Την κυριαρχία των Φοινίκων σε αρκετές πόλεις-βασίλεια της αρχαίας Κύπρου δεν πρέπει να τη βλέπουμε με αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών και των άλλων. Οι μεγάλες πόλεις που άκμασαν στα παράλια του νησιού ασχολούντο με το εμπόριο κυρίως, στο οποίο όφειλαν, ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό, την ευημερία τους. Οι πόλεις αυτές ήταν «κοσμοπολίτικες», τον δε πληθυσμό τους αποτελούσαν και Έλληνες άποικοι και Ετεοκύπριοι και Φοίνικες και άλλοι ακόμη. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι η κάθε μια πόλη-βασίλειο ήταν αυτόνομη (μέχρι και τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα οπότε καταργήθηκαν τα πολλά βασίλεια του νησιού) κι ακολουθούσε, συνήθως, δική της πολιτική έναντι των άλλων πόλεων-βασιλείων. Η πρόοδος κι ευημερία της κάθε μιας πόλης χωριστά αποτελούσε μέλημα των κατοίκων της, Ελλήνων και Φοινίκων, η δε συνεργασία τους, στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, ήταν κοινό καθήκον. Υπήρξαν, σε πολλές περιπτώσεις, συγκρούσεις και πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ της μιας πόλης-κράτους και της άλλης. Όμως δεν υπάρχουν, συχνές τουλάχιστον, βίαιες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ιδίων των κατοίκων των πόλεων (δηλαδή εμφύλιες διαμάχες στο πλαίσιο της πόλης-κράτους) που να οφείλονται σε κίνητρα φυλετικά. Συνήθως τέτοιες διαμάχες αφορούσαν θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως για παράδειγμα η εκθρόνιση του φιλοπέρση Γόργου από τον αδελφό του Ονήσιλο, που ακολουθούσε φιλελληνική πολιτική, στο βασίλειο της Σαλαμίνος. Βέβαια οι Φοίνικες, που στα χρόνια της περσικής κυριαρχίας φρόντισαν να είναι φίλοι και συνεργάτες των Περσών, βρέθηκαν επανειλημμένα σε αντιπαράθεση προς τους Έλληνες και τους φιλέλληνες στην Κύπρο.
Στις πόλεις, λοιπόν, της αρχαίας Κύπρου όπου οι Φοίνικες κυριάρχησαν, ζούσαν κι Έλληνες και άλλοι, κατά κανόνα συνεργαζόμενοι. Κι αντίθετα, Φοίνικες και άλλοι ζούσαν κι ευημερούσαν και στις άλλες πόλεις του νησιού όπου κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο.
Κατ' εξοχήν αποικία των Φοινίκων στην Κύπρο ήταν η πόλη του Κιτίου (σημερινή Λάρνακα), όπου το φοινικικό στοιχείο κυριάρχησε, υπολογίζεται από τα μέσα περίπου του 9ου π.Χ. αιώνα, μέχρι και την κατάργηση των βασιλείων κι ένταξη της Κύπρου στο βασίλειο των Πτολεμαίων, στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Βέβαια η πόλη του Κιτίου δεν υπήρξε δημιούργημα των Φοινίκων, όπως αρκετοί παλαιότεροι μελετητές πίστευαν. Αντίθετα, οι ανασκαφές απέδειξαν ότι η πόλη είχε ιδρυθεί πολύ πριν η Κύπρος αποικισθεί από τους Φοίνικες. Φαίνεται, μάλιστα, ότι καμιά από τις αρχαίες κυπριακές πόλεις δεν είχε ιδρυθεί από Φοίνικες. Απλούστατα, αυτοί εγκαταστάθηκαν σε προϋπάρχουσες πόλεις, όπου γρήγορα ευδοκίμησαν και σε μερικές κατόρθωσαν, αργότερα, να καταλάβουν και την εξουσία. Και αρχικά στο Κίτιον. Τούτο διασαφηνίζουν και οι αρχαίοι συγγραφείς Σουίδας και Διογένης Λαέρτιος. Ο πρώτος λέγει (στη λέξη Ζήνων Μνασέου ἤ Δημίου Κιτιεύς) ότι οι Φοίνικες ἐποικοι τοῦ πολιχνίου ἐγένοντο, δηλαδή εποίκισαν την προϋπήρξασα μικρή πόλη απ' όπου καταγόταν ο Ζήνων ο Κιτιεύς, δηλαδή το Κίτιον. Ο Διογένης Λαέρτιος (Βίων καί γνωμῶν τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 7.1), γράφοντας επίσης για τον φιλόσοφο Ζήνωνα, λέγει ότι αυτός ήταν Κιτιεύς ἀπό Κύπρου, πολίσματος ἑλληνικοῦ, Φοίνικας ἐποίκους ἐσχηκότος. Δηλαδή καταγόταν από τη μικρή πόλη Κίτιον της Κύπρου, που ήταν ελληνική και που είχε δεχθεί πρόσθετους Φοίνικες αποίκους.
Φαίνεται ότι οι Φοίνικες που εγκαταστάθηκαν στο Κίτιον αρχικά εξαρτώντο ως ένα πολύ μεγάλο βαθμό από την Τύρο. Αργότερα όμως η εξάρτηση αυτή όλο και χαλάρωνε, οι δε Φοίνικες βασιλιάδες του Κιτίου ενεργούσαν με μεγάλη αυτονομία. Βέβαια οι γενικότερες συνθήκες (όπως λ.χ. η κατάκτηση και της Κύπρου και της Φοινίκης από τους Πέρσες) επέβαλαν την εξέλιξη αυτή.
Από το Κίτιον οι Φοίνικες επεκτάθηκαν και σε άλλα μέρη του νησιού. Με τη βοήθεια και των Περσών, είναι γνωστό ότι πολιόρκησαν και κατέλαβαν το βασίλειο του Ιδαλίου, στα ενδότερα του νησιού, τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αργότερα, κατά το β' μισό του 4ου π.Χ. αιώνα, επεξέτειναν την κυριαρχία τους και στο βασίλειο της Ταμασσού, το οποίο αγόρασαν από τον τελευταίο βασιλιά της Ταμασσού, τον Πασίκυπρο, στην τιμή των 50 ταλάντων. Ο Πασίκυπρος από ασωτία, λέγει ο Αθήναιος, πώλησε στην τιμή αυτή το βασίλειό του στον Πουμιάθωνα, τον Φοίνικα βασιλιά του Κιτίου (κατ' επέκταση και του Ιδαλίου) και πήγε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια του στην Αμαθούντα. Βέβαια τονίστηκε ότι οι Φοίνικες ήταν πολύ καλοί έμποροι, όμως η αγορά ενός βασιλείου, σε αρκετά καλή τιμή, δεν ήταν κάτι που μπορούσε να συμβαίνει συχνά. Ο Πασίκυπρος θα πρέπει να είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει μπροστά στους Φοίνικες για κάποιους σοβαρούς λόγους, και να ικανοποιηθεί με μια αποζημίωση.
Ισχυρό φοινικικό στοιχείο άκμαζε και στη Λάπηθο, όπου όμως συναγωνιζόταν συνεχώς το επίσης ισχυρό ελληνικό στοιχείο της πόλης, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι Έλληνες και Φοίνικες εναλλάσσονταν στον θρόνο της πόλης αυτής. Ο κατάλογος των γνωστών βασιλιάδων της Λαπήθου αρχίζει μ' έναν Έλληνα, τον Δημόνικο Α', περί το 500 π.Χ. Γύρω στο 450 βασιλιάς είναι ο Φοίνικας Σιντκιμίλκ (ή Σιντκμελέκ). Ακολουθούν τρεις Έλληνες (Ανδρ[οκλής;], Δημόνικος Β' και Πράξιππος Α΄) και ξανά ένας Φοίνικας, ο Μπερεκσεμές, περί τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, με τελευταίο και πάλι Έλληνα βασιλιά τον Πράξιππο Β'.
Στο βασίλειο της Αμαθούντος δεν απαντάται Φοίνικας βασιλιάς στον κατάλογο των γνωστών βασιλιάδων της πόλης αυτής. Ούτε και στο βασίλειο των Σόλων, ούτε σ' εκείνο του Κουρίου, ούτε σ' εκείνο της Πάφου. Αντίθετα, δεν απαντάται Έλληνας βασιλιάς στο βασίλειο του Κιτίου. Το Ιδάλιον, πάλι, είχε μόνο Έλληνες βασιλιάδες μέχρι την κατάκτηση του από τους Φοίνικες κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το βασίλειο του Μαρίου είχε, επίσης, Έλληνες μόνο βασιλιάδες. Στην Ταμασσό, εκτός από τον Έλληνα Πασίκυπρο που πώλησε το βασίλειό του στους Φοίνικες, γνωρίζουμε ένα άλλο βασιλιά, που αναφέρεται ως Ατμεσού κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα και που ήταν, μάλλον, Φοίνικας. Τέλος, στο σημαντικό βασίλειο της Σαλαμίνος απαντώνται μόνο Έλληνες βασιλιάδες, εκτός από ένα σύντομο διάστημα, κατά το β' μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, οπότε ο Φοίνικας Αβδήμων κατόρθωσε ν' ανέλθει στον θρόνο της πόλης με την υποστήριξη των Κιτιαίων και, προφανώς, των Περσών, αλλά τελικά εκδιώχθηκε από τον Ευαγόρα Α' το 411 π.Χ. ή λίγο πιο πριν. Ο Ισοκράτης, μιλώντας για τη σύντομη αυτή περίοδο της κυριαρχίας των Φοινίκων στην κυπριακή Σαλαμίνα, στο έργο του Εὐαγόρας, λέγει ότι κατ' αυτό το διάστημα η πόλη είχε γίνει «βάρβαρη» κι οι τέχνες είχαν πέσει σε μαρασμό γιατί παραμελήθηκαν εντελώς.
Έτσι, κρίνοντας από τους καταλόγους των γνωστών βασιλιάδων των αρχαίων κυπριακών βασιλείων, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι Φοίνικες είχαν αρχικά υπερισχύσει στο Κίτιον, λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν και στην Ταμασσό, στο κέντρο του νησιού, κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα επεκτάθηκαν στο Ιδάλιον, συνέχισαν κατά τον 4ο αιώνα την επέκτασή τους (ξανά) έως την Ταμασσό, ενώ ισχυροί ήταν και στη Λάπηθο. Πλειοψηφούσαν, δηλαδή, σε μια λωρίδα κυπριακής γης από τις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού (Κίτιον) μέχρι τις βόρειες ακτές (Λάπηθος) και στη λωρίδα αυτή περιλαμβάνονταν και τμήματα της κεντρικής Κύπρου (Ιδάλιον-Ταμασσός). Αυτά κατά τους 5ο και 4ο π.Χ. αιώνες. Στο υπόλοιπο νησί πλειοψηφούσαν οι Έλληνες. Έχοντας, πάντως, οι Φοίνικες ισχυρές βάσεις στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού (απέναντι από τη Συροπαλαιστίνη και τη Φοινίκη) και ταυτόχρονα στη βόρεια ακτή (απέναντι από τη Μικρά Ασία και πλησιέστερα προς το Αιγαίο και την Ελλάδα), ήλεγχαν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εμπορίου Ανατολής-Δύσης. Ο Σκύλαξ, στο έργο του Περίπλους, απαριθμεί επτά συνολικά παράλιες πόλεις της Κύπρου κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, εκ των οποίων χαρακτηρίζει ως ελληνικές τις πόλεις Σαλαμίνα, Σόλους και Μάριον, ως φοινικικές την Καρπασία, την Κερύνεια και τη Λάπηθο, ενώ την Αμαθούντα θεωρεί ως κατοικούμενη από αυτόχθονες (=Ετεοκυπρίους). Ενώ δεν αναφέρει άλλες σημαντικές πόλεις παραθαλάσσιες όπως το Κίτιον, το Κούριον και την Πάφο, γράφει ότι στο εσωτερικό του νησιού υπάρχουν κι άλλες πόλεις «βάρβαροι» (=όχι ελληνικές, άρα βασικά φοινικικές).
Η ακμή των Φοινίκων στην Κύπρο, που φαίνεται ότι έφθασε στον ψηλότερο βαθμό της κατά τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνα, τερματίστηκε με τις θεμελιώδεις ανακατατάξεις που επέφεραν η προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και, στη συνέχεια, ο διαμοιρασμός της περιοχής (περιλαμβανομένης της Κύπρου) από διαδόχους του. Όταν πλέον η Κύπρος εντάχθηκε οριστικά, ως ενιαίος χώρος, στο αιγυπτιακό βασίλειο των Πτολεμαίων (κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα), η παρουσία των Φοινίκων στην Κύπρο και οι δραστηριότητές τους έπαυσαν να έχουν χωριστή ιδιαίτερη σημασία. Έπαυσαν, εξάλλου, να υφίστανται και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ιδίων των κυπριακών πόλεων. Αντίθετα, τονώθηκε η συνείδηση για το ενιαίο του νησιού, του οποίου οι κάτοικοι ήταν πλέον όχι πολίτες ξεχωριστών και πολλών βασιλείων, αλλά όλοι Κύπριοι.