Είναι αμφίβολο εάν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που συνέδεσε το όνομά της και την ιστορική της πορεία με ένα συγκεκριμένο μέταλλο, τον χαλκό, όσο η Κύπρος. Με το όνομά της είναι γνωστό το μέταλλο στις πλείστες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως στην αγγλική (copper), γερμανική (kupfer), γαλλική (cuivre), σουηδική (koppar) και δανέζικη (kobber), που προήλθαν από τη λατινική λέξη cuprum που σημαίνει χαλκός. Η νεότερη αυτή λατινική λέξη για τον χαλκό είναι τεχνητή και προήλθε από την ουσιαστικοποίηση του επιθέτου cyprius-a-um και που χαρακτήριζε τον «κύπριο χαλκό» (aes cyprium) δηλαδή aes cyprium-cyprium-cuprum κατά αναλογία προς το aurum (χρυσός) και argentum (άργυρος).
Η λέξη Κύπρος, που είναι ήδη γνωστή στους Μυκηναίους, είναι αγνώστου ετυμολογίας και διάφοροι μελετητές τη συνδέουν με το όνομα του φυτού κύπρος=χεννά, και άλλοι με τη σημιτική λέξη kupr/gupr (=χαλκός) ή με τη σουμερική zupar (=χαλκός) ή kubar (=ορείχαλκος).
Ο Κ. Χατζηϊωάννου (ΑΚΕΠ , Ε, αρ. 191) συνδέει επίσης την ονομασία Κύπρος με τον χαλκό, τη θεωρεί όμως ετεοκυπριακή λέξη. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
Η νήσος ήταν πολύ γνωστή στους φιλοπόλεμους Αχαιούς όχι για τη χεννά της παρά για το χαλκό της και επομένως αυτοί σαν νήσο του χαλκού θα τη γνώριζαν κι' όχι σαν νήσο της χεννάς. Μ' αυτό το μέταλλο ταυτίσθηκε η νήσος, το οποίο πιθανότατα στη γλώσσα των Ετεοκυπρίων θα λεγόταν κύπρος ή κάτι τέτοιο και απ' αυτό ονομάσθηκε η Κύπρος κατά το σχήμα συνεκδοχής, στη νήσο υπάρχει κύπρος=χαλκός, άρα η νήσος είναι Κύπρος.
Η λέξη χαλκός όπως και η ονομασία Κύπρος είναι αρχαιότατη και ανευρίσκεται στη μυκηναϊκή γραμμική Β γραφή ως Κα-Κο. Σύμφωνα με τον J.D. Muhly, η λέξη πιθανότατα συνδέεται με το ρήμα χαλάω (-ώ) υπονοώντας ότι ο όρος προήλθε από τη μεγάλη πλαστικότητα του μετάλλου και την ικανότητά του να εκτείνεται δια σφυρηλασίας και γενικά να πλάθεται σε διάφορες μορφές χωρίς να θραύεται.
Ο χρόνος έναρξης της εκμετάλλευσης των χαλκούχων κοιτασμάτων της Κύπρου και η παραγωγή χαλκού δεν είναι επακριβώς γνωστά. Η ανακάλυψη όμως και η περιορισμένη χρήση του μετάλλου αρχίζει από τις αρχές της Χαλκολιθικής εποχής (3900-2550 π.Χ.), όπως αυτό αποδεικνύεται από τα χάλκινα αντικείμενα που ανευρέθησαν σε μεγάλο αριθμό συνοικισμών της εποχής αυτής που ανασκάφηκαν όπως της Ερήμης (Παμπούλας), Καλαβασού Β', Σουσκιούς, Λέμπας (Λάκκων), Κισσόνεργας (Μοσφιλιών και Μηλουδκιών), Αμπελικού (Αγίου Γεωργίου), Φιλιάς Β', Κυράς, Διορίου κλπ. Σύμφωνα με τα νεότερα αρχαιολογικά και γεωχημικά δεδομένα, ο χαλκός από τον οποίο κατασκευάσθηκαν τα αντικείμενα αυτά είναι κυπριακός. Δυστυχώς οι ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα για εκμετάλλευση των χαλκούχων κοιτασμάτων κατά τη Χαλκολιθική εποχή είναι σχεδόν ανύπαρκτες, με μοναδική εξαίρεση την ανεύρεση ενός λίθινου εργαλείου στον Μαθιάτη, ενός σφυριού, που εχρησιμοποιείτο για τη θραύση του μεταλλεύματος για πυρομεταλλουργική (;) κατεργασία. Κατά την εποχή αυτή όμως και κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.) οι αρχαίοι μεταλλοτεχνίτες προμηθεύονταν τον χαλκό από συγκεντρώσεις αυτοφυούς χαλκού που απαντάτο στις οξειδώσεις των θειούχων χαλκούχων κοιτασμάτων και τον περίγυρό τους, καθώς επίσης και από την τήξη οξειδίων και ανθρακικών ορυκτών του χαλκού (όπως κυπρίτη, τενορίτη, αζουρίτη, μαλαχίτη) και σε μεταγενέστερο στάδιο πυριτικών ορυκτών του χαλκού όπως χρυσόκολλας.
