Φραγκοκρατία

Το τέλος του βασιλείου της Κύπρου

Image

Τελευταίος βασιλιάς της οικογένειας των Λουζινιανών μπορεί να θεωρείται ο Ιάκωβος Β', νόθος γιος του βασιλιά Ιωάννη Β'. Παρά το ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Βενετούς και βοηθήθηκε μάλιστα απ' αυτούς, οι σχέσεις του αυτές αποδείχθηκαν μοιραίες τόσο για τον ίδιο όσο και για το βασίλειο της Κύπρου.

 

Πάντως, έτσι κι αλλιώς, το βασίλειο είχε χάσει πλέον την παλαιά του αίγλη και τη μεγάλη του ακμή, που είχε γνωρίσει ιδίως κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα, και τώρα βάδιζε προς την παρακμή. Αλλ' ας δούμε τα γεγονότα που οδήγησαν στο τέλος της περιόδου της Φραγκοκρατίας και στο τέλος της ζωής του βασιλείου.

 

Το 1471 ο Ιάκωβος Β' έστειλε απεσταλμένους στον πάπα για να εξασφαλίσουν αναγνώρισή του ως βασιλιά της Κύπρου, ενώ έκαμε και διευθετήσεις για γάμο του με μια Ελληνίδα, την Ζωή Παλαιολογίνα (κόρη του Θωμά Παλαιολόγου, δεσπότη του Μοριά). Το συνοικέσιο ευνοούσε ο πάπας, που αντιμετώπιζε όμως δυσκολίες στο ν' αναγνωρίσει τον Ιάκωβο ως βασιλιά, εξ αιτίας των πιέσεων της νόμιμης κληρονόμου Καρλόττας, εκθρονισμένης στην Ευρώπη. Λόγω των περιπλοκών αυτών δεν προωθήθηκε ούτε το συνοικέσιο με τη Ζωή.

 

Τότε οι Βένετοι, που είχαν μεγάλα εμπορικά και γενικότερα οικονομικά συμφέροντα στην Κύπρο (βασικό διαμετακομιστικό σταθμό στο εμπόριο Δύσης-Ανατολής), πρότειναν γάμο του Ιακώβου με μια Βενετσιάνο νεαρή αριστοκράτισσα, την Αικατερίνη Κορνάρο. Το συνοικέσιο αυτό κατέληξε σε συμφωνία. Την Αικατερίνη «υιοθέτησε» και προικοδότησε η Δημοκρατία της Βενετίας, και την έστειλε με τιμές στην Κύπρο όπου το 1472 παντρεύτηκε τον Ιάκωβο στην Αμμόχωστο.

 

Τον επόμενο χρόνο, το 1473, ο Ιάκωβος αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε στην Αμμόχωστο, σε ηλικία μόλις 33 χρόνων.

 

Νέα πρόσωπα είχαν εμφανιστεί ήδη στο πολιτικό προσκήνιο της Κύπρου, Βενετοί συγγενείς της Αικατερίνης Κορνάρο, όπως ο Αντρέας Κορνάρο κι ο Μάρκος Μπέμπο. Οι δυο αυτοί, μαζί με άλλους που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Βενετίας, κατηγορήθηκαν ότι είχαν δολοφονήσει με δηλητήριο τον βασιλιά Ιάκωβο. Την κατηγορία υιοθέτησε κι αυτός ο πάπας Σίξτος Δ'. Στο μεταξύ η Αικατερίνη Κορνάρο ήταν ήδη έγκυος και λίγο αργότερα, μέσα στον ίδιο χρόνο (28 Αυγούστου 1473), γέννησε ένα γιο στον οποίο δόθηκε το όνομα του αποθανόντος πατέρα του Ιακώβου, κι ο οποίος αναγνωρίστηκε ως ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου του, ως βασιλιάς Ιάκωβος Γ'.

