Όταν οι Φοίνικες αποίκισαν (τουλάχιστον μαζικά) την Κύπρο και ίδρυσαν τις πρώτες τους αποικίες σ' αυτήν, το νησί είχε ήδη από αρκετά πιο πριν δεχθεί τον αποικισμό των Αχαιών Ελλήνων κι είχε ήδη βαδίσει αρκετά προς την κατεύθυνση του τελεσίδικου εξελληνισμού του.
Βέβαια η Κύπρος είχε επαφές με τις ακτές που βρίσκονται στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της, δηλαδή τις ακτές της Συροπαλαιστίνης (περιλαμβανομένης και της περιοχής που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως Φοινίκη) από τα αρχαιότατα Προϊστορικά χρόνια. Κατά τη μακρά περίοδο της Χαλκοκρατίας οι επαφές αυτές διευρύνθηκαν, όπως βέβαια και οι σχέσεις με άλλες περιοχές (Μικρά Ασία, Αιγαίο). Μετά το 1400 π.Χ. (Ύστερη εποχή του Χαλκού) αρχίζει ο αποικισμός της Κύπρου από τους Έλληνες που θα γίνει μαζικός λίγο αργότερα. Σύντομα οι Αχαιοί θα κυριαρχήσουν στο νησί, θα επιβληθούν στους ντόπιους κατοίκους του και θα ιδρύσουν τις πρώτες σημαντικές πόλεις που θα εξελιχθούν σε αυτόνομα βασίλεια. Αυτή την εποχή οι εμπορικές ανταλλαγές της Κύπρου με τη Συροπαλαιστίνη είναι ιδιαίτερα αυξημένες, ενώ οι Φοίνικες τώρα αρχίζουν ν' αναπτύσσονται. Και θα βρεθούν στη θέση να επεκταθούν προς την Κύπρο περί τους δύο έως τρεις αιώνες αργότερα.
Δεν υπάρχει σαφής χρονολόγηση για τον αποικισμό της Κύπρου από τους Φοίνικες, αφού αυτός ο αποικισμός δεν έγινε σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά εξελίχθηκε σταδιακά μάλλον από τις αρχές του 9ου π.Χ. αιώνα και εξής (Γεωμετρικοί χρόνοι). Κατά τα μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα (γύρω στα 850 π.Χ.), οι Φοίνικες βρίσκονται ήδη εγκατεστημένοι στην πόλη του Κιτίου, όπου αυτήν ακριβώς την εποχή ανοικοδομούν τον εγκαταλειμμένο μεγάλο ναό της πόλης και με κατάλληλες προσθήκες και τροποποιήσεις τον μετατρέπουν σε δικό τους, φοινικικό ναό, αφιερωμένο στην Αστάρτη (Β. Καραγιώργης, Ἀρχαία Κύπρος, 1978, σ. 77). Στο αρχαιότερο δάπεδο του ναού αυτού βρέθηκε, μεταξύ άλλων, κι ένα φοινικικό κύπελλο με εγχάρακτη φοινικική επιγραφή. Η επιγραφή αναφέρεται σε κάποιον Φοίνικα, που έκανε προσφορά στον ναό του Κιτίου, ο οποίος και παρουσιάζεται ως κάτοικος της Ταμασσού. Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική γιατί φανερώνει ότι από πολύ νωρίς Φοίνικες είχαν εγκατασταθεί όχι μόνο σε παραλιακές πόλεις της Κύπρου αλλά και στα ενδότερα του νησιού, όπως η Ταμασσός. Οι Φοίνικες δεν ήταν μόνο επιδέξιοι ναυτικοί. Ήταν το ίδιο άξιοι έμποροι, κι ασφαλώς χώροι όπως η περιοχή της Ταμασσού, στο κέντρο της Κύπρου, με πλούσια μεταλλεία χαλκού, δεν τους άφησαν αδιάφορους.
Σε φοινικικές επιγραφές, και πάλι πάνω σε κύπελλα, που βρέθηκαν στην περιοχή μιας άλλης σημαντικής κυπριακής πόλης, της Αμαθούντος, μαρτυρείται ότι τα κύπελλα αποτελούσαν αφιέρωμα στον θεό Βάαλ από τον κυβερνήτη της Καρτιχαντάστ* ο οποίος αποκαλείται «υπηρέτης του Χιράμ». Θα πρόκειται, μάλλον, για τον Χιράμ Β', βασιλιά της Τύρου κατά τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα, ενώ η πόλη Καρτιχαντάστ ταυτίζεται είτε προς την Αμαθούντα είτε, κατ' άλλους, προς το Κίτιον. Καρτιχαντάστ σημαίνει Νέα Πόλη (Kart-Hadasht, απ' όπου και η ονομασία Καρχηδών). Κατά τον Β. Καραγιώργη (ό.π.π., σ. 78), με την ονομασία αυτή δεν μπορεί να υπονοείται άλλη πόλη εκτός από το Κίτιον, του οποίου η ονομασία Κίτιον (Κιττίμ) που απαντάται μετά τον 8ο π.Χ. αιώνα, δόθηκε στην πόλη όταν οι διοικητικοί της δεσμοί με την Τύρο έπαψαν να υπάρχουν, εφόσον τα βασίλεια της Κύπρου υποτάχθηκαν το 709 π.Χ. στον Σαργώνα Β', βασιλιά των Ασσυρίων. Ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Τύριοι (Φοίνικες) ίδρυσαν στις αρχές του 9ου π.Χ. αιώνα την εμπορική τους αποικία στο Κίτιον της Κύπρου και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα (οπότε ανοικοδομείται ο μεγάλος ναός της πόλης) θα πρέπει να πήραν στα χέρια τους και την πολιτική εξουσία. Εάν πράγματι στο Κίτιον ιδρύθηκε η φοινικική αποικία στις αρχές του 9ου π.Χ. αιώνα, πράγμα που φαίνεται πολύ πιθανό, τότε η αποικία τους αυτή ήταν η πρώτη που οι Φοίνικες ίδρυσαν στα δυτικά της Φοινίκης (η περίφημη Καρχηδών ιδρύθηκε αρκετά αργότερα, στα τέλη του 9ου αιώνα). Και βέβαια οι Φοίνικες, απλωμένοι με τα καράβια τους στη λεκάνη της Μεσογείου, δηλαδή προς τα δυτικά, η Κύπρος ήταν η πρώτη χώρα που θα συναντούσαν.
