Φραγκοκρατία

Κοινωνικές τάξεις

Image

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας   οι κατοικούντες την Κύπρο διακρίνονταν σε διάφορες κοινωνικές τάξεις, που βασικά ήταν πέντε, με ανάλογες βέβαια διαβαθμίσεις η κάθε μια. Δηλαδή:

 

α) Ο βασιλιάς με τη βασιλική οικογένεια και την τάξη των ευγενών, φεουδαρχών και ιπποτών.

β) Το ιερατείο (της Λατινικής Εκκλησίας) και τα διάφορα θρησκευτικά τάγματα.

γ) Οι διάφοροι κατώτεροι αξιωματούχοι και οι στρατιωτικοί (περιλαμβανομένων των μισθοφόρων).

δ) Οι αστοί και οι έμποροι.

ε) Ο λαός, δηλαδή η μεγάλη μάζα του ντόπιου πληθυσμού (περιλαμβανομένων των Ορθοδόξων κληρικών).

 (Βλέπε: Ο Δούκας των Αθηνών και τα Φέουδα του στην Κύπρο

Φυσικά οι τρεις πρώτες κοινωνικές τάξεις, και ως ένα βαθμό και η τέταρτη, ζούσαν εις βάρος της πέμπτης, δηλαδή του ντόπιου πληθυσμού και του μόχθου του. Η μάζα του κυπριακού λαού αποτελούσε την (πολυπληθέστερη) τάξη των παροίκων ή δουλοπάροικων. Ήταν οι γεωργοί και οι εργάτες στις φυτείες, που διακρίνονταν σε κατηγορίες ανάλογα προς τα βόδια που κατείχαν για όργωμα και την ανάλογη έκταση γης που τους δινόταν: πεζοί (χωρίς ζώα), ζευγαράτοι ή και μονοζευγαράτοι (κάτοχοι ζεύγους βοδιών) και βοϊδάτοι (κάτοχοι ενός μόνο ζώου). Ο θεσμός αυτός υφίστατο και κατά την προγενέστερη (Βυζαντινή) εποχή αλλ' ήταν πιο ελαστικός κι όχι ιδιαίτερα καταπιεστικός. Σ' αυτούς που ήταν ακτήμονες παραχωρούνταν εκτάσεις γης από τους φεουδάρχες για καλλιέργεια και εκμετάλλευση, με αντάλλαγμα την πληρωμή προς τους φεουδάρχες σε είδος (παραγόμενα προϊόντα) και σε χειρωνακτική εργασία σε άλλα κτήματα των φεουδαρχών (λεπτομερέστερα βλέπε στο λήμμα πάροικοι, όπου γίνεται και κάποια σύγκριση της θέσεως των πάροικων κατά τα Βυζαντινά χρόνια και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ).

 

Μια άλλη κατηγορία των παροίκων ήταν οι λεγόμενοι περπυριάριοι. Ήταν εκείνοι που κατόρθωναν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους καταβάλλοντος το τίμημα σε υπέρπυρα (χρυσά νομίσματα της Κωνσταντινουπόλεως) και να μπορέσουν έτσι να ζήσουν κάπως πιο ανθρώπινα. Όμως είχαν ελάχιστα μόνο δικαιώματα (και κυρίως το δικαίωμα ν' αποκτούν γή), θεωρούνταν πάροικοι και πλήρωναν βαριούς φόρους.

 

Οι λεύτεροι ή και φραγκομάτοι ήταν μια άλλη κατηγορία πάροικων. Ήταν εκείνοι που όχι μόνο αποκτούσαν με εξαγορά την ελευθερία τους αλλά γίνονταν και κάτοχοι γης. Εάν η γή που κατείχαν περιλαμβανόταν στην έκταση ενός φέουδου, ο φεουδάρχης έπαιρνε απ' αυτούς, ως φόρο, μέρος της παραγωγής. Πλήρωναν επίσης φόρο στον βασιλιά κι άλλους φόρους (λ.χ. για το αλάτι). Στην κατηγορία αυτή ανήκαν και οι τεχνίτες που κατοικούσαν στις πόλεις. Ωστόσο στις υποχρεώσεις τους δεν δεσμεύονταν με εγγύηση (ή δέσμευση) του ίδιου του εαυτού τους (του κορμιού τους) όπως οι κατώτεροι πάροικοι κι οι φεουδάρχες δεν είχαν εξουσίες πάνω σ' αυτούς. Στην κατηγορία αυτή ανήκε κι ο κατώτερος κλήρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, ενώ ο ανώτερος κλήρος (επίσκοποι) βρισκόταν σε αρκετά καλύτερη θέση.

 

Τέλος, υπήρχε και η κατηγορία των Λευκών Βενετών ή Λευκών Γενουατών. Η κατηγορία αυτή των Κυπρίων αλλά και άλλων (κυρίως Ελληνοσύρων εμπόρων) βρισκόταν υπό την προστασία αντιστοίχως της Βενετίας και της Γένουας. Απολάμβαναν των προνομίων που, βάσει των υφισταμένων συμφωνιών, εδικαιούντο να έχουν στην Κύπρο οι Βενετοί και οι Γενουάτες υπήκοοι. Οι Λευκοί Βενετοί και οι Λευκοί Γενουάτες (που ήταν ολιγαριθμότεροι) υπηρετούσαν, βέβαια, τα συμφέροντα των πόλεων που τους προστάτευαν και τους θεωρούσαν υπηκόους των, και κυρίως τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Επειδή ο συναγωνισμός στο εμπόριο ήταν πολύ μεγάλος, η Βενετία και η Γένουα προσέφεραν στους εργαζόμενους αυτούς την προστασία τους. Κατέβαλλαν κατά καιρούς φόρους στο βασίλειο της Κύπρου, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα δεν φορολογούντο. Δικαστικά ανήκαν στη δικαιοδοσία των αντιστοίχων βαΐλων. Σημαντικότερη ομάδα ήταν οι Λευκοί Βενετοί παρά οι Λευκοί Γενουάτες. Οι εκάστοτε σχέσεις του βασιλείου της Κύπρου με τη Βενετία και τη Γένουα επηρέαζαν και την κατάσταση των ανθρώπων αυτών.

 

Ο ντόπιος πληθυσμός, λοιπόν, δηλαδή οι πάροικοι ή δουλοπάροικοι, ζούσε σε σκληρή σκλαβιά. Βρισκόταν υπό την απόλυτη σχεδόν εξουσία των ευγενών φεουδαρχών. Οι φεουδάρχες είχαν κάθε δικαίωμα επί των παροίκων που ζούσαν κι εργάζονταν στα φέουδα τους, ακόμη και την επιβολή οποιασδήποτε σκληρής τιμωρίας εκτός από τον ακρωτηριασμό και από τον θάνατο - μα εάν ερχόταν κι αυτός, ποιος θα γνοιαζόταν να τιμωρήσει τον ευγενή αφέντη; Ακόμη, οι πάροικοι δεν είχαν δικαίωμα να διακινούνται χωρίς την άδεια του οικείου φεουδάρχη και χρειάζονταν επίσης την άδεια του για σύναψη γάμων μεταξύ τους (και φυσικά δεν μπορούσαν να γίνονται γάμοι μεταξύ πάροικων και μελών άλλων κοινωνικών τάξεων).  Εάν όμως γίνονταν γάμοι μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών παροίκων, όπως λ.χ. μεταξύ παροίκων και περπυριάριων, τα παιδιά που προέρχονταν από τέτοιους γάμους ανήκαν στην χαμηλότερη κοινωνική κατηγορία. Ουσιαστικά οι πάροικοι αποτελούσαν κινητή ιδιοκτησία του κάθε αφέντη -φεουδάρχη και -όπως ελέχθη και πιο πριν- μπορούσαν ν' ανταλλαγούν απ' αυτόν ακόμη και με ζώα.

 

Κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Βυζαντινών οι θεσμοί ήταν πιο χαλαροί και οι ελεύθεροι χωρικοί μπορούσαν να στρέφονται ευκολότερα προς τις αγροτικές καλλιέργειες και την εκμετάλλευση της γης, γι’ αυτό και η κυπριακή οικονομία γενικά εξαρτάτο περισσότερο από τη γεωργία παρά από το εμπόριο (βλέπε λήμμα αγροτική ζωή). Τώρα, με τις νέες συνθήκες, και με το επιπρόσθετο σημαντικό στοιχείο των μεγάλων δραστηριοτήτων της Βενετίας, της Γένουας, της Πίζας, της Καταλονίας και άλλων δυνάμεων, το εμπόριο ήταν σημαντικότερη ασχολία από οικονομική άποψη. Έτσι οι πόλεις της Κύπρου είχαν ένα έντονο «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα όπου μπορούσε ν' ακούει κανένας να ομιλούνται πολλές γλώσσες, όπως αναφέρουν σε κείμενα τους μεσαιωνικοί επισκέπτες.

 

Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα της περιόδου της Φραγκοκρατίας   ήταν ο σταδιακός εξελληνισμός αρκετών Φράγκων.. Μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία ο ντόπιος πληθυσμός, δηλαδή οι  Έλληνες της Κύπρου, βρισκόταν στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα και υπό καθεστως σκληρής δουλείας, η διατήρηση του ελληνικού χαρακτήρα και, επί πλέον, ο εξελληνισμός αρκετών Φράγκων κι άλλων ευγενών, αποτελεί μοναδικό επίτευγμα.

 

Το φαινόμενο αυτό του εξελληνισμού αρκετών ξένων οφείλεται σε διάφορους λόγους κι αρχικά στη βάση που τέθηκε από την αρχή της Φραγκοκρατίας , οπότε παλαιές και μεγάλες οικογένειες των Βυζαντινών χρόνων είχαν κατορθώσει να περάσουν στην άρχουσα τάξη μετά την αλλαγή και να διατηρηθούν. Ονόματα οικογενειών με σημαντική κοινωνική θέση κατά τις περιόδους της Φραγκοκρατίας   και της Βενετοκρατίας αποδεικνύουν τη βυζαντινή προέλευση τους: Παλαιολόγοι, Συγκλητικοί, Κοντοστέφανοι, Σωζόμενοι, Ποδοκάταροι κλπ. Κατά δεύτερο λόγο οφείλεται στη δραστηριότητα, στην Κύπρο, Ελλήνων κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας , με σημαντικότερη την συμβολή της Ελληνίδας βασίλισσας του νησιού, της Ελένης Παλαιολογίνας. Αλλά και η συμβολή των απλών κι άσημων Ελλήνων Κυπρίων σκλάβων, των παροίκων, στο όλο ζήτημα του εξελληνισμού αρκετών ξένων, θα πρέπει ν' αναγνωριστεί. Ελληνίδες Κύπριες δούλες ήταν εκείνες που εργάζονταν ως παραμάνες και φρόντιζαν τα παιδιά των ευγενών, και που μάλιστα φαίνεται τους τραγουδούσαν και κυπριακά τραγούδια, με αποτέλεσμα μερικές μελωδίες ελληνικών μεσαιωνικών τραγουδιών να απαντώνται στη μουσική της Γαλλίας (όπως επισημαίνει κι ο Ελβετός μουσικολόγος Samuel Baud - Bovy). Ακόμη, ωραίες Ελληνίδες Κύπριες δούλες γίνονταν (θέλοντας και μη) ερωμένες των αφεντάδων - φεουδαρχών. Τα νόθα παιδιά από τέτοιες ενώσεις μεγάλωναν με τις μητέρες τους κι ανήκαν στην τάξη των παροίκων, όμως αρκετές φορές είχαν πιο ανθρώπινες σχέσεις με τους φεουδάρχες πατεράδες τους και κάποτε βοηθούνταν για ν' ανέλθουν κοινωνικά.