Η πρώτη ένδειξη για παραγωγή χαλκού από την τήξη θειούχων ορυκτών χαλκού (πυρομεταλλουργική κατεργασία) παρουσιάζεται στη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.) περί το 1760 π.Χ. Συγκεκριμένα στον αρχαιολογικό χώρο της τοποθεσίας Αλέτρι του χωριού Αμπελικού, που βρίσκεται πολύ κοντά στο χαλκούχο κοίτασμα Αμπελικού και όχι πολύ μακριά από το Μαυροβούνι, ανακαλύφθηκε μεταξύ άλλων ένα πήλινο χωνευτήρι με υπολείμματα σκουριάς χαλκού, το οποίο πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε στη δεύτερη φάση της πυρομεταλλουργικής κατεργασίας (τήξης) του χαλκούχου μεταλλεύματος με τη βοήθεια συλλιπάσματος από μαγγάνιο. Στην ίδια θέση ανευρέθηκε επίσης καλούπι διπλού πέλεκυ που αποδεικνύει τη γνώση της χύτευσης του λυόμενου μετάλλου για παραγωγή διαφόρων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.
Η ανακάλυψη του χαλκού από τον προϊστορικό άνθρωπο στις αρχές της 4ης χιλιετίας π.Χ., συνέβη είτε τυχαία είτε λόγω προσέλκυσής του από διάφορα φυσικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τις εμφανίσεις των χαλκούχων θειούχων κοιτασμάτων, όπως τα έντονα χρώματα των οξειδώσεων, με επικρατέστερο το κόκκινο, που έδιναν την εντύπωση καμένου πετρώματος. Στις περιοχές αυτές οι άνθρωποι ανακάλυψαν μικρές συγκεντρώσεις αυτοφυούς χαλκού που δημιουργήθηκε από τα οξείδια χαλκού μέσω της αναγωγικής δράσης της ρητίνης των πεύκων τα οποία αφθονούσαν στις περιοχές αυτές. Η αφθονία των πεύκων οφείλεται μεταξύ άλλων στο όξινο περιβάλλον που δημιουργείται από την οξείδωση των θειούχων ορυκτών και ιδιαίτερα του σιδηροπυρίτη.
Τέλος διατυπώθηκε η άποψη από ορισμένους ερευνητές ότι η αναζήτηση στεατίτη (του πράσινου ορυκτού που είναι προϊόν εξαλλοίωσης των υπερβασικών πετρωμάτων και το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τη Νεολιθική εποχή για την κατασκευή αγαλματιδίων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων), οδήγησε τον προϊστορικό άνθρωπο στις περιοχές των οξειδώσεων των θειούχων κοιτασμάτων για συλλογή πράσινων ορυκτών χαλκού όπως μαλαχίτη και χρυσόκολλας, που έμοιαζαν με στεατίτη. Η τυχαία ίσως θέρμανση των ορυκτών αυτών οδήγησε στην τήξη τους και την παραγωγή χαλκού.
