Οι τρεις περίπου αιώνες της Φραγκοκρατίας χαρακτηρίζονται από δολοπλοκίες, πάθη, άσωτη ζωή, αλλά και πράξεις ανδρείας και ηρωισμού και διαπνέονται από τα ιπποτικά ιδεώδη της Ευρώπης, όμως τα γεγονότα της περιόδου δεν σχετίζονται άμεσα προς αυτό τούτο τον λαό της Κύπρου από την άποψη ότι ο ντόπιος πληθυσμός, ευρισκόμενος σε κατά στάση δουλείας, ούτε συμμετείχε στη διακυβέρνηση ούτε και έπαιρνε μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Ήταν όμως εκείνος που περισσότερο υπέφερε τόσο εξ αιτίας των πολέμων όσο κι εξαιτίας των διαφόρων καταστροφών, γιατί κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας μαρτυρούνται και σεισμοί και πλημμύρες και ανομβρίες αλλά και συχνές επιδρομές τεραστίων σμηνών από ακρίδες που προκαλούσαν πολύ μεγάλες ζημιές στη γεωργική παραγωγή. Μαρτυρούνται ακόμη επανειλημμένες επιδημίες που αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό αφού οι άνθρωποι πέθαιναν κατά χιλιάδες.
Όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, επί Γουΐδου ντε Λουζινιάν (1192-1194) και επί του αδελφού του Αμάλριχου (1194-1197-1205) συνεστήθη το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου που αναγνωρίστηκε ως τέτοιο το 1197. Το 1198 ο Αμάλριχος έγινε και βασιλιάς των Ιεροσολύμων. Επί Αμάλριχου είχε αρχίσει η προσπάθεια υποδούλωσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου στη Λατινική που εγκαταστάθηκε στο νησί. Ο Αμάλριχος διατηρούσε καλές σχέσεις με τον βασιλιά της Αρμενίας Λέοντα Β', μάλιστα ο τελευταίος νυμφεύθηκε την κόρη του Κυπρίου βασιλιά Σίβυλλα. Μητέρα της Σίβυλλας ήταν η Ισαβέλλα (κόρη του βασιλιά των Ιεροσολύμων Αμαλρίχου Α' και της Ελληνίδας Μαρίας Κομνηνής). Την Ισαβέλλα, δυο φορές χήρα, νυμφεύθηκε ο Αμάλριχος το 1198 και ο γάμος αυτός του απέφερε και τον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσολύμων.
Ο Αμάλριχος, προκειμένου να εδραιώσει τον θρόνο της Κύπρου, είχε ζητήσει τη βοήθεια του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Στ'*, ο δε τελευταίος έστειλε στην Κύπρο δυνάμεις του, οι οποίες , για να εκδιωχθούν αργότερα, χρειάστηκε σκληρός πόλεμος που κράτησε 40 χρόνια. Τον Ιούλιο του 1198 ο Αμάλριχος έκλεισε συνθήκη ειρήνης με τον σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ Μαλίκ αλ Αντίλ με πενταετή ισχύ. Ωστόσο λίγο μετά τη λήξη της συνθήκης, επετέθη κατά της Αιγύπτου (Μάης του 1204) με επιχειρήσεις του στόλου του στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου. Το 1197 οι γερμανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Κύπρο κατέλαβαν, για λογαριασμό του Αμαλρίχου, τη Βηρυτό την οποία αυτός εκχώρησε στον Ιωάννη ντ' Ιμπελέν (αδελφό της πρώτης συζύγου του) που αργότερα, γνωστός ως ο γηραιός άρχων της Βηρυτού, θα αποδειχθεί ικανότατος αντίπαλος των Γερμανών. Τον Σεπτέμβρη του 1204 υπέγραψε νέα συνθήκη με τον Αιγύπτιο σουλτάνο. Πέθανε τον Απρίλη του 1205 στην Άκρα (βλέπε λήμμα Αμάλριχος ή Αμαλάριχος).
Στον θρόνο της Κύπρου τον διαδέχθηκε ο γιος του Ούγος Α' (1205-1218), σε ηλικία 10 μόλις χρόνων (είχε γεννηθεί το 1195). Επί ημερών του Ούγου Α' επιχειρήθηκε η κατάληψη της Αττάλειας και της Κωρύκου, σημαντικών λιμανιών στη νότια Μικρά Ασία, βασικά για προστασία του εμπορίου. Οχυρώθηκε επίσης το φρούριο της Κερύνειας, άρχισε να κτίζεται το αββαείο του Πέλλα-Παϊς (αν-και τούτο πήρε μεγάλη ώθηση αργότερα, επί Ούγου Γ' που πολλοί θεωρούν ως τον πραγματικό ιδρυτή του), όπως επίσης άρχισε να κτίζεται ο περίλαμπρος καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία. Ο Ούγος Α', πολύ νέος, είχε ακολουθήσει την πέμπτη Σταυροφορία αλλά η συμβολή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν μικρή επειδή σύντομα αρρώστησε κι οδηγήθηκε στον θάνατο το 1218, σε ηλικία 23 χρόνων (βλέπε λήμμα Ούγος).
Βασιλιάς εξελέγη τότε ο γιος του Ούγου, ο Ερρίκος Α ' (1218-1253) που τότε ήταν ακόμη βρέφος (είχε γεννηθεί το 1217). Αρχικά η μητέρα του, Αλίκη της Καμπάνιας, άσκησε την αντιβασιλεία. Αυταρχική και απολυταρχική, ήλθε σύντομα σε ρήξη προς τους ευγενείς και ιδίως την οικογένεια των Ιβελίνων*. Η διαμάχη έδωσε την ευκαιρία στον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β', που δρούσε ως κηδεμόνας του ανήλικου βασιλιά, να επέμβει στην Κύπρο, όπου ήλθε κι ο ίδιος προσωπικά όταν μετείχε στην έκτη Σταυροφορία. Οι Ιβελίνοι αντιστάθηκαν ερρωμένα κατά των δυνάμεων του Γερμανού αυτοκράτορα, τις οποίες και τελικά έδιωξαν από την Κύπρο ύστερα από σκληρές μάχες στο Αγρίδι, στην Κερύνεια (που πολιορκήθηκε για πολύ χρόνο) και στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου (βλέπε λήμματα Φρειδερίκος Β' και Αγριδίου μάχη). Ο Ερρίκος παρέλαβε την εξουσία κανονικά από τους Ιβελίνους μόλις ενηλικιώθηκε, το 1232. Παραχώρησε προνόμια στους Γενουάτες, ενώ επί των ημερών του συμπληρώθηκε η οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας. Επίσης, επί των ημερών του, υπέστη σκληρότατους διωγμούς η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου από τη Λατινική (μαρτύριο 13 μοναχών της Καντάρας* το 1231). Ο Ερρίκος Α' πέθανε το 1253, σε ηλικία 36 χρόνων.
Τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του Ούγος Β' (1253-1267) που ήταν βρέφος (γεννήθηκε το 1253). Αυτός υπήρξε βασιλιάς μόνο κατ' όνομα, αφού δεν πρόλαβε να κυβερνήσει μια και πέθανε πολύ νέος, σε ηλικία 14 χρόνων. Για τον νεαρό αυτό βασιλιά έγραψε παραινετικό λόγο Περί βασιλείας ο διάσημος Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος Θωμάς Ακινάτης*.
Επειδή ο Ούγος Β' δεν απέκτησε διάδοχο, στον θρόνο εξελέγη προς διαδοχή του ο πρώτος του ξάδελφος Ούγος Γ' (1267-1284). Τον ίδιο χρόνο που στέφθηκε βασιλιάς της Κύπρου (1267), ο Ούγος Γ' διεκδίκησε και κέρδισε και τον τίτλο του βασιλιά των Ιεροσολύμων, ως νόμιμος κληρονόμος του λόγω παλαιοτέρων συγγενικών δεσμών. Ο βασιλιάς αυτός, που αποκαλέσθηκε και Μέγας, υπήρξε προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Επέκτεινε κι εξωράισε το αββαείο του Πέλλα Παϊς. Προσπάθησε επίσης να διεξαγάγει πολέμους στη Συροπαλαιστίνη, με σκοπό την ανάκτηση του βασιλείου των Ιεροσολύμων, κι αγωνίστηκε κατά του Μπαϊμπάρς*, Μαμελούκου σουλτάνου της Αιγύπτου. Ο τελευταίος προσπάθησε να επεκτείνει τον πόλεμο και στην Κύπρο, κι επιτέθηκε κατά της Λεμεσού, ανεπιτυχώς, το 1271. Ο Ούγος Γ' πέθανε στην Τύρο το 1284, ενώ αγωνιζόταν κατά των Μαμελούκων (βλέπε και λήμμα Ούγος).
Στον θρόνο της Κύπρου τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιωάννης Α' (1284-1285) για ένα μόνο χρόνο. Μετά τον θάνατό του στον θρόνο ανήλθε ο δευτερότοκος γιος του Ούγου Γ', ο Ερρίκος Β' (1285-1324), που είχε γεννηθεί το 1271. Το 1286 ο Ερρίκος Β' στέφθηκε, στην Τύρο, και ως βασιλιάς των Ιεροσολύμων. Επί των ημερών του το βασίλειο της Κύπρου επλήγη από μεγάλη εσωτερική έριδα με τον εκθρονισμό του βασιλιά το 1306 από τον νεότερο αδελφό του Αμωρύ και την αιχμαλωσία του μέχρι το 1310, οπότε ο Αμωρύ δολοφονήθηκε κι ο Ερρίκος επανήλθε στον θρόνο. Στη συνέχεια καταδίωξε άγρια όλους εκείνους που είχαν υποστηρίξει τον πραξικοπηματία αδελφό του. Επίσης, επί Ερρίκου Β' σημειώθηκε η γενικότερη ρήξη των Ναϊτών ιπποτών με τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο τον Ωραίο. Ο τελευταίος συμφώνησε με τον πάπα για την εξολόθρευση των Ναϊτών και τη διάλυση του τάγματος τους, πράξη που περιέλαβε και τους Ναΐτες ιππότες που ζούσαν στην Κύπρο (βλέπε και λήμμα Ναΐτες ιππότες). Ο ίδιος ο Ερρίκος μισούσε τους Ναΐτες γιατί είχαν βοηθήσει τον αδελφό του να τον εκθρονίσει. Ο Ερρίκος διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Σαρακηνών στη Συρία και στην Αίγυπτο και κατά των Τούρκων στη Μικρά Ασία, ενώ στην ίδια την Κύπρο ήλθε σε σύγκρουση προς τους Γενουάτες και παραχώρησε επιπρόσθετα προνόμια στους Βενετούς (βλέπε και λήμμα Ερρίκος).
Μετά τον θάνατο του Ερρίκου, το 1324, κι αφού αυτός δεν είχε αποκτήσει απογόνους, στον θρόνο ανήλθε ο ανεψιός του Ούγος Δ '(1324-1359), που είχε γεννηθεί το 1300. Ο Ούγος Δ' ήταν φίλος και προστάτης των τεχνών και της φιλοσοφίας και μεταξύ των τακτικών συνδαιτημόνων του ήταν ο Κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης*. Υπήρξε αξιόλογος βασιλιάς και προς αυτόν αφιέρωσε ο Βοκκάκιος το ποίημα του Γενεαλογία των Θεών. Επί Ούγου Δ' έγιναν μεγάλες πλημμύρες, ιδίως στη Λευκωσία και στη Λεμεσό, τον Νοέμβριο του 1330, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Επίσης, το 1348 συνέβη μεγάλη επιδημία πανώλους με αποτέλεσμα να πεθάνουν πάρα πολλές χιλιάδες ανθρώπων (ἐπέθανεν τό ἤμισον τοῦ νησσίου, γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς). Νέα μεγάλη επιδημία ήλθε το 1363 (επί Πέτρου Α') ενώ το 1351 συνέβη καταστροφική επιδρομή ακριδών.
Επί Ούγου Δ' συμπληρώθηκαν οι οχυρώσεις της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Ο βασιλιάς είχε υπογράψει συμφωνία με τη Βενετία για προνομιακή μεταχείριση των Βενετών στην Κύπρο, πράγμα που δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις του βασιλείου με τους Γενουάτες, με τους οποίους τελικά υπέγραψε επίσης συμφωνία. Αν και ετοίμασε μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων στη Μικρά Ασία, όπου αυτοί συνεχώς επεκτείνονταν, ωστόσο δεν την πραγματοποίησε (βλέπε και λήμμα Ούγος).
Στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία διεξήγαγε, με επιτυχία, ο γιος και διάδοχος του Ούγου Δ', ο βασιλιάς Πέτρος Α' (1359-1369). Μάλιστα ο Πέτρος Α' κατέλαβε αρκετά όσο και στρατηγικής σημασίας εδάφη της νότιας Μικράς Ασίας, περιλαμβανομένων των πόλεων Αττάλειας και Κωρύκου. Επίσης διενήργησε επανειλημμένες επιδρομές κατά των Μωαμεθανών στη Συρία, ενώ εντυπωσίασε την Ευρώπη με την επίθεση του κατά της Αλεξάνδρειας την οποία κατέλαβε και λεηλάτησε το 1365. Ανέλαβε επίσης μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους ηγεμόνες της Ευρώπης για διοργάνωση μιας νέας μεγάλης Σταυροφορίας που θα του έδινε (όπως ήλπιζε) και το βασίλειο των Ιεροσολύμων, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ίσως να πετύχαινε περισσότερα εάν δεν πέθαινε νωρίς. Όμως οι παράφοροι έρωτες του και τα πάθη του τον οδήγησαν σε σύγκρουση με τους ευγενείς του βασιλείου που συνωμότησαν εναντίον του και, τελικά, τον δολοφόνησαν άγρια τον Γενάρη του 1369. Ο βίαιος θάνατος του επισφράγισε την ακμή του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου και σηματοδότησε την έναρξη της παρακμής του.
Οι υπόλοιποι βασιλιάδες μετά τον Πέτρο Α' ήταν αδύνατου χαρακτήρα και χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, με εξαίρεση μάλλον τον Ιάκωβο Α' και σίγουρα τον Ιάκωβο Β', που όμως και αυτοί ανάλωσαν τις δυνάμεις τους σε εσωτερικές έριδες και σε αγώνα επικράτησης, όπου βέβαια αναμείχθηκαν και οι ευγενείς ενεργά. Η εξασθένηση του βασιλείου επιταχύνθηκε με τις διχόνοιες των φεουδαρχών αλλά κυρίως με τις δραστηριότητες, με επίκεντρο την Κύπρο, των Γενουατών και των Βενετών.
Τον Πέτρο Α' διαδέχθηκε ο νεαρός γιος του Πέτρος Β' (1369-1382). Κατά την τελετή της στέψης του και ως βασιλιά των Ιεροσολύμων στην Αμμόχωστο το 1372, μετά την ενηλικίωση του, εκδηλώθηκε ανοικτή σύγκρουση μεταξύ των αντιπάλων κι ανταγωνιστών Βενετών και Γενουατών, που πήρε τη μορφή ένοπλου αγώνα με πολλά θύματα. Το επεισόδιο αυτό έδωσε την αφορμή στη Γένουα να οργανώσει εκστρατεία κατά της Κύπρου, που οργανώθηκε σε συνεταιρική μετοχική βάση, υπό μορφή δημόσιας εταιρείας! Άλλη αφορμή έδωσε στη Γένουα η έκκληση της βασίλισσας Ελεονώρας*, μητέρας του Πέτρου Β' και χήρας του Πέτρου Α', για στρατιωτική βοήθεια προκειμένου αυτή να μπορέσει να εκδικηθεί τους ευγενείς που είχαν δολοφονήσει τον σύζυγό της.
Η εισβολή των Γενουατών στην Κύπρο, το 1373, αντιμετωπίστηκε από τις δυνάμεις του βασιλείου αρκετά αδέξια στην αρχή. Οι Γενουάτες, ξεγελώντας τις δυνάμεις που υπεράσπιζαν την Αμμόχωστο, κατόρθωσαν εύκολα να καταλάβουν την ιδιαίτερα σημαντική αυτή πόλη και μάλιστα να αιχμαλωτίσουν, εκεί, τον βασιλιά Πέτρο Β' και την βασιλομήτορα Ελεονώρα. Με βάση τους την Αμμόχωστο, οι Γενουάτες επεξέτειναν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Κύπρο. Αντιμετωπίστηκαν όμως με επιτυχία από τους θείους του βασιλιά Ιωάννη και Ιάκωβο (τον μετέπειτα βασιλιά Ιάκωβο Α') εκ των οποίων ο πρώτος ήλεγχε το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνος κι ο δεύτερος την ισχυρά οχυρωμένη Κερύνεια. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι τον επόμενο χρόνο, οπότε ο Πέτρος Β' αναγκάστηκε να αποδεχθεί ατιμωτική συμφωνία που ικανοποιούσε τους Γενουάτες και τα οικονομικά τους συμφέροντα που περιελάμβαναν βαρύτατες αποζημιώσεις. Ο Ιάκωβος συνελήφθηκε από τους Γενουάτες κι εστάλη στη Γένουα, μαζί με πολλούς άλλους Κυπρίους ευγενείς, ως όμηρος. Ο πρίγκιπας Ιωάννης δολοφονήθηκε λίγο αργότερα από ανθρώπους της Ελεονώρας. Η Αμμόχωστος, το κύριο λιμάνι της Κύπρου κι ένα από τα πιο σημαντικά της Μεσογείου, παρέμεινε στα χέρια των Γενουατών κι άρχισε να παρακμάζει. Αντίθετα, άρχισε ν' αποκτά σπουδαιότητα η Λάρνακα, το νέο κύριο λιμάνι του βασιλείου.
Αυτή την εποχή εγκαταλείφθηκαν κι απωλέσθησαν οριστικά, λόγω του πολέμου στην Κύπρο, οι κυπριακές κτήσεις στη νότια Μικρά Ασία. Ωστόσο στην ίδια την Κύπρο ο Πέτρος Β' βελτίωσε τις οχυρώσεις της Λευκωσίας, έκτισε τη βασιλική έπαυλη στην Ποταμιά κι άλλα έργα. Συνήψε, επίσης, συνθήκη ειρήνης με τον σουλτάνο της Αιγύπτου (βλέπε και λήμμα Πέτρος).
Μετά τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1382, σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, κι αφού ο Πέτρος Β' δεν είχε αποκτήσει απογόνους, στον θρόνο της Κύπρου εξελέγη ως νέος βασιλιάς ο θείος του (αδελφός του Πέτρου Α'), ο Ιάκωβος Α' (1382-1398) που είχε διακριθεί πιο πριν στον πόλεμο κατά των Γενουατών ως κοντοσταύλης (αρχιστράτηγος) της Κύπρου και που κρατείτο ακόμη αιχμάλωτος στη Γένουα. Η απελευθέρωσή του επετεύχθη τελικά, κι ήλθε στην Κύπρο το 1383. Δεν έγινε όμως δεκτός ομόφωνα και υπήρξε ανωμαλία που κράτησε μέχρι το 1385, οπότε ο βασιλιάς μπόρεσε να επιστρέψει ξανά στο νησί και ν' ασκήσει τα καθήκοντα του. Οι δεσμεύσεις του όμως ήταν πολλές και προς τους Κυπρίους ευγενείς και προς τους Γενουάτες ιδιαίτερα. Για ν' ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των .Γενουατών, αναγκάστηκε να επιβάλει τη φορολογία της δεκάτης σε όλο τον πληθυσμό του νησιού, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των φεουδαρχών και των ιπποτών. Εκτός απ' αυτό, στα 1392-3 ήρθε στην Κύπρο μεγάλη επιδημία πανούκλας που αποδεκάτισε τον πληθυσμό (βλέπε και λήμμα Ιάκωβος).
Ο Ιάκωβος Α' πέθανε το 1398 και στον θρόνο της Κύπρου τον διαδέχθηκε ο γιος του Ιανός (1398-1432) που είχε γεννηθεί το 1374 στη Γένουα, κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του πατέρα του. Κι ο Ιανός είχε κρατηθεί αιχμάλωτος στη Γένουα και για την απελευθέρωση του ο Ιάκωβος Α' είχε πληρώσει 100.000 δουκάτα που συγκέντρωσε με την επιβολή ειδικής φορολογίας πάνω στο αλάτι (το αλάτι ήταν πολύτιμο είδος κατά τον Μεσαίωνα, όσο κι απαραίτητο για τη συντήρηση και διατήρηση τροφίμων).
Ο Ιανός προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να καταλάβει την Αμμόχωστο που συνέχιζαν να κρατούν οι Γενουάτες και που αποτελούσε «κράτος εν κράτει». Ακολούθησαν συγκρούσεις με τους Γενουάτες κι ανώμαλη κατάσταση για μερικά χρόνια. Ο Ιανός επέβαλε ειδικές φορολογίες για ν' αντιμετωπίσει τις δαπάνες. Δυο είναι τα πλέον αξιόλογα γεγονότα που συνέβησαν επί της βασιλείας του, η εισβολή στην Κύπρο των Μαμελούκων της Αιγύπτου και η επανάσταση των Κυπρίων δουλοπάροικων υπό τον ρήγα Αλέξη.
Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου, με την (όχι εντελώς αβάσιμη) δικαιολογία ότι η Κύπρος είχε γίνει ορμητήριο πειρατών οι οποίοι λυμαίνονταν την Ανατολική Μεσόγειο, διενήργησαν επιδρομή το 1425, κτυπώντας τις Αλυκές (=Λάρνακα) και λεηλατώντας αρκετά χωριά της περιοχής. Τον επόμενο χρόνο, 1426, οι Μαμελούκοι εισέβαλαν στην Κύπρο, κατέλαβαν τη Λεμεσό, έδωσαν μεγάλη μάχη στη Χοιροκοιτία, όπου ο Ιανός ηττήθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος, κι έφθασαν μέχρι την πρωτεύουσα Λευκωσία που την λεηλάτησαν (βλέπε λήμματα Μαμελούκοι και Χοιροκοιτίας μάχη.) Αφού οι εισβολείς αποχώρησαν, μεταφέροντας και τον αιχμάλωτο Ιανό στο Κάιρο, σημειώθηκε η εξέγερση των Κυπρίων δουλοπάροικων κατά των Φράγκων κυριάρχων που κράτησε μήνες (για την εξέγερση αυτή γίνεται αναφορά στο μεθεπόμενο κεφάλαιο۠ βλέπε επίσης λήμματα Αλέξης ρήγας και Ιανός).
Με τη βοήθεια της Ευρώπης η κυπριακή επανάσταση κατεστάλη κι πνίγηκε στο αίμα. Ο Ιανός κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κύπρο, αφού εξαγόρασε την ελευθερία του. Όμως από το 1426 η Κύπρος κατέστη φόρου υποτελής στον σουλτάνο του Καΐρου, κι ο ετήσιος αυτός φόρος συνέχισε να καταβάλλεται μέχρι το τέλος της Φραγκοκρατίας και κατά την ακολούθησα περίοδο της Βενετοκρατίας.
Ο Ιανός πέθανε το 1432 και τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του Ιωάννης Β' (1432-1458). Ο Ιωάννης Β' είχε, φαίνεται, ιδιαίτερη προτίμηση προς τις Ελληνίδες. Οι δυο σύζυγοί του ήταν Ελληνίδες, όπως και η ερωμένη του. Πρώτη του σύζυγος ήταν η Μήδεια η Μομφερρατική, της οικογένειας των Παλαιολόγων και δεύτερη ήταν η βασίλισσα της Κύπρου Ελένη* Παλαιολογίνα, ανεψιά του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ερωμένη του ήταν η περιβόητη Μαριέττα* από την Πάτρα. Με την Ελένη ο Ιωάννης Β' απέκτησε την Καρλόττα, βασίλισσα της Κύπρου κατά το 1458-1460, ενώ με την Μαριέττα απέκτησε τον Ιάκωβο (Απόστολε), βασιλιά της Κύπρου από το 1460 μέχρι το 1473.
Η Ελένη Παλαιολογίνα, δυναμική και με ισχυρό χαρακτήρα, επιβλήθηκε του συζύγου της και ουσιαστικά αυτή κυβέρνησε το βασίλειο από το 1441 μέχρι τον θάνατο της το 1458. Πολέμησε σκληρά τους Λατίνους κι ενίσχυσε σημαντικά την Ορθόδοξη Εκκλησία και γενικότερα τον Ελληνισμό της Κύπρου. Επί των ημερών της έμελλε ν' αλωθεί η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους (1453) και να διαλυθεί η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην Κύπρο κατέφυγαν πολλοί κληρικοί και λαϊκοί φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη, που βοηθήθηκαν από την Ελένη. Αρκετοί Έλληνες ανέλαβαν, επί ημερών της Ελένης, υψηλά αξιώματα στο βασίλειο της Κύπρου. Μέχρι που η Ελένη «άλλαξε όλη τη λατινική λειτουργία και την έκανε ελληνική», λέγει ο Estienne de Lusignan.
Μετά τον θάνατο του βασιλιά Ιωάννη (που πέθανε κατά τον ίδιο χρόνο με τη σύζυγο του Ελένη, το 1458), στον θρόνο ανήλθε η κόρη του Καρλόττα (1458-1460). Όταν η Καρλόττα επρόκειτο να παντρευτεί τον ξάδελφο της Λουδοβίκο της Σαβοΐας, λέγεται ότι η μητέρα της Ελένη, ετοιμοθάνατη, την είχε καταραστεί να χάσει το βασίλειο της εάν έκανε αυτό τον γάμο. Ο γάμος έγινε και η Καρλόττα έχασε το βασίλειο. Και το έχασε από τον ετεροθαλή αδελφό της, τον Ιάκωβο Β' (1460-1473).
Η περίοδος από την εποχή του Ιωάννη Β' και εξής ήταν περίοδος σκληρών εσωτερικών αγώνων για επικράτηση: της Ελένης Παλαιολογίνας και των Ελλήνων κατά των Λατίνων, και στη συνέχεια της Καρλόττας κατά του Ιακώβου. Ο Ιάκωβος, αρχικά βοηθός και συμπαραστάτης της Καρλόττας (διέπραξε και σειρά εγκλημάτων για λογαριασμό της), έγινε ύστερα επίφοβος για τον θρόνο κι αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί για να σώσει τη ζωή του. Κατόρθωσε όμως να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Μαμελούκων της Αιγύπτου κι από την Αίγυπτο ήλθε ξανά στην Κύπρο ενισχυμένος και με στρατεύματα του σουλτάνου του Καΐρου. Αποδύθηκε αμέσως μετά σ' ένα αγώνα κατά της Καρλόττας που εξελίχθηκε σε εμφύλια διαμάχη. Σύντομα η Καρλόττα και οι υποστηρικτές της υποχώρησαν και τελικά πολιορκήθηκαν στην ισχυρή Κερύνεια. Μάταια η Καρλόττα αναζητούσε βοήθεια από την Ευρώπη, και τελικά αναγκάστηκε ν' αναχωρήσει από την Κύπρο το 1461 ή το 1462. Ωστόσο οι υποστηρικτές της αντιστάθηκαν στην πολιορκημένη Κερύνεια για 2 ακόμη χρόνια, αλλά στο τέλος η πόλη παραδόθηκε στον Ιάκωβο.
Η δεύτερη μεγάλη επιτυχία του Ιακώβου Β' ήταν να εκδιώξει τους Γενουάτες και να καταλάβει την Αμμόχωστο, τον Αύγουστο του 1464, μετά από δυο χρόνια πολιορκίας. Έτσι η σημαντική αυτή πόλη την οποία οι Γενουάτες κατείχαν για ένα σχεδόν αιώνα (από το 1373), επανεντάχθηκε στο βασίλειο των Λουζινιανών.
Πολλοί θεωρούν ότι η βασιλεία του Ιακώβου Β' άρχισε από το 1464, οπότε κατέλαβε την Αμμόχωστο και την Κερύνεια, ενώ ταυτόχρονα θεωρούν ότι η Καρλόττα είχε βασιλεύσει μέχρι τον χρόνο αυτό. Ωστόσο ο Ιάκωβος ήταν εκείνος που ήλεγχε πλήρως όλη την Κύπρο εκτός της Αμμοχώστου από το 1460, ενώ από τον χρόνο αυτό η Καρλόττα κατείχε μόνο την Κερύνεια. Έτσι σωστό είναι ότι η Καρλόττα βασίλευσε μόνο από το 1458 μέχρι το 1460. Βέβαια η Καρλόττα δεν έπαυσε να θεωρεί τον εαυτό της ως βασίλισσα της Κύπρου και να διεκδικεί τα δικαιώματα της μέχρι το 1485, οπότε κι εκχώρησε τα δικαιώματα της αυτά στον οίκο της Σαβοΐας. Δυο χρόνια αργότερα, το 1487, πέθανε στη Ρώμη.
Ωστόσο ο Ιάκωβος Β' δεν έζησε τόσο πολύ. Αφού έγινε απόλυτος κυρίαρχος της Κύπρου, αποδύθηκε σ' ένα αγώνα για ν' αναγνωριστεί επίσημα σαν βασιλιάς του νησιού από τον πάπα κι από Ευρωπαίους ηγεμόνες. Ταυτόχρονα, μετά την κατάρρευση των Γενουατών, ο Ιάκωβος προσεταιρίστηκε τους Βενετούς και με δική τους εισήγηση παντρεύτηκε, το 1472, μια Βενετσιάνα αριστοκράτισσα, την Αικατερίνη Κορνάρο, της γνωστής οικογένειας Κορνάρο* της Βενετίας. Τη νεαρή Αικατερίνη είχε υιοθετήσει και προικίσει η ίδια η Δημοκρατία της Βενετίας, που τη χρησιμοποίησε, χωρίς η ίδια να το ξέρει, ως δόλωμα για να καταλάβει την Κύπρο.
Και πράγματι, λίγο μετά τον γάμο, που έγινε στη Λευκωσία, Βενετοί πράκτορες δολοφόνησαν τον Ιάκωβο Β' στην Αμμόχωστο. Ο βασιλιάς πέθανε το 1473, δηλητηριασμένος, ενώ ανέμενε τη γέννηση του παιδιού του. Το παιδί του, ο Ιάκωβος Γ', γεννήθηκε λίγο αργότερα, μέσα στον ίδιο χρόνο.
Αλλά μετά τον θάνατο του Ιακώβου Β' άρχισε ένας νέος σκληρός αγώνας για επικράτηση. Οι ισχυροί Βενετοί υποστήριξαν βέβαια την χήρα Αικατερίνη Κορνάρο. Η Καρλόττα πρόβαλε, από την Ευρώπη, τις δικές της αξιώσεις επί του θρόνου. Οι Γάλλοι ευγενείς της Κύπρου δεν ευνοούσαν την άνοδο στον θρόνο της Αικατερίνης, που ήταν Βενετσιάνο. Τέλος, οι αντίπαλοι των Βενετών στην Κύπρο, και κυρίως η επίσης ισχυρή ομάδα Καταλανών και Σικελών, προσπάθησαν να ελέγξουν το βασίλειο και να ματαιώσουν τα σχέδια των Βενετών (βλέπε λήμματα Αλμπερίκος Λουδοβίκος, Μαρίνο Ρίτζο ντι, Φαμπρέγκουες Ιωάννης Πέρεζ, Κορνάρο οικογένεια, Φερδινάνδος Α' βασιλιάς Νεαπόλεως και Κορνάρο Αικατερίνη).
Όταν, στα τέλη του 1473, οι Καταλανοί και οι Σικελοί δολοφόνησαν στην Αμμόχωστο μερικούς εξέχοντες Βενετούς που ήταν συγγενείς της Αικατερίνης και που είχαν κατονομαστεί ως δολοφόνοι του Ιακώβου Β' (Ανδρέας Κορνάρο, Μάρκος Μπέμπο), η ίδια η Βενετία αποφάσισε να δράσει στην Κύπρο κι έστειλε ισχυρές δυνάμεις της στο νησί. Οι ηγέτες των Καταλανών και των Σικελών, που εργάζονταν για λογαριασμό του βασιλιά της Νεαπόλεως Φερδινάνδου Α', αναγκάστηκαν να φύγουν κρυφά από την Κύπρο για να σώσουν τη ζωή τους. Από τότε η Βενετία ανέλαβε, ουσιαστικά, τη διακυβέρνηση του νησιού και άρχισε τις εκκαθαρίσεις, ενώ η Αικατερίνη Κορνάρο παρέμεινε βασίλισσα τυπικά μόνο, κι αιχμάλωτη των Βενετών συμπατριωτών της. Μέσα στο 1474 δολοφονήθηκε (προφανώς από τους Βενετούς) το νεογέννητο παιδί της, ο βασιλιάς Ιάκωβος Γ'. Οι Βενετοί, προκειμένου να προωθήσουν μέχρι το τέλος τα σχέδια τους, δεν ήθελαν να υπάρχει κανένας διεκδικητής του θρόνου της Κύπρου. Αλλ' απ' εδώ αρχίζει και η διεργασία για κατάλυση του μεσαιωνικού βασιλείου της Κύπρου, και με τα γεγονότα αυτά ασχολείται το τελευταίο κεφάλαιο του παρόντος άρθρου.
ΣΗΜ: Εκτός από τις παραπομπές που γίνονται στο κεφάλαιο αυτό, για τα γεγονότα της περιόδου βλέπε λεπτομερώς και στα κεφάλαια για την ιστορία των έξι πόλεων της Κύπρου.