 

Πεθαίνοντας ο Ιάκωβος Β' άφησε διαθήκη με την οποία όριζε κληρονόμο του το παιδί του που επρόκειτο να γεννηθεί. Μέχρι την ενηλικίωσή του όμως, άφηνε το βασίλειο στην Αικατερίνη Κορνάρο. Εάν το νόμιμο παιδί του πέθαινε, θα κληρονομούσαν τα νόθα παιδιά του. Επίσης όρισε 7μελή επιτροπή που θα διαχειριζόταν προσωρινά τα ζητήματα του βασιλείου, απαρτιζόμενη από τους: Ιωάννη Ταφούρ κόμητα της Τριπόλεως και διοικητή της Αμμοχώστου, Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέγκ κόμητα της Ιόππης και της Καρπασίας και διοικητή του στόλου, Μόρφου ντε Γκρινιέρ κόμητα ντε Ρουχάς, Αντρέα Κορνάρο θείο της Αικατερίνης κι ένατων δολοφόνων του, Ιωάννη Αρονιόν, Ρίτζο ντι Μαρίνο τυχοδιώκτη αξιωματούχο και βοηθό του καταγόμενο από τη Σικελία και Πέτρο ντ' Άβιλα κοντοσταύλη της Κύπρου.

 

Μετά τον θάνατο του Ιακώβου δημιουργήθηκε μια πολύπλοκη κατάσταση από τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις και προς τέσσερις διαφορετικούς στόχους:

 

α) Η Καρλόττα κινήθηκε στην Ευρώπη, προφανώς κινητοποιώντας και τους εναπομείναντες οπαδούς της στην Κύπρο, για επανάκτηση του θρόνου της.

β) Οι Βενετοί, με επί κεφαλής τους Αντρέα Κορνάρο, Μάρκο Μπέμπο, αδελφούς Κονταρίνι και άλλους, προσπάθησαν να καταλάβουν την αρχή μέσω της νεαρής Αικατερίνης Κορνάρο.

γ) Οι αντίπαλοι των Βενετών κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να τους παρεμποδίσουν από του να κυριαρχήσουν στην Κύπρο.

δ) Τέλος, αρκετοί τοπικοί ευγενείς και ο λαός αναγνώρισαν τον νεογέννητο Ιάκωβο Γ' ως κληρονόμο του βασιλείου και ετάχθησαν με το μέρος αυτού και της Αικατερίνης.

 

Όμως πολύ σύντομα ο νεογέννητος κληρονόμος του θρόνου Ιάκωβος Γ' εξαφανίστηκε και φαίνεται ότι δολοφονήθηκε από πράκτορες της Βενετίας. Η Βενετία, μετά τη δολοφονία του Ιακώβου Β', δεν επιθυμούσε την ύπαρξη κληρονόμων γιατί έτσι θα προωθούσε τις επί της Κύπρου βλέψεις της. Εύκολα επίσης η Βενετία εξουδετέρωσε και τις ενέργειες της Καρλόττας, προς την οποία μάλιστα σαφώς αρνήθηκε να προσφέρει την αιτούμενη βοήθεια. Τα πράγματα δεν έγιναν όμως λιγότερο πολύπλοκα, γιατί τώρα ο λαός και αρκετοί ευγενείς αναγνώρισαν τη νεαρή Αικατερίνη ως βασίλισσα της Κύπρου. Μάλιστα τοπικοί λαϊκοί ηγέτες, όπως ο Στέφανος Κουδουνάς, ξεσήκωσαν τον λαό υπέρ της βασίλισσας.

 