Η ανακάλυψη όμως του τρόπου ανάκτησης του χαλκού από τα θειούχα μεταλλεύματα διά της πυρομεταλλουργικής κατεργασίας (φρύξης και τήξης) περί το τέλος της 3ης και τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, προκάλεσε πραγματική επανάσταση για τον αρχαίο κόσμο της Κύπρου. Ο άνθρωπος δεν περιορίζεται πλέον στην αξιοποίηση μικρών ποσοτήτων αυτοφυούς χαλκού και χαλκού που προέρχεται από την κατεργασία των περιορισμένων συγκεντρώσεων οξειδίων, ανθρακικών και πυριτικών ενώσεων του χαλκού, αλλά έχει πρόσβαση προς τα μεγάλα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών που είναι διάσπαρτα στην περιφέρεια του Τροόδους. Σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της νέας αυτής επαναστατικής τεχνολογίας, η Κύπρος καθίσταται σε λίγους αιώνες το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής και εξαγωγής χαλκού στον αρχαίο κόσμο, με τρομερές επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της ζωής στο νησί: εμπορικούς, κατ' επέκταση δε οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς.
Κατά την περίοδο αυτή εισάγεται στην Κύπρο η τεχνολογία του κρατερώματος (μπρούντζου) η οποία επιτυγχάνεται με την ανάμειξη χαλκού σε αναλογία 92-93% και κασσιτέρου σε αναλογία 7-8%. Το νέο προϊόν, ο μπρούντζος ή ορείχαλκος, είναι καταπληκτικά ανώτερο του χαλκού. Έχει μεγαλύτερη σκληρότητα και ανθεκτικότητα και είναι άριστο υλικό για όπλα και εργαλεία. Έτσι ο άνθρωπος για πρώτη φορά γίνεται κάτοχος μιας βασικής ιδιότητας των μετάλλων, της σκλήρυνσης με την ανάμειξη και σύντηξη δύο ή περισσοτέρων μετάλλων, δηλαδή την κραματοποίηση. Το νέο υλικό αντικαθιστά ταχύτατα τον χαλκό και αρχίζει έκτοτε η λαμπρή εποχή του ορειχάλκου. Η προέλευση του κασσιτέρου είναι άγνωστη. Ως πιθανότερος τόπος παραγωγής θεωρείται η Ασία και ειδικότερα το Αφγανιστάν όπου και σήμερα υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα κασσιτέρου. Η εισαγωγή του δε στην Κύπρο γινόταν πιθανότατα μέσω Συρίας, αφού στην Κύπρο δεν υπήρχε κασσίτερος.
Ανεξάρτητα από την προέλευση, το γεγονός είναι ότι ο κασσίτερος φθάνει στην Κύπρο και γενικά στη γύρω περιοχή υπό μορφή ταλάντων με το ίδιο σχήμα που χαρακτηρίζει το τάλαντο του κυπριακού χαλκού το οποίο θεωρείται από τους αρχαιολόγους ως «σήμα κατατεθέν» του «κυπρίου χαλκού». Δυο πιθανές εξηγήσεις δίδονται για το φαινόμενο αυτό: Το εμπόριο του κασσιτέρου στην περιοχή ελέγχεται από Κυπρίους εμπόρους που είναι εγκατεστημένοι και στη Συρία, οπότε χρησιμοποιούν για τον κασσίτερο το ίδιο «πρότυπο» με τον χαλκό, ή οι Ασιάτες μεταλλουργοί αντέγραψαν και χρησιμοποιούν το κυπριακό πρότυπο για τον χαλκό.
Πολύ πριν όμως εισαχθεί η τεχνολογία του μπρούντζου, ο Κύπριος μεταλλουργός είχε ανακαλύψει και χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιτυχία την κραματοποίηση με την ανάμειξη και τήξη μείγματος χαλκού και αρσενικού για παραγωγή του αρσενικούχου χαλκού που έχει ιδιότητες παρόμοιες με τον μπρούντζο. Ως πηγή αρσενικού ο αρχαίος μεταλλουργός χρησιμοποίησε τα μικρά θειούχα κοιτάσματα, πλούσια σε αρσενικό, που βρίσκονται στα υπερβασικά πετρώματα του Πλουτωνείου Συμπλέγματος του δάσους της Λεμεσού (βλέπε λήμμα μεταλλεία).
