Υδάτινοι πόροι και υδατική ανάπτυξη

Εκμετάλλευση του υπόγειου νερού από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα

Image

Κατά την Αρχαιότητα η εκμετάλλευση του υπόγειου νερού περιοριζόταν κυρίως στην αξιοποίηση των φυσικών πηγών. Οι αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι σε όλες τις αρχαίες πόλεις της Κύπρου υπήρχαν κεντρικά συστήματα ύδρευσης, η δε μεταφορά του νερού των πηγών πολλές φορές γινόταν από δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σαλαμίς, της οποίας η βασική πηγή ύδρευσης ήταν το κεφαλόβρυσον της Κυθρέας που βρίσκεται 55 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης.

 

Πιο έντονη εκμετάλλευση των υπόγειων νερών της Κύπρου πραγματοποιείται πολύ αργότερα, του 15ο-16ο αιώνα, με την εισαγωγή από τους Βενετούς δυο νέων μεθόδων εκμετάλλευσης, των αλυσίδων των λάκκων ή λαγουμιών και του αλακατιού (μαγκανοπήγαδου). Το σύστημα των αλυσίδων των λάκκων ή λαγουμιών ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό αργότερα οι Τούρκοι οι οποίοι μετέφεραν νερό στις πόλεις από σχετικά μεγάλες αποστάσεις. Τα συστήματα αυτά που λειτουργούσαν μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950, φέρουν συνήθως τα ονόματα των ιδιοκτητών τους, όπως Αράπ Αχμέτ (σύστημα ύδρευσης Λευκωσίας) και Αμπού Μπεκίρ (σύστημα ύδρευσης Λάρνακας).

 

Η πρώτη προσπάθεια χρήσης γεωλογικών στοιχείων για εντοπισμό και εκμετάλλευση υδροφόρων στρωμάτων γίνεται στο τέλος του 19ου αιώνα (1882) από τον Άγγλο μηχανικό R.Russell, σύμβουλο της τότε αποικιακής κυβέρνησης της Κύπρου, ο οποίος υποστήριξε ότι η Μεσαορία αποτελούσε μιαν «αρτεσιανή λεκάνη» που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί με βαθιές γεωτρήσεις. Παρόλο που έγινε προσπάθεια ανόρυξης βαθιών γεωτρήσεων, το όλο σχέδιο απέτυχε λόγω υψηλού κόστους και έλλειψης τεχνικών μέσων. Συστηματική όμως χρήση των γεωλογικών στοιχείων του νησιού για εντοπισμό υπογείων υδάτων αρχίζει στις αρχές του 20ού του αιώνα (1905) μετά την έκδοση του νέου γεωλογικού χάρτη της Κύπρου σε κλίμακα 1:250.000 από τους C.V. Bellamy και Α.J.Jukes - Browne και την έναρξη μελέτης των διαφόρων υδροφόρων στρωμάτων από γεωλόγους που μετακάλεσε η αποικιακή κυβέρνηση. Έτσι το 1908, μετά από σχετικές μελέτες, αρχίζει η κατασκευή υπόγειας σήραγγας στην τοποθεσία Πιλέρι κοντά στην Κυθρέα, με σκοπό την εκμετάλλευση του υδροφορέα των ασβεστόλιθων του Πενταδάκτυλου. Το όλο έργο συνεχίζεται κατά διαστήματα μέχρι το 1934 οπότε εγκαταλείπεται.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ανακαλύπτεται το μεγάλο υδροφόρο στρώμα της Μόρφου ή Δυτικής Μεσαορίας και το 1927 αρχίζει η ανόρυξη ορισμένων γεωτρήσεων για εκμετάλλευσή του.

 

Εκτός από τα γεωλογικά στοιχεία, το 1938 χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά γεωφυσικές μέθοδοι, κυρίως της ηλεκτρικής αντίστασης, για εντοπισμό υδροφόρων στρωμάτων στην πεδιάδα της Μεσαορίας. Τον ίδιο χρόνο ιδρύεται το Τμήμα Υδατοπρομήθειας και Άρδευσης το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη της έρευνας και ανάπτυξης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων του τόπου. Υπό την αιγίδα του Τμήματος αυτού, που μετονομάσθηκε το 1955 σε Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, συνεχίσθηκαν οι έρευνες για εντοπισμό και εκμετάλλευση νέων υδροφόρων σχηματισμών.   Έτσι σταδιακά εντοπίζονται τα μεγάλα υδροφόρα στρώματα της νοτιοανατολικής Μεσαορίας και του Ακρωτηρίου και ένδεκα άλλα μικρότερης σημασίας σε διάφορα μέρη της Κύπρου.

 

Η εκμετάλλευση των υδροφορέων αυτών μέχρι το 1950 γίνεται σε πολύ περιορισμένο βαθμό είτε με την εγκατάσταση αλακατιών και ανεμόμυλων είτε με μηχανικά μέσα όπως οι υδραντλίες ντίζελ είτε από γεωτρήσεις με αρτεσιανή ροή. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την απογραφή του 1946 υπήρχαν σε ολόκληρη την Κύπρο 4.830 αλακάτια, 1.107 ανεμόμυλοι, από τους οποίους οι 944 (δηλαδή ποσοστό 85%) βρίσκονταν στην επαρχία Αμμοχώστου, και 1.394 αντλίες ντίζελ. Η ολική ποσότητα νερού, που αντλείτο ετησίως με τα συστήματα αυτά, ήταν της τάξεως των 37 εκατομμυρίων μ3. Είκοσι χρόνια αργότερα η ποσότητα αυτή ανήλθε στα 230 εκατομμύρια και το 1974 σε 270 εκατομμύρια μ3.

 

Συστηματική μελέτη των κύριων υδροφορέων και γενικά του υπόγειου υδάτινου πλούτου της Κύπρου έγινε από το Πρόγραμμα Αναπτύξεως των Ηνωμένων Εθνών σε συνεργασία με το Τμήμα Γεωλογικής Επισκοπήσεως, μεταξύ του 1963 και του 1969. Η έρευνα, που περιελάμβανε μεταξύ άλλων λεπτομερείς υδρογεωλογικές χαρτογραφήσεις, γεωφυσικές διασκοπήσεις και εκτέλεση μεγάλου αριθμού γεωτρήσεων, απέδειξε ότι το αποθεματικό δυναμικό των κύριων υδροφορέων του τόπου είναι της τάξεως των τριών δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων από τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το 1/4 περίπου. Επίσης η έρευνα επιβεβαίωσε την μη ύπαρξη νέων μεγάλων υδροφορέων στην κεντρική πεδιάδα της Μεσαορίας, άποψη η οποία επικρατούσε από το τέλος του 19ου αιώνα.

Φώτο Γκάλερι

Image