Οι αντίπαλοι των Βενετών πάλι, ιδίως δε οι Καταλανοί (από την Καταλονία της Ισπανίας) και μερικοί Σικελοί που ζούσαν στην Κύπρο, προσπάθησαν να ματαιώσουν τα σχέδια των Βενετών προωθώντας δικά τους σχέδια μέσω ενός συνοικεσίου. Το κόμμα των Καταλανών ήταν τότε πολύ ισχυρό στην Κύπρο, μ' επί κεφαλής τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λουδοβίκο Πέρεζ Φαμπρέγκ, τον αδελφό του Ιωάννη Πέρεζ Φαμπρέγκ, τον τυχοδιώκτη Ρίτζο ντι Μαρίνο, τον επίσης τυχοδιώκτη Ιάκωβο Ζαπλάνα, τον Λουδοβίκο Αλμπερίκο και άλλους.  Όλοι αυτοί είχαν προσφέρει πιο πριν τη βοήθειά τους στον Ιάκωβο Β' κι είχαν προωθηθεί απ' αυτόν σε υψηλά αξιώματα με αποτέλεσμα να καταστούν πολύ ισχυροί. Το καταλανικό κόμμα, που υπηρετούσε τα σχέδια του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου, είχε λίγο πιο πριν προσπαθήσει να επιτύχει μια συμμαχία Κύπρου και Νεαπόλεως, προτείνοντας γάμο μεταξύ μιας νόθου κόρης του Ιακώβου Β', της Κάρλας, με ένα νόθο γιο του Φερδινάνδου, τον δον Αλόνσο. Το συνοικέσιο αυτό ματαιώθηκε από τους Βενετούς. Τώρα, το καταλανικό κόμμα, προκειμένου να ματαιώσει τις επιδιώξεις των Βενετών, προώθησε σχέδιο για νέο γάμο: της Αικατερίνης Κορνάρο με έναν γιο του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου. Με τον γάμο αυτό η Κύπρος θα αποκτούσε βασιλιά (τον νέο σύζυγο της Αικατερίνης) και θα εξασφάλιζε την υποστήριξη του βασιλείου της Νεαπόλεως.

 

Η Αικατερίνη, που φαίνεται ότι συνειδητοποίησε ότι είχε χρησιμοποιηθεί από την ίδια την πατρίδα της ως όργανο για κατάληψη της Κύπρου, άρχισε να προσανατολίζεται στην ιδέα να κρατήσει τον θρόνο και το βασίλειο με το να συνάψει ένα νέο και κατάλληλο γάμο. Στο μεταξύ όμως δημιουργήθηκε μια νέα επιπλοκή: η αντίδραση αρκετών Κυπρίων ευγενών κατά της Αικατερίνης. Μέχρι την Καρλόττα και τον Ιάκωβο Β', όλοι οι βασιλιάδες της Κύπρου ήταν της δυναστείας των Λουζινιάν και ήταν γαλλικής καταγωγής, τώρα όμως στον θρόνο βρισκόταν μια Ιταλίδα, η Βενετσιάνο Αικατερίνη, κι ό,τι κι αν συνέβαινε μέσω αυτής, η δυναστεία των Γάλλων διακοπτόταν. Αυτό δεν ικανοποιούσε μια μερίδα ευγενών που ήταν γαλλικής καταγωγής. Αυτοί θα υποστήριζαν την Αικατερίνη εάν ζούσε ο γιος της που ήταν Λουζινιάν. Αλλά αυτός είχε εξουδετερωθεί ήδη.

 