Η εκμετάλλευση, η κατεργασία και η εμπορία του χαλκού έφεραν πραγματική επανάσταση στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Ενώ καθ' όλη τη διάρκεια της Χαλκολιθικής περιόδου και το πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ., η κοινωνία του νησιού είναι καθαρά αγροτική, αποτελούμενη από μικρούς αυτοσυντήρητους οικισμούς, την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.) λόγω της τεράστιας ανάπτυξης της μεταλλευτικής βιομηχανίας, επέρχεται πλήρης αλλαγή της κοινωνικοοικονομικής δομής του τόπου. Αρχίζει η αστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η δημιουργία μεγάλων παραλιακών αστικών κέντρων για διευκόλυνση της επεξεργασίας και εξαγωγής του χαλκού και αναπτύσσονται οι συγκοινωνίες μεταξύ των αστικών κέντρων και της ενδοχώρας, όπως και η θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ Κύπρου και γειτονικών χωρών για διεξαγωγή του εμπορίου του χαλκού. Κατά την εποχή αυτή εισάγεται στην Κύπρο ο τροχός και κατασκευάζονται άμαξες για διευκόλυνση της μεταφοράς του χαλκού από τα κέντρα παραγωγής, τα μεταλλεία, στα κέντρα επεξεργασίας και εμπορίας. Μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων που ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν κατά την εποχή αυτή είναι η Έγκωμη, η Σίντα, το Κίτιον, η Αλυκή (Χαλά Σουλτάν τεκκέ), η Παλαίπαφος, η Μόρφου (Τούμπα του Σκούρου) και άλλα.
Εκτός από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη ξηρά, τη σπουδαιότητα της Κύπρου ως κέντρου παραγωγής και εξαγωγής χαλκού κατά την περίοδο αυτή αποδεικνύει και η ανακάλυψη ναυαγίου πλοίου του 13ου-14ου αιώνα π.Χ. εύφορτου ταλάντων χαλκού και κασσιτέρου κοντά στο ακρωτήρι Χελιδόνιον της Μικράς Ασίας. Τα τάλαντα χαλκού, όπως και τα διάφορα χρυσά και αργυρά αντικείμενα, προέρχονται από την Κύπρο ενώ για τα τάλαντα του κασσιτέρου είναι άγνωστη η προέλευσή τους. Πιθανότατα είχαν παραχθεί, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στο Αφγανιστάν ή ακόμη στη νότια Μικρά Ασία όπου πρόσφατα στα βουνά του Ταύρου ανακαλύφθηκε μεταλλείο κασσιτέρου που χρονολογείται από την 3η χιλιετία π.Χ., και να μεταφέρθηκαν στην Κύπρο μέσω Συρίας.
Σε σύγκριση με την πληθώρα των αρχαιολογικών στοιχείων για τη μεγάλη σπουδαιότητα της Κύπρου ως χαλκοπαραγωγού χώρας κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, τα ιστορικά δεδομένα είναι σχετικά περιορισμένα. Οι γνώσεις μας βασίζονται κυρίως σε γραπτές πηγές της Αιγύπτου, των Χετταίων και της Ουγκαρίτ της Συρίας. Επιπρόσθετα τα δεδομένα αυτά βασίζονται στην υπόθεση ότι η αναφερόμενη στα κείμενα χαλκοπαραγωγός πόλη ή χώρα Αλάσια* ή Αλασία ή Άσυ, είναι είτε η Έγκωμη είτε ολόκληρη η Κύπρος η οποία ήταν γνωστή με το όνομα αυτό στους ανατολικούς λαούς.
