάσεων φόρτωσης και εξαγωγής μεταλλευμάτων στον Ξερό και στο Καραβοστάσι. Από τα 20 και πλέον μεταλλεία χαλκούχων σιδηροπυριτών που λειτουργούσαν κατά τη δεκαετία του 1960, τα τελευταία χρόνια λειτούργησε σε περιορισμένο βαθμό μόνο ένα, η Σκουριώτισσα.

 

Στα μεταλλεία Σκουριώτισσας και Φοίνικα (το τελευταίο αποτελεί προέκταση του προηγούμενου), εφαρμόζονταν από το 1981 οι μέθοδοι της «επί τόπου εκχύλισης» (in situ leaching) και της εκχύλισης σωρών στείρων (dump leaching) για ανάκτηση του χαλκού από το χαμηλής περιεκτικότητας χαλκούχο μετάλλευμα και τα «στείρα». Η «επί τόπου εκχύλιση» συνίσταται στη διάβρεξη με όξινο νερό (διάλυμα νερού και μικρής ποσότητας θειικού οξέος) τόσο των «στείρων» του μεταλλείου που περιέχουν μικρές ποσότητες χαλκούχων ορυκτών όσο και του χαμηλής περιεκτικότητας μεταλλεύματος του Φοίνικα. Για την καθολική διάβρεξή τους χρησιμοποιείται η μέθοδος της υδρονέφωσης. Το όξινο νερό αφού διεισδύσει μεταξύ των κενών και πόρων του μεταλλεύματος, διαλύει τα οξείδια του χαλκού με αποτέλεσμα σταδιακά να εμπλουτίζεται με χαλκό (θειϊκό χαλκό) και σίδηρο. Το πλούσιο σε χαλκό όξινο νερό που περιέχει 0,2-0,3% χαλκό, συλλέγεται και διοχετεύεται μέσω συστήματος σηράγγων και σωληναγωγών σε δεξαμενές που βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα. Εκεί, ερχόμενο σε επαφή με σίδηρο που προστίθεται υπό μορφή παλιοσιδερικών, επιτυγχάνεται η καθίζηση του χαλκού ως ιζήματος. Το τελευταίο, αφού καθαριστεί και ξηραθεί, εξάγεται. Η μέση περιεκτικότητα του παραγομένου ιζήματος σε χαλκό κυμαίνεται μεταξύ 50-55%. Με τη μέθοδο αυτή παρήχθησαν μεταξύ των ετών 1981-1989 στην περιοχή της Σκουριώτισσσας 11.236 τόνοι ιζήματος χαλκού που αντιστοιχούν με 5.500 τόνους μεταλλικού χαλκού.

 

Από το 1996 άρχισε η επανεκμετάλλευση των χαλκούχων κοιτασμάτων Φουκάσας και «Φοίνιξ».