Στο μεταξύ όμως, πριν από την εξουδετέρωση του νεογέννητου Ιακώβου Γ', οι Καταλανοί έκαμαν μια βεβιασμένη και μοιραία γι’ αυτούς κίνηση και νέα συγκλονιστικά γεγονότα συνέβησαν. Ο Ιάκωβος Γ' γεννήθηκε στην Αμμόχωστο (όπου διέμενε η Αικατερίνη) στις 28 Αυγούστου του 1473. Στις αρχές του Νοεμβρίου διαβάστηκε δημόσια στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία ένα γράμμα του πάπα Σίξτου Δ' με το οποίο αυτός κατηγορούσε μερικούς εξέχοντες Βενετούς ως δολοφόνους του Ιακώβου Β': τους Αντρέα Κορνάρο, Μάρκο Μπέμπο, Παύλο Ζάππε και τον γιατρό Γαβριήλ Τζεντίλε. Δημιουργήθηκε τότε ένα κλίμα έντονης αντίδρασης κατά των Βενετών, το οποίο θεώρησαν καλό να εκμεταλλευθούν αμέσως οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος προς εξουδετέρωση των αντιπάλων τους. Έτσι, στις 13 Νοεμβρίου 1473, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο και άλλοι του καταλανικού κόμματος δολοφόνησαν στην Αμμόχωστο τους προαναφερθέντες εξέχοντες Βενετούς, εκ των οποίων οι δυο πρώτοι ήταν μάλιστα στενοί συγγενείς της βασίλισσας Αικατερίνης. Η δολοφονία των Βενετών αυτών πρόσφερε στην ίδια τη Βενετία την ευκαιρία να επέμβει. Κινητοποίησε τους δικούς της στην Κύπρο ενώ απέστειλε εσπευσμένα κι άλλη δύναμη. Οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος προσπάθησαν να σταθεροποιηθούν περισσότερο, δοκιμάζοντας μάλιστα να καταλάβουν ισχυρές θέσεις όπως το κάστρο της Κερύνειας, όμως πλέον η αντίδραση της Βενετίας δεν μπορούσε ν' ανακοπεί. Είχαν επίσης προχωρήσει σε ένα βεβιασμένο συνοικέσιο, αρραβωνιάζοντας τον Νοέμβριο τη νόθο κόρη του Ιακώβου, την Κάρλα, με ένα νόθο γιο του βασιλιά Φερδινάνδου της Νεαπόλεως. Μάλιστα ο τελευταίος υποσχέθηκε να βοηθήσει την Κύπρο, συντηρώντας δύναμη από 20 γαλέρες και 300 πολεμιστές που θα αποστελλόταν στο νησί σε περίπτωση ανάγκης. Ωστόσο τέτοιες ενέργειες δεν ήταν πλέον δυνατό να προλάβουν τους Βενετούς που ήδη είχαν στείλει στην Κύπρο δύναμη του στόλου τους της Ανατολής. Έτσι, την πρωτοχρονιά του 1474, οι ηγέτες του καταλανικού κόμματος ναύλωσαν κρυφά ένα καράβι κι έφυγαν από την Κύπρο. Μαζί τους συναποκόμισαν κοσμήματα (της Αικατερίνης) και άλλα πολύτιμα αντικείμενα μεγάλης αξίας.

 

Η φυγή των ηγετών του καταλανικού κόμματος από την Κύπρο τους έσωσε τη ζωή. Όμως τώρα οι Βενετοί παρέμεναν η πιο ισχυρή δύναμη στο νησί. Από δω και μπρος, η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο θα ελεγχόταν σχεδόν απόλυτα από Βενετούς αξιωματούχους. Ουσιαστικά η Βενετία ανέλαβε πλέον τη διακυβέρνηση της Κύπρου, έστω κι αν η Αικατερίνη Κορνάρο θα παρέμενε βασίλισσα μέχρι το 1489.

 

Οι Βενετοί προχώρησαν τότε, σταδιακά μεν αλλά σταθερά, σε πάρα πέρα ενέργειες που σταθεροποίησαν πλήρως τη θέση τους στην Κύπρο. Αριθμό Κυπρίων ευγενών, που αντιδρούσαν στη βασιλεία της Αικατερίνης Κορνάρο, συνέλαβαν κι εξόρισαν. Συνέλαβαν επίσης και φυλάκισαν αρκετά βασικά στελέχη του καταλανικού κόμματος που είχαν παραμείνει στην Κύπρο. Σε θέσεις κλειδιά (όπως φρούραρχοι στις διάφορες πόλεις και διοικητές στα διαμερίσματα του νησιού) τοποθετήθηκαν Βενετοί που αντικατέστησαν Κυπρίους ή άλλους. Καθαιρέθηκαν επίσης των αξιωμάτων τους και αντικαταστάθηκαν διάφοροι άλλοι αξιωματούχοι, όπως ο διοικητής της εις Κύπρον Μεγάλης Κομμανταρίας των Ιωαννιτών ιπποτών. Άλλοι, που κρίθηκε ότι ίσως γίνονταν επίφοβοι, αφοπλίστηκαν. Των φυγάδων και πολλών άλλων υποστηρικτών ή συνεργατών τους κατασχέθηκαν οι περιουσίες.