Πινακίδες του 17ου και 18ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στο Μάρι και στο Αλαλάχ της Συρίας αναφέρονται στην Αλάσια ως χαλκοπαραγωγό χώρα. Το αυτό ισχύει και για τις πινακίδες της Ουγκαρίτ του 18ου αιώνα. Στα κείμενα όμως της Τελ ελ Αμάρνα (Tell el Amarna) της Αιγύπτου υπάρχει η πιο σημαντική αναφορά για την παραγωγή και εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων χαλκού από την Αλάσια κατά την εποχή αυτή. Συγκεκριμένα σε απόσπασμα αλληλογραφίας του φαραώ Ακενατόν Δ' (1364-1362 π.Χ.) με τον βασιλιά της Αλάσιας, ο τελευταίος του αναφέρει ότι του στέλλει 108 τεμάχια (τάλαντα) χαλκού και σε αντάλλαγμα περιμένει άλογα, χρυσό άρμα, εβένινο-χρυσό κρεβάτι, άργυρο, γυναικεία ενδύματα και καλής ποιότητας λάδι σε πιθάρια.
Επί φαραώ Αμενχοτέπ Γ' (1402-1364 π.Χ.) αναφέρεται ότι ο απεσταλμένος του φαραώ υποχρεώθηκε να μείνει στην Αλάσια για τρία χρόνια, διότι υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών για την παραγωγή του χαλκού, αφού οι άνδρες σκοτώθηκαν από τον θεό Νερκάλ (ή σε καταστροφική επιδρομή των Λούκκι).
Ο Όμηρος αποκαλεί την Κύπρο χαλκόεσσα, στη δε Ἰλιάδα (Λ,19-23) ο Κινύρας* ο περίφημος Κύπριος βασιλιάς, παρουσιάζεται να προσφέρει στον αρχηγό των Αχαιών Αγαμέμνονα ως δώρο χάλκινο θώρακα:
... δεύτερο πάλι θώρακα στο στήθος του εφορούσε
φιλοξενίας χάρισμα, που του 'δωσε ο Κινύρας.
Γιατί, ως την Κύπρο ακούστηκε η φήμη τους μεγάλη,
πως παν μ ' αρμάδα οι Αχαιοί την Τροία να κουρσέψουν,
γι' αυτό του τον εχάρισε, την εύνοιά του να' χη...
(Κ. Χατζηϊωάννου, ΑΚΕΠ , Α, 14).
Στην Οδύσσεια πάλιν (Α , 182-184) η Αθηνά με τη μορφή του Μέντη, λέει στον Τηλέμαχο στην Ιθάκη:
...κι' άραξα το καράβι εδώ μαζί με τους συντρόφους
στο μαύρο πόντο πλέοντας σ' αλλόγλωσσους ανθρώπους
προς την Τεμέση για χαλκό με σίδερο φορτίο...
(ΑΚΕΠ , Α, 18).
Μεταγενέστεροι συγγραφείς υποστήριξαν ότι η Τεμέση του Ομήρου δεν ταυτίζεται με την Ταμασσό της Κύπρου που είναι μεσόγειος πόλη αλλά με την Τέμψον (Βρινδήσιον) της Ιταλίας. Ο Κ. Χατζηϊωάννου όμως, στηριζόμενος σε έναν τύπο γραφής που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος (5ος αιώνας μ.Χ.) εἰς Τάμασιν μετά χαλκόν και όχι εις Τεμέσην, διόρθωσε τον ομηρικό στίχο εἰς τ' Ἄλασιν μετά χαλκόν και υποστήριξε με επιχειρήματα ότι έτσι θα είχε το αρχικό ομηρικό κείμενο, που είναι άλλος τύπος του Αλασία (ΑΚΕΠ , Ε, 130).
Παρ' όλη τη μεγάλη μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κατά τη Μέση και ιδιαίτερα την Ύστερη εποχή του Χαλκού και παρ' όλες τις ενδείξεις από τα ευρήματα στο Αλέτρι (Αμπελικού) ότι η πυρομεταλλουργική κατεργασία του χαλκούχου μεταλλεύματος για παραγωγή χαλκού γινόταν κοντά στα μεταλλεία, εν τούτοις απουσιάζουν σχεδόν πλήρως οι αποδείξεις για τη μεταλλουργική αυτή δραστηριότητα, δηλαδή οι σκουριές από τον χώρο των μεταλλείων. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το Απλίκι.