Η αναφορά της επιγραφής στα κύπελλα, ότι ο κυβερνήτης (βασιλιάς) της Καρτιχαντάστ ήταν «υπηρέτης του Χιράμ», είναι πολύ χαρακτηριστική και φανερώνει την εξάρτησή του, κατ' ακολουθία δε και της πόλης του (του Κιτίου ή της Αμαθούντος), από τη μητρόπολη των Φοινίκων, την Τύρο.
Κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα είχε καθιερωθεί στη Φοινίκη η λατρεία της Αστάρτης που εισήχθη, μαζί με τους Φοίνικες αποίκους, και στην Κύπρο (Κίτιον, Πάφο και αλλού) όπου διαδέχθηκε την παλαιά θεά της Γονιμότητας και σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται αργότερα να ταυτίζεται με την Αφροδίτη.
Τη ζωτική θέση του Κιτίου ως ενδιάμεσου σταθμού μεταξύ της φοινικικής μητρόπολης, της Τύρου, και της περίφημης Καρχηδόνος, απαντούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, σε αναφορά του προφήτη Ησαΐα (8ος π.Χ. αιώνας) που θρηνεί για την αιχμαλωσία της Τύρου και λέγει:
Ὁλολύξατε, πλοῖα Καρχηδόνος, ὅτι ἀπώλετο [η Τύρος], καί οὐκέτι ἔρχονται ἐκ γῆς Κιτιαίων (Ησαΐας, 23.1).
Δηλαδή: Θρηνήσατε δυνατά, καράβια της Καρχηδόνος, γιατί εχάθη η Τύρος και πλέον δεν έρχονται από την χώρα των Κιτιαίων.
Ως «χώρα των Κιτιαίων» εννοείται το Κίτιον της Κύπρου, αλλ' ίσως και η ίδια η Κύπρος.
Στον μύθο της Διδούς πάλι (ή Ελίσσας), πριγκίπισσας της Τύρου και, κατά την παράδοση, ιδρύτριας της Καρχηδόνος, η Κύπρος παρουσιάζεται να διαδραματίζει ενδιάμεσο και πάλι ρόλο: Η Διδώ*, εκδιωγμένη από τη Φοινίκη, κι ακολουθούμενη από τους οπαδούς της, περνά από την Κύπρο απ' όπου απάγει Κυπρίες, και φθάνει τελικά στη βόρειο Αφρική όπου ιδρύει τη Νέα Πόλη. Η απαγωγή γυναικών από την Κύπρο φαίνεται ν' αποτελεί συμβολισμό που αντικατοπτρίζει την πιθανή συμμετοχή Κυπρίων στην ίδρυση της Καρχηδόνος. Αλλά κι ο αδελφός της Διδούς, ο βασιλιάς Πυγμαλίων*, σχετίζεται με την Κύπρο, στους δε σχετικούς μύθους εμφανίζεται είτε ως Φοίνικας (βασιλιάς της Τύρου), είτε ως Κύπριος (βασιλιάς της Πάφου ή ολόκληρης της Κύπρου). Ο Κύπριος βασιλιάς Κινύρας* φέρεται σαν απόγονος του, ενώ κι ο ίδιος ο Πυγμαλίων σχετίζεται με την Αφροδίτη.
Βέβαια τέτοιες μυθολογικές εκδοχές δεν είναι παρά ποικίλοι απόηχοι των σχέσεων Κύπρου και Φοινίκης. Ήταν πολύ φυσικό, όταν οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, να εισαγάγουν στο νησί και τον πολιτισμό τους, όπως και τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κι άλλες γνώσεις και ικανότητες τους. Η εγκατάσταση τους στην Κύπρο υπήρξε, όπως φαίνεται, φυσιολογική. Δεν ήλθαν σε βίαιη αντιπαράθεση ή και σε σύγκρουση ούτε με τους Έλληνες αποίκους που προηγήθηκαν, ούτε με τους αυτόχθονες, τους λεγόμενους Ετεοκυπρίους. Εξάλλου, κατά τον 10ο-9ο αιώνα π.Χ. είχε προχωρήσει ήδη αρκετά η συγχώνευση του ελληνικού με το ετεοκυπριακό στοιχείο, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα των ανασκαφών. Στη Λάπηθο για παράδειγμα, όπως και αλλού, παρατηρείται η ύπαρξη χωριστών νεκροταφείων για τους Έλληνες και για τους Ετεοκυπρίους κατά τον 11ο π.Χ. αιώνα και μέχρι τις αρχές του 10ου, ενώ στη συνέχεια οι ταφές γίνονται σε κοινά νεκροταφεία. Ενώ, λοιπόν, προχωρεί αυτή η συγχώνευση, παρουσιάζονται στη συνέχεια και οι Φοίνικες που θα αποτελέσουν σημαντικό και δυναμικό τμήμα του πληθυσμού της Κύπρου στους επόμενους αιώνες۠ μάλιστα θα κυριαρχήσουν σε αρκετές περιοχές του νησιού.