 

Αφού έγιναν όλα αυτά, και πέρασε καιρός, η επόμενη ενέργεια των Βενετών ήταν ν' αποδυναμώσουν πλέον την ίδια τη βασίλισσα και να εξαφανίσουν κάθε άλλο πιθανό διεκδικητή του θρόνου της Κύπρου. Έτσι στράφηκαν κατά των θερμών υποστηρικτών της Αικατερίνης, όπως ο Κύπριος λαϊκός ηγέτης Στέφανος Κουδουνάς, που με διάφορες προφάσεις συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν, τελικά δε απομακρύνθηκαν και από την Κύπρο (σταλθηκαν στη Βενετία όπου και χάθηκαν πλέον τα ίχνη τους). Συνελήφθησαν επίσης κι στάλθηκαν στη Βενετία η μητέρα του αποθανόντος βασιλιά Ιακώβου Β', η Μαριέττα από την Πάτρα, καθώς και τα νόθα παιδιά του (πιθανοί διεκδικητές του θρόνου). Ακόμη, πολλοί Κύπριοι ευγενείς συνελήφθησαν κι στάλθηκαν στην εξορία.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι το εγχείρημα των Βενετών για κατάληψη της Κύπρου δεν ήταν τόσο εύκολο. Για να μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμο, έπρεπε η ίδια η βασίλισσα της Κύπρου να προχωρήσει σε εκχώρηση του βασιλείου της στη Βενετία. Γι' αυτό και οι Βενετοί, αφού πάντρεψαν την Αικατερίνη με τον Ιάκωβο Β', προχώρησαν σε λίγο στη δολοφονία του. Έπρεπε τότε να ενισχύσουν την Αικατερίνη ώστε να κρατηθεί στην εξουσία, πράγμα που κατόρθωσαν . Αφού ύστερα εξουδετέρωσαν κάθε πιθανό κληρονόμο του θρόνου, περιλαμβανομένου του παιδιού της Αικατερίνης, άρχισαν να την πιέζουν ώστε να προχωρήσει σε εκχώρηση της Κύπρου. Υπήρχαν βέβαια και γενικότερες επιπλοκές και αντιδράσεις, που η Βενετία αντιμετώπισε με διπλωματικές ενέργειες. Σοβαρότερο τέτοιο πρόβλημα ήταν η αντίδραση του σουλτάνου της Αιγύπτου που είχε συμφέροντα στην Κύπρο την οποία και θεωρούσε υποτελή του. Πράγματι, η Κύπρος συνέχιζε να πληρώνει στον σουλτάνο ετήσιο φόρο υποτέλειας από το 1426, όταν οι Μαμελούκοι είχαν εισβάλει στο νησί και νικήσει τον τότε βασιλιά Ιανό. Οι Βενετοί δεν ήθελαν να έλθουν σε ρήξη και αντιπαράθεση με τον σουλτάνο γιατί η βασικότερη δραστηριότητά τους, το εμπόριο, στηριζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στις καλές σχέσεις μαζί του. Ωστόσο η Βενετία έστειλε επανειλημμένα πρέσβεις της στο Κάιρο που τελικά κατόρθωσαν να πείσουν τον σουλτάνο να μη εναντιωθεί σε εκχώρηση της Κύπρου στη Βενετία. Του δόθηκε η διαβεβαίωση (που τηρήθηκε) ότι ο ετήσιος φόρος της Κύπρου θα εξακολουθούσε να καταβάλλεται, και του προσφέρθηκαν κι άλλα ανταλλάγματα.

 

Εντούτοις η Αικατερίνη αντιδρούσε. Προσπάθησε να κρατήσει το βασίλειο στου οποίου τον θρόνο βρέθηκε τόσο αναπάντεχα. Οι Βενετοί συνέχισαν να την πιέζουν. Συνέχισαν επίσης τη δραστηριότητά τους και μερικοί από τους φυγάδες του καταλανικού κόμματος. Ένας απ' αυτούς, ο Ρίτζο ντι Μαρίνο, ήλθε πάλι κρυφά στην Κύπρο μαζί με ένα Κύπριο φυγάδα ευγενή, τον Τριστάν ντε Γκιμπλέτ, το 1488. Δρούσαν κι οι δυο εκ μέρους του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου, μάλιστα ο ντε Γκιμπλέτ κατόρθωσε να φθάσει μεταμφιεσμένος μέχρι την πρωτεύουσα Λευκωσία και να συναντηθεί με τη βασίλισσα, προτείνοντας της γάμο με τον δον Αλόνσο, γιο του Φερδινάνδου. Τελικά όμως επισημάνθηκαν κι ο ντε Γκιμπλέτ κι ο ντι Μαρίνο από τους αγρυπνούντες πράκτορες των Βενετών και συνελήφθησαν. Ο ντε Γκιμπλέτ αυτοκτόνησε με δηλητήριο, ενώ ο σύντροφος του στάλθηκε σιδηροδέσμιος στη Βενετία όπου χάθηκαν πλέον τα ίχνη του.

 

Η ενέργεια όμως αυτή των δυο ανθρώπων του Φερδινάνδου της Νεαπόλεως θορύβησε τις αρχές της Βενετίας. Πιθανότατα πολύ περισσότερο τους θορύβησαν οι προθέσεις της Αικατερίνης που δέχθηκε την κρυφή συνάντηση με τον ντε Γκιμπλέτ και που μάλλον είχε δεχθεί και την πρόταση του να παντρευτεί τον δον Αλόνσο της Νεαπόλεως. Γιατί ένας γάμος της Αικατερίνης θα σήμαινε μια νέα κατάσταση, με νέο βασιλιά της Κύπρου, νέους διαδόχους, νέες συμμαχίες και γενικότερα νέες επιπλοκές που θα εξουδετέρωναν, ενδεχομένως, τις βλέψεις της Βενετίας. Γι’ αυτό η Δημοκρατία της Βενετίας πήρε την απόφαση να επισπεύσει τα πράγματα. Πίεσε στον μέγιστο βαθμό την Αικατερίνη, επιστρατεύοντας προς τούτο και στέλλοντας στην Κύπρο και την μητέρα και τον αδελφό της.

 

Στο τέλος η Αικατερίνη ενέδωσε. Το 1489 εκχώρησε την Κύπρο στη Βενετία. Την 1η Μαρτίου του χρόνου αυτού αναχώρησε από την Κύπρο μέσα σε μια ατμόσφαιρα θλίψης και θρήνου. Να πώς περιγράφει τη φυγή της από το νησί ο χρονογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος:

 

Καί τῇ α' φευρουαρίου ἐπῆγεν ἡ ρήγαινα νά προσκύνησῃ εἰς τά Ψηθία, καί ἐπῆγεν καβαλλαρία, καί ἐποῖκάν της συντροφίαν ὅλαις ᾑ καβαλλαρίαις καί ὅλοι οἱ καβαλλάριδες, καί δ' καβαλλάριδες εἰς τό ἄλογόν της ἀπεζοί, καί ὁ πρεβετατούρης μετά της.

 

Καί εἰς ταῖς ιε' φευρουαρίου ᾳυπζ’  ἐπῆγεν ἀπό τήν Λευκουσίαν νά πάγῃ εἰς τήν Ἀμμόχουστον διά νά πέρασῃ, καί ἐπῆγεν καβαλλαρία, καί ὅλαις ᾑ καβαλλαρίαις καί οἱ καβαλλάριδες εἰς τήν συντροφίαν της, και ς' καβαλλάριδες εἰς τό χαλινάριν της καί εἰς τό ἄλογόν της. Καί ἐφόρησεν ἕναν ροῦχον ράζον μαῦρον ۠ καί ἀφ' ὅν ἐβγῆκεν ἀπό τήν Λευκουσίαν, τά δάκρυα ἀπέ τά 'μάτια της δέν ἐπάψαν. Καί εἰς τό ἄμε της ἐγίνην μέγαν κλάμαν. Καί ἐπηγαίνοντα εἰς τήν Ἀμμόχουστον, ἐποῖκαν τζούσταις ۠ καί τήν α' μαρτίου ᾳυπη' Χριστοῦ  ἐνέβην εἰς τό κάτεργον καί ἐπῆγεν εἰς τήν Βενετίαν.

 

Όταν, λοιπόν, η Αικατερίνη ενέδωσε, πήγε με τη συνοδεία της στα Ψηθία (=μοναστήρι της Παναγίας Αψινθιώτισσας* κοντά στο κάστρο Βουφαβέντο, στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου) για προσκύνημα. Στις 15 του Φεβρουαρίου του 1489 αναχώρησε από τη Λευκωσία για την Αμμόχωστο, συνοδευόμενη από τους ιππότες και τις συζύγους των ευγενών, ντυμένη στα μαύρα. Ο λαός την αποχαιρέτησε με κλάματα. Από αλλού γνωρίζουμε ότι οι Βενετοί συγκέντρωσαν τους στρατιώτες τους στη Λευκωσία, όπου ενώ η βασίλισσα αναχωρούσε ζητωκραύγαζαν υπέρ της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Κι από την Αμμόχωστο η βασίλισσα αναχώρησε με γαλέρα, την 1η Μαρτίου του 1489, για τη Βενετία.

 

Η Βενετία, όπου κι έφθασε, τη δέχθηκε με τις ύψιστες τιμές. Της παραχώρησε δε το πριγκιπάτο του Άσολο, κοντά στη Βενετία, όπου κι έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της περιστοιχιζόμενη από καλλιτέχνες και διανοουμένους. Πέθανε το 1510. Ύψιστες τιμές κι αξιώματα απονεμήθηκαν και σε μέλη της οικογένειάς της.

 

Την επίσπευση της κατάληψης της Κύπρου από τους Βενετούς επέβαλε σ' αυτούς και η απειλή του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζίντ. Η Βενετία βρισκόταν σε ρήξη προς αυτόν κατά τη διάρκεια του μακρού πολέμου του προς τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Ο Βαγιαζίντ συχνά απειλούσε να καταλάβει την Κύπρο, μάλιστα την άνοιξη του 1488 είχε επιτεθεί κατά της Αμμοχώστου. Η προσπάθειά του αυτή αποκρούστηκε χάρις στην έγκαιρη επέμβαση μοίρας 25 πλοίων του βενετικού στόλου. Ο Βαγιαζίντ είχε προσπαθήσει και πιο πριν ν' αποκτήσει λιμενικές διευκολύνσεις για τα καράβια του στην Κύπρο, που όμως δεν του παραχωρήθηκαν γιατί τέτοια ενέργεια θα στρεφόταν κατά των Μαμελούκων της Αιγύπτου.

 

Η ύψωση της σημαίας του Αγίου Μάρκου στο νησί θα αποτελούσε σαφή προειδοποίηση προς τον σουλτάνο Βαγιαζίντ και προς κάθε άλλον για την αποφασιστικότητα της ίδιας της Βενετίας να υπερασπιστεί την Κύπρο, που τον Μάρτιο του 1489, με την αναχώρηση της Αικατερίνης, καταλήφθηκε και τυπικά από τον γενικό ναύαρχο της Βενετίας Φραγκίσκο Πριούλι.

 

Η προστασία της Κύπρου από τους Οθωμανούς αποτελούσε και καλή δικαιολογία της Βενετίας προς την Ευρώπη για την κατάληψά της. Στην Κύπρο επιβλήθηκε τότε ένα ακόμη πιο σκληρό καθεστώς, που κατέστησε τον λαό του νησιού πλήρως εχθρικό προς τους νέους κατακτητές. Το νησί δεν ήταν πλέον ανεξάρτητο βασίλειο αλλά μια ακόμη αποικία της Βενετίας. Και ως αποικία, είχε την ανάλογη ιδιαίτερα σκληρή εκμετάλλευση αλλά και καθόλου βοήθεια για ανάπτυξη και πρόοδο. Η Βενετία ενδιαφέρθηκε μόνο στο ν' απομυζήσει από την Κύπρο όσα περισσότερα μπορούσε να προσφέρει το νησί με την αδιάκοπη σκληρότατη εργασία των κατοίκων του, που περιέπεσαν σε κατάσταση έσχατης δουλείας. Τόσο σκληρό ήταν το καθεστώς και τόσο μεγάλη η εκμετάλλευση, ώστε οι Κύπριοι έφθασαν μέχρι του σημείου να στείλουν κρυφά εκπροσώπους τους στον σουλτάνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ζητώντας του να επιτεθεί κατά των Βενετών και να καταλάβει την Κύπρο. Την παλαιά φιλοδοξία του σουλτάνου Βαγιαζίντ πραγματοποίησε ο σουλτάνος Σελίμ Β' με την εισβολή και κατάληψη της Κύπρου το 1570-71.

Φώτο Γκάλερι

Image