Η απουσία των σκουριών και άλλων στοιχείων της εποχής αυτής από τον χώρο των μεταλλείων οφείλεται στους πιο κάτω λόγους:
α) Οι σκουριές ή σημαντικό ποσοστό τους, πιθανότατα επαναχρησιμοποιήθηκαν (επανατήχθηκαν) για ανάκτηση του εναπομείναντος σ' αυτές ποσοστού χαλκού από μεταγενέστερους μεταλλουργούς. Η επανάτηξη των σκουριών είναι συνηθισμένο φαινόμενο στους αρχαίους χρόνους.
β) Μέρος των σκουριών αυτών μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία καλύφθηκαν τελείως από νεότερους σωρούς σκουριάς ή στείρων τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων εκμεταλλεύσεων, οπότε είναι σήμερα δύσκολος ο εντοπισμός και η μελέτη τους.
Η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Κύπρο συνεχίζεται με αυξανόμενο ρυθμό κατά τη διάρκεια των Ιστορικών χρόνων και φθάνει στο απόγειό της κατά την Κυπρο-Κλασσική εποχή (475-325 π.Χ.) οπότε η ετήσια παραγωγή μεταλλικού χαλκού ανέρχεται, σύμφωνα με τον U.Zwicker, στους 240 τόνους. Η δεύτερη περίοδος ακμής της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής δραστηριότητας είναι η Υστερορωμαϊκή και η Πρωτοβυζαντινή εποχή, περί το τέλος της οποίας και συγκεκριμένα μετά την έναρξη των αραβικών επιδρομών το 647 μ.Χ., τερματίζεται πλήρως.
Για τη μεταλλευτική-μεταλλουργική δραστηριότητα των Ιστορικών χρόνων πλην των αρχαιολογικών, μεταλλευτικών και μεταλλουργικών δεδομένων, υπάρχει πληθώρα αναφορών σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων όπως του Αριστοτέλη, του Στράβωνος, του Γαληνού, του Διοσκουρίδη και άλλων (βλέπε λήμματα μεταλλεία, και Σκουριώτισσας μεταλλείο, καθώς επίσης Κ. Χατζηϊωάννου, ΑΚΕΠ , Β, 173.1-173.24). Οι πλέον όμως αψευδείς μάρτυρες της εκτεταμένης μεταλλευτικής και μεταλλουργικής δραστηριότητας κατά την περίοδο αυτή είναι οι τεράστιοι σωροί σκουριών που προήλθαν από την πυρομεταλλουργική κατεργασία των θειούχων ορυκτών χαλκού για την παραγωγή του μεταλλικού χαλκού, καθώς επίσης τα εκτεταμένα επιφανειακά και υπόγεια έργα εκμετάλλευσης, όπως κατακόρυφα ή κεκλιμένα πηγάδια, στοές και συστήματα γαλαριών. Τα έργα αυτά αποκαλύφθηκαν και δυστυχώς τα πλείστα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των σύγχρονων εργασιών εκμετάλλευσης των χαλκούχων κοιτασμάτων. Συνολικά έχουν εντοπισθεί 40 περίπου σωροί σκουριών που είναι διασκορπισμένοι στους πρόποδες του Τροόδους και ειδικότερα κοντά στα κοιτάσματα χαλκούχων σιδηροπυριτών. Η ολική ποσότητα των σκουριών υπολογίσθηκε σε 4 εκατομμύρια τόνους, από τους οποίους οι μισοί βρίσκονται κοντά στο μεταλλείο της Σκουριώτισσας (Φουκάσας). Άλλοι σημαντικοί σωροί βρίσκονται κοντά στο μεταλλείο της Πέτρας Καλαβασού (750.000 τόνοι), στο Μιτσερό, Αγροκηπιά, Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου, Μαθιάτη, Σιά, Τρούλλους, Πάνω Λεύκαρα, Πέρα Βάσα, Βρέτσια, Παναγιά, Λίμνη, Κινούσα, Άγιο Μερκούριο και σε πολλές άλλες περιοχές.
Τα 4 εκατομμύρια τόνοι σκουριών υπολογίσθηκε ότι αντιπροσωπεύουν συνολική παραγωγή χαλκού 200.000 τόνων περίπου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια