Ο Γκύ ντε Λουζινιάν πέθανε δυο μόλις χρόνια αργότερα, το 1194, χωρίς να προλάβει να οργανώσει το βασίλειο και χωρίς να ευτυχήσει ν' αναγνωριστεί ως βασιλιάς της Κύπρου. Την εξουσία στο νησί ανέλαβε τότε ο αδελφός του Αμάλριχος ή Αμωρύ ντε Λουζινιάν, που συνέχισε το έργο της συγκρότησης του κυπριακού βασιλείου. Τρία χρόνια αργότερα, το 1197, η Ευρώπη αναγνώρισε επίσημα το βασίλειο της Κύπρου, με πρώτο βασιλιά τον Αμάλριχο. Αυτό τον χρόνο, το 1197, έχουμε και τις υπάρχουσες πληροφορίες για τη δραστηριότητα του πειρατή Κανάκη.
Ο Κανάκης* αναφέρεται ως Κύπριος επαναστάτης ('un partisan chypriote, nomme Cannaqui', όπως γράφει ο ντε Μας Λατρί), άγνωστος στις ελληνικές πηγές. Θα πρέπει, να ήταν κάποια προσωπικότητα των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής περιόδου, που μετά τη βίαιη αλλαγή πέρασε στην «παράνομη» δραστηριότητα. Με την υποστήριξη και του Βυζαντινού άρχοντα της Αντιόχειας Ισαακίου, και με ορμητήριο τις ακτές της Μικράς Ασίας και της Συρίας, ο Κανάκης είχε επιδοθεί σε πειρατικές επιδρομές κατά της πατρίδας του. Δηλαδή κατά των νέων κυριάρχων της πατρίδας του. Μάλιστα το 1197, σε μια του επιδρομή, κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τη σύζυγο και τα παιδιά του πρώτου βασιλιά της Κύπρου, του Αμάλριχου ντε Λουζινιάν (σύζυγος του ήταν η Εχίβη*, της γνωστής μεγάλης μεσαιωνικής οικογένειας των Ιβελίνων*). Αργότερα, με διάφορες ενέργειες, ο Αμάλριχος ντε Λουζινιάν μπόρεσε να πάρει πίσω σώα την οικογένεια του.
Δεν έχουμε στη διάθεσή μας αρκετές πληροφορίες για τον Κανάκη και την όλη δραστηριότητά του. Προφανώς όμως οι ενέργειές του στρέφονταν κατά των Φράγκων κυριάρχων της Κύπρου κι ίσως αποσκοπούσαν σε ευρύτερη εξέγερση των Κυπρίων, που όμως δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί. Συνεπώς υπήρξε, ως κάποιο (άγνωστο) βαθμό αντίδραση κατά των Φράγκων, και μάλιστα με την υποστήριξη κι επίσημων Βυζαντινών αξιωματούχων, όπως ο Ισαάκιος της Αντιόχειας. Αλλά η απουσία οργανωμένης κι επαρκούς βοήθειας από μέρους των Βυζαντινών προς την Κύπρο φαίνεται ότι αποθάρρυνε τους Κυπρίους στο να προχωρήσουν σε εξέγερση. Γιατί η μεν Κωνσταντινούπολη βρέθηκε κι η ίδια λίγο αργότερα σε μέγιστο κίνδυνο (και κατακτήθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204), η δε Κύπρος δεν είχε ακόμη συνέλθει από την επιδρομή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου το 1191. Έτσι, παρά τους φόβους που μας λέγει ο Λεόντιος Μαχαιράς ότι διακατείχαν τους πρώτους Λουζινιανούς, η οργάνωση της Κύπρου σε βασίλειο μεσαιωνικού δυτικοευρωπαϊκού τύπου προχώρησε.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι οι Σταυροφόροι ήταν ακόμη αρκετά ισχυροί στη Συροπαλαιστίνη όπου είχαν ιδρυθεί (εκτός από το βασίλειο των Ιεροσολύμων) και διάφορες άλλες ηγεμονίες όπως το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η κομητεία της Τριπόλεως, η κομητεία της Έδεσσας, ενώ ισχυρές βάσεις των Σταυροφόρων εξακολουθούσαν να υπάρχουν στην Άκρα (Πτολεμαΐδα), στη Σιδώνα, στη Βηρυτό και σε άλλες περιοχές που όλες βρίσκονταν πολύ κοντά στην Κύπρο. Στα βόρεια του νησιού, εξάλλου (νότια Μικρά Ασία) συνεστήθη αυτήν ακριβώς την εποχή και το μεσαιωνικό βασίλειο της Μικρής Αρμενίας. Οι Κύπριοι είχαν ήδη αποκτήσει από τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου ιδιαίτερα πικρή πείρα για το πόσο μπορούσαν να τους βλάψουν αυτές οι κοντινές σταυροφορικές ηγεμονίες: το 1156 το νησί είχε λεηλατηθεί άγρια από τον «ευγενή» τυχοδιώκτη Ρευνάλδο ντε Σιατιγιόν και τον βασιλιά της Αρμενίας Θορός Β', ενώ το 1161 λεηλατήθηκε το ίδιο άγρια από τον Ραϋμόνδο της Τριπόλεως. Αλλά είχε συμβεί και επιδρομή των Αιγυπτίων το 1158, ενώ το 1122 είχαν διενεργήσει επιδρομή οι Βενετοί, στους οποίους οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν αργότερα (1148) να αναγνωρίσουν εμπορικά προνόμια στην Κύπρο. Όλες αυτές τις αλλεπάλληλες επιδρομές, που σήμαιναν και τρομερές καταστροφές, πολλούς σκοτωμούς και ακόμη πιο πολλούς αιχμαλώτους που σέρνονταν ως δούλοι στα σκλαβοπάζαρα, δεν κατόρθωναν να τις αντιμετωπίζουν οι Βυζαντινοί, όπως απέτυχαν ν' αντιμετωπίσουν το αποσχιστικό κίνημα του Ισαακίου Κομνηνού το 1185 και, βέβαια, και την εισβολή του Ριχάρδου το 1191. Έτσι και τώρα, μη αναμένοντας καμιά ουσιαστική βοήθεια από πουθενά, οι Κύπριοι υποτάχθηκαν στη μοίρα τους.
Μια από τις πρώτες πολύ σημαντικές ενέργειες των πρώτων Λουζινιανών, που στόχευε στην εδραίωση της εξουσίας τους στην Κύπρο, ήταν να προσελκύσουν ομόφυλους κι ομόθρησκους ανθρώπους να έλθουν και να εγκατασταθούν στο νησί. Έγιναν τότε εκκλήσεις προς Ευρωπαίους ευγενείς, τυχοδιώκτες, εμπόρους αστούς και όποιους άλλους, να έλθουν στην Κύπρο όπου θα τους διανέμονταν γαίες, φέουδα, τίτλοι και αξιώματα. Ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 26), παραδίδει ως εξής την προσπάθεια αυτή:
...Τότες ὁ ρήγας ἔπεψεν μαντατοφόρους εἰς τήν δύσιν καί εἰς τήν Φραγκιάν μέ χαρτιά καί προβιλίζια, καί εἰς τήν Ἐγκλετέρραν, καί εἰς πολλούς μεγάλους ἀφέντες ὄποῦ ‘τον πλούσιοι, καί εἰς τήν Καταλονίαν, καί ἐπρουμούτιασεν ἀσήμιν χρυσίον κληρονομίες νά τούς δῶσῃ καί κείνους καί τῶν παιδιῶν τους. Καί διά τά ἅγια λείψανα τά εὐρίσκουνται εἰς τήν Κύπρον, καί ἔχοντα καί ἦτον κοντά τό Ἱεροσόλυμαν εἰς τήν Κύπρον, ἦλθαν πολλοί μέ τές γυναῖκες τους καί μέ τά παιδία τους, καί ἐκατοικῆσαν εἰς τήν Κύπρον. Καί ὁ ρήγας τούς μέν ἔδωκεν μηνία, τούς δέ ρέντες καί ἀσενιάσματα, καί κριτάδες εἰς τήν κρίσιν...
Συνέβη, λοιπόν, αποικισμός της Κύπρου από Ευρωπαίους. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν ακτήμονες ευγενείς και περιπλανώμενοι ιππότες, Σταυροφόροι ή και τυχοδιώκτες, που στην Κύπρο απέκτησαν κτήματα και προνόμια με αποτέλεσμα να σταματήσουν τις περιπλανήσεις και να γίνουν φεουδάρχες. Αρκετοί, που έσερναν μαζί τους ανεξαργύρωτους τίτλους ευγενείας, τους διατήρησαν. Αλλά πολλοί άλλοι έφθασαν χωρίς τίτλους κι απέκτησαν επί τόπου. Έτσι, απαντούμε αρκετές περιπτώσεις όπου τα οικογενειακά επώνυμα ευγενών ταυτίζονται με τα ονόματα κυπριακών χωριών, που των περισσοτέρων η ετυμολογία είναι ελληνική. Άρα οι ευγενείς αυτοί είτε δεν είχαν είτε απέβαλλαν το παλαιό τους επίθετο και υιοθετούσαν το όνομα του χωριού που τους είχε παραχωρηθεί, πράγμα που συνέβαινε και στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπως αναφέρεται και στο Χρονικόν τοῦ Μορέως:
...ἀφήναν τά ὑπονόμια τους τά εἶχαν ἐκ τήν Φραγκίαν κ' ἐπαίρνασιν τοῦ τόπου τους τ' ὄνομα ὄπου ἐβάναν...
Ωστόσο μαζί με τους πρώτους Λουζινιανούς ήρθαν και άλλοι από τη Συρία και την Παλαιστίνη, που τους συνόδευσαν στην Κύπρο όπου κι εγκαταστάθηκαν. Αλλά και η Λατινική Εκκλησία εγκαθιδρύθηκε αμέσως στην Κύπρο, ιδρύοντας τέσσερις επισκοπικές έδρες (αρχιεπισκοπή Λευκωσίας και επισκοπές Αμμοχώστου, Λεμεσού και Πάφου) που διατηρήθηκαν και κατά την ακολούθησα περίοδο της Βενετοκρατίας (1489-1570/71), μέχρι την τουρκική κατάκτηση του νησιού (1570/71). Από τη φράγκικη Συρία και Παλαιστίνη ήρθαν επίσης στην Κύπρο κλιμάκια διαφόρων θρησκευτικών ταγμάτων της Δυτικής (Λατινικής) Εκκλησίας που επίσης εγκαταστάθηκαν στο νησί (εκτενέστερα γίνεται λόγος στο πέμπτο κεφάλαιο του παρόντος άρθρου).
Σε όλους αυτούς, ευγενείς, τυχοδιώκτες, ιππότες, ιεράρχες, θρησκευτικά Λατινικά τάγματα, παραχωρήθηκαν τιμάρια, γαίες και χωριά της Κύπρου. Μάλιστα αναφέρεται ότι είχε δημιουργηθεί σοβαρό οικονομικό πρόβλημα για την οικογένεια των Λουζινιανών από την αρχή, λόγω των πολλών προσφορών γης και χωριών που είχε κάνει ο Γκύ ντε Λουζινιάν προκειμένου να προσελκύσει στην Κύπρο τους Ευρωπαίους. Όταν ο αδελφός του Αμάλριχος έγινε πρώτος βασιλιάς του νησιού (το 1197) προσπάθησε και κατόρθωσε να του επιστραφούν πολλές από τις περιουσίες που είχαν προσφερθεί λίγο πιο πριν, έτσι που ο νεοϊδρυθείς θρόνος της Κύπρου αλλά και γενικότερα η οικογένεια των Λουζινιανών να έχει επαρκή εισοδήματα.
Η τάξη των αστών, βασικά των εμπόρων, ήταν μια άλλη κατηγορία ξένων που είχαν εγκατασταθεί τότε στην Κύπρο. Βέβαια μερικές δυνάμεις της Δύσης, όπως η Βενετία, είχαν αποκτήσει προνόμια και δικαιώματα στο νησί από πριν, από τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου. Όμως τώρα η τάξη των εμπόρων αυξήθηκε κι απέκτησε πολύ περισσότερα προνόμια και δικαιώματα, σταδιακά δε όλο και πλήθαινε έτσι που δημιουργήθηκαν στην Κύπρο ισχυρές παροικίες εμπόρων (Βενετοί, Γενουάτες, Πιζανοί, Ραγουζαίοι, Καταλανοί κ.α.) με άμεση εξάρτηση από τις αντίστοιχες μητροπόλεις τους.
Έτσι, πολύ σύντομα, ένα ετερόκλητο πολύχρωμο πλήθος από ξένους βρέθηκε να ζει στην Κύπρο, περιλαμβανομένων Σύρων, Αρμενίων και Μαρωνιτών. Κοντά σ' αυτούς όλους προστέθηκαν και οι ξένοι μισθοφόροι πολεμιστές που βρίσκονταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Κύπρου. Μεταξύ των μισθοφόρων αυτών ξεχωριστή θέση είχαν οι ιππότες, για τους οποίους γίνεται λόγος στο τέταρτο κεφάλαιο του παρόντος λήμματος.
Οι ίδιοι οι Κύπριοι, έτσι κι αλλιώς, δεν βρίσκονταν σε ιδιαίτερα υψηλό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Αλλά τώρα βρέθηκαν ν' αποτελούν τη χαμηλότερη κοινωνική τάξη, την τάξη των δουλοπάροικων, εργατών και